26/1/13

Με δογματισμό και ιδεολογία

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εμφύλιος και λογοτεχνία, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 392

Όχι, ο τίτλος του κειμένου μου δεν περιγράφει κάποιο αυτονόητο «άρωμα» που αναδίδει το συζητούμενο θέμα, «εμφύλιος και λογοτεχνία», ούτε, όπως συνηθίζεται στις βιβλιοπαρουσιάσεις, σπεύδει να επαυξήσει το «συμπέρασμα» του βιβλίου και του συγγραφέα, γνωστό άλλωστε και πανομοιότυπο επί δεκαετίες. Αφορά την ίδια την οπτική και τα όρια του Ραυτόπουλου, μιας σημαντικής κριτικής δυνατότητας του μεταπολέμου, που σπαταλήθηκε, επιμένοντας, με παροιμιώδη δογματισμό, στις ατραπούς των ιδεολογημάτων που τον κατατρέχουν, εις βάρος όχι μόνο του κριτικού έργου που μας παρέδωσε, αλλά και εκείνης της λογοτεχνίας που υπερασπίζεται.
Κατ’ αρχήν, ο τίτλος του βιβλίου είναι βίαια γενικευτικός. Το βιβλίο δεν συνιστά μια μελέτη του θεματικού πεδίου «εμφύλιος» στη νεοελληνική λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία), δεν έχει έστω ως αναφορά του μια συνολική εικόνα αυτής της θεματικής. Αντίθετα, το βιβλίο συνίσταται από κείμενα του Ραυτόπουλου, βιβλιοπαρουσιάσεις και ομιλίες, που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά την τελευταία εικοσαετία, και τώρα στεγάζονται στον ίδιο τόμο, απλώς επειδή εμπίπτουν στην ίδια θεματική, ή έστω σχετίζονται με αυτήν, ακόμα και με τον πιο «διασταλτικό» τρόπο. Βεβαίως η κοινή θεματική κάποιων λογοτεχνικών έργων είναι σύνηθες, ή και προσφιλές, πλην έωλο επιχείρημα, με το οποίο συγκροτήθηκαν μια σειρά φιλολογικών πονημάτων, επίσης κατά την τελευταία εικοσαετία, πονήματα που χρησίμευσαν για να διογκώσουν τους φακέλους πανεπιστημιακής υποψηφιότητας υπηρεσιακής ανέλιξης. Ο κριτικός όμως, με τη διαδρομή μάλιστα του Ραυτόπουλου, υποχρεούται σε άλλου είδους πειθαρχία. Οφείλει να ορίσει το «θεματικό» πεδίο, να διακρίνει την ιστορικότητά του, να αναδείξει αισθητικές διεργασίες, δεσπόζουσες, συμπτώσεις και αποκλίσεις, να σημειώσει τις πεπατημένες επαναλήψεις και να επισημάνει τους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες.

Όταν μάλιστα πρόκειται για κείμενα δημοσιευμένα, τα οποία αποσπώνται από την ιστορική στιγμή και τα συμφραζόμενα της πρώτης εμφάνισής τους, αυτή η, επίσης βίαιη, κίνηση χρειάζεται να δικαιολογηθεί: γιατί πρέπει αυτά τα κείμενα να αυτονομηθούν και να αναδειχθούν, σε σχέση με τα δεκάδες άλλα, με τα οποία διαλέγοντο όταν γράφονταν; Υπάγονται σ’ ένα όλον, δηλαδή σ’ ένα κριτικό σχήμα, έστω και ατελές; Όχι. Συνιστούν μια διακριτή αισθητική προσέγγιση; Σίγουρα όχι. Περιγράφουν έστω μια εξελισσόμενη προσωπική διαδρομή, σε σχέση με την εν λόγω θεματική; Και πάλι όχι. Υπάρχει, τουλάχιστον, μια εισαγωγή, που να εντάσσει τα σκόρπια κείμενα σε μια ευρύτερη λογοτεχνική προβληματική; Και πάλι όχι.
Έτσι, πρόκειται απλώς για κείμενα του ίδιου ανθρώπου, της ίδιας ατομικότητας, η οποία, μετερχόμενη εργαλεία και τεχνικές της κριτικής τής λογοτεχνίας, προβάλλει τις ιδεολογικές της σταθερές. Αυτό είναι το κοινό νήμα που συνδέει τα κείμενα του βιβλίου. Μόνο και μόνο επειδή αυτές οι ιδεολογικές παράμετροι δεν εντοπίζονται αποκλειστικά στον Δ. Ραυτόπουλο, αλλά σε μια χορεία διανοουμένων, λογίων, μορφωμένων ανθρώπων, ανάλογης διαδρομής, το βιβλίο αποκτά μια ενδιαφέρουσα αντιπροσωπευτικότητα: αποτυπώνει τα όρια της κυρίαρχης αφήγησης της κριτικής, που, από τα πρώτα, ένδοξα χρόνια του «αντιδογματισμού», ασκήθηκε στην αντίληψη της «επίσημης» αριστεράς για τη λογοτεχνία και ευρύτερα για την τέχνη, καθώς και τη σημερινή ιδεολογική-πολιτική κατάληξη αυτής της αφήγησης, σε διάφορες αποχρώσεις του αστικού φάσματος και στις συνιστώσες της συγκυβέρνησης.
Η ζωή από τότε προχώρησε, πολλοί άνθρωποι που μετείχαν στο κλίμα της μεταπολεμικής αμφισβήτησης των θεσφάτων της αριστεράς προχώρησαν επίσης, άλλαξαν, κάποιοι μάλιστα, με το έργο τους, ή ακόμα και με την παρουσία τους, νοηματοδοτούν τη σημερινή αριστερά. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, διανοούμενος με ευρύτητα γνώσεων και κριτικός με σημαντική θεωρητική σκευή, ολισθαίνει διαρκώς, και απελπιστικά προβλέψιμα πια, στις πρώτες, πρόχειρες κατασκευές εκείνης της εποχής, που περνώντας τα χρόνια καταντούν εμμονές, πλην όμως εξόχως δηλωτικές. Για παράδειγμα, το βιβλίο αρχίζει -από κάθε άποψη αρχίζει- με τον Γιάννη Μανούσακα, τον «μεγάλο αυτοδίδακτο», τον «κομμουνιστή Μακρυγιάννη». Δηλώνοντας έτσι ανάγλυφα, πως, την εποχή της «Επιθεώρησης Τέχνης», τουλάχιστον όσον αφορά τη λογοτεχνία, δεν συνέβη η θρυλούμενη κοσμογονία: π.χ. ουδείς ενδιαφέρθηκε να εντοπίσει, να αναδείξει, και κυρίως να συνεχίσει, τη μοναδική, και εξόχως συνεκτική, μεσοπολεμική προσπάθεια του Νικολάου Κάλας, ο οποίος επιχείρησε τη συνάντηση και τη σύνθεση αριστεράς και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, και μάλιστα στο πιο προωθημένο, ιδεολογικά και αισθητικά, επίπεδο: σκιαγραφώντας μια άλλη εκδοχή του μοντερνισμού, ευθέως ανταγωνιστική με τη γνωστή και κυρίαρχη, και βέβαια δεόντως ριζοσπαστική, εν ταυτώ στο πολιτικό και το καλλιτεχνικό επίπεδο.
Αντίθετα, και μοιραία, κυριάρχησε μια διάθεση «συγχρονισμού» της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής, υιοθετώντας, σχεδόν άκριτα, όσα ήδη είχαν πραγματωθεί και εμπεδωθεί, στο αισθητικό και το ιδεολογικό πεδίο, από το περιοδικό «Νέα Γράμματα», από τον Σεφέρη, τον Καραντώνη και τους υπόλοιπους. Αυτά υιοθέτησαν ο Ραυτόπουλος και αρκετοί ακόμα, με καθυστέρηση μάλιστα είκοσι και πλέον ετών, όταν άλλα ήσαν πλέον τα διακυβεύματα. Την ίδια εποχή (αναφέρομαι τώρα στη δεκαετία του ’60), η συνέχεια της «γενιάς του ‘30», η συνέχεια του μοντερνισμού, οι μεταπολεμικές του εκφάνσεις, λάβαιναν χώρα στο περιοδικό «Πάλι» (και άλλα μικρότερα), ενώ ήταν το περιοδικό «Μαρτυρίες» που υποδέχθηκε την πρώτη μετάφραση του ποιήματος «Αμερική», του κορυφαίου του κινήματος των μπητ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, το οποίο τότε άλλαζε άρδην το τοπίο της παγκόσμιας πολιτικής ποίησης. Οι δε σημαίνουσες, οι πιο παραγωγικές αντιπαραθέσεις στην αριστερά, όσον αφορά τη λογοτεχνία, έγιναν από «έκκεντρους» συνεργάτες της «Επιθεώρησης Τέχνης». Για παράδειγμα, στην ποίηση, όσον αφορά τον Καβάφη, τον Βάρναλη, τον Καρυωτάκη, από τον Μανόλη Λαμπρίδη, όσον αφορά την ποίηση της ήττας, από τον Βύρωνα Λεοντάρη.
Αν βεβαίως περιορίσουμε τη ματιά μας στο χώρο της αριστεράς, όσα έγιναν στην «Επιθεώρηση Τέχνης», ως συνολικό έργο και προσπάθεια, συνιστούν μια ανατροπή της παγιωμένης επί δύο δεκαετίες κατάστασης στην αριστερή λογοτεχνική κριτική και κουλτούρα. Όντως, αυτό συνιστά το σώμα των σελίδων του περιοδικού και η λειτουργία του, και γι’ αυτό ακριβώς το τιμούμε, όπως και τους βασικούς του συντελεστές. Αλλά μέχρις εκεί.
Ο Ραυτόπουλος, ακόμη και σήμερα, ερήμην της αναγκαίας αισθητικής και ιστορικής αξιολόγησης εκείνων των πεπραγμένων, συνεχίζει με την ίδια φορά. Για παράδειγμα, ερήμην της αξιολόγησης της ποίησης εκείνης της εποχής, όσον αφορά τη «θεματική» τού εμφυλίου στον ποιητικό λόγο επιμένει στην ισχνή, ατελέσφορη, και από τη σκοπιά του μοντερνισμού αδιάφορη προσπάθεια του ιδεολογικά «συνοδοιπόρου» του Τίτου Πατρίκιου, απ’ την οποία δεν μπορεί να εξαχθεί καμιά «καθολικότητα»: ούτε όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το γεγονός τού εμφυλίου εγγράφεται διά της τέχνης στη συνείδηση των ανθρώπων, δηλαδή διά της αισθητικής, ούτε όσον αφορά τον τρόπο εκλογίκευσης και διαχείρισης από την κοινωνία αυτού του «μεγάλου τραύματος», δηλαδή στο επίπεδο των ιδεών∙ καθολικότητα που όμως μας παρέχει, με θαυμαστή αισθητική και ιστορική επάρκεια, ο Νεκρόδειπνος του Σινόπουλου. Γιατί επιμένει ο Ραυτόπουλος στον Πατρίκιο; Μα γιατί το ζητούμενό του δεν είναι η καθολικότητα του ιστορικού βιώματος μέσα από την τέχνη, συγκεκριμένα το ιστορικό βίωμα του εμφυλίου μέσα από την ποίηση της ήττας, αλλά η χρήση της τέχνης στην υπηρεσία της ιδεολογίας (του).
Αντίστοιχα, όταν προσεγγίζει σημαντικά πεζογραφικά μεγέθη και βιβλία, τα οποία έχουν άλλωστε κεντρική θέση στο ιδεολογικό του σύμπαν, όπως είναι το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου ή η Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, μένει στα προφανή. Για το μεν πρώτο, επιλογίζει όσα έχει μελετήσει διεξοδικά στη σχετική μονογραφία του. Όμως, το κείμενο που ενσωματώνει στο παρόν βιβλίο, δημοσιευμένο το 2010 στο περιοδικό Athens Review of Books, αφήνει την ίδια γεύση με την πρώτη ανάγνωσή του: τοποθετεί το Κιβώτιο μέσα στην ιστορία («έχει ιστορικό υπόβαθρο χωροχρονικά προσδιορισμένο»), αλλά αποφεύγει να θέσει το κρίσιμο ερώτημα, δηλαδή ότι εκκρεμεί μια σημερινή, ψύχραιμη και δεόντως «αναθεωρητική» τοποθέτηση του Κιβώτιου στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος, ως ένα από τα όρια του πεζογραφικού μοντερνισμού, όρια τα οποία πλέον έχουν υποσκελισθεί. Μήπως, μαζί τους, έχει «παλιώσει» και η όλη αντίληψη του Κιβώτιου για την ιστορία, καθώς και η ομόρριζη ιδεολογία;
Τα δε όρια του πεζογραφικού μοντερνισμού έχουν υποσκελισθεί, εξακολουθητικά, πρώτα απ’ όλα από το έτερο βιβλίο που οργανώνει το ιδεολογικό σύμπαν του Ραυτόπουλου, δηλαδή την Ορθοκωστά του Βαλτινού. Η τραγωδία της έκπτωσης του κριτικού λόγου στην προκρούστεια κλίνη των ιδεολογημάτων, και της κατασπατάλησης των δυνατοτήτων του Ραυτόπουλου, απογράφεται στο παρακάτω σκαρίφημα:
«Ο εμφύλιος στη λογοτεχνία μένει λοιπόν με δύο-τρία μεταφορικά μυθιστορήματα (Το κιβώτιο, Λοιμός, και του Αρ. Νικολαΐδη Οι συνυπάρχοντες) και με μια συγκομιδή διηγημάτων. Καμιά επική σύνθεση, κανένας συνολικός πίνακας, καμιά τριλογία. Κυρίως μένει με το χρονικό (Ρ. Αποστολίδης, Γ. Μανούσακας, Θ. Βαλτινός...).»
Αλλά αν η Ορθοκωστά είναι απλώς ένα «χρονικό», δίπλα σε άλλα, λογοτεχνικά πρωτόλεια, πώς αλλιώς θα ορίζαμε την «επική σύνθεση» στις μέρες μας; Μα δεν μπορεί να διακρίνει ο Ραυτόπουλος ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα σύγχρονο έπος; Και μάλιστα, ότι στην ιστορία της λογοτεχνίας μας διαδέχεται το μοντερνιστικό, «αντι-επικό» Κιβώτιο, όντας το πρώτο «μεταμοντέρνο» έπος που μας έδωσε το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας; Αλλιώς, ποια είναι η μορφική στόχευση της Ορθοκωστάς, το λογοτεχνικό της «στοίχημα»; Η εξαντλητικά δουλεμένη και οργανωμένη δομή της, δεν έχει μορφολογικές, και εν τέλει ειδολογικές συνέπειες; Ο οργασμός των συνάψεων μπορεί να περιγραφεί απλώς με τον όρο που χρησιμοποιεί ο Ραυτόπουλος, δηλαδή με το «μοντάζ»; Η δομή της δεν υποστηρίζει και συνθέτει μια σαφή μορφή; Και αυτή δεν εντάσσεται σε -και συγχρόνως ανανεώνει- ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, δηλαδή το έπος; Και ακόμα, η ανθρωπολογική υφή της Ορθοκωστάς, την οποία εντοπίζει ο Ραυτόπουλος, απομένει μετέωρη, αισθητικά αδιάφορη και ανενεργή, δηλαδή λογοτεχνικά αδικαίωτη; Ή, αντίθετα, εδράζει και τροφοδοτεί το ευκρινές μορφικό εγχείρημα μιας επικής σύνθεσης, τον δαιδαλώδη, πολυεπίπεδο, σπαραγματικό, συμπιληματικό  χαρακτήρα της, την καθολική της αξίωση; Όχι, αυτά δεν ενδιαφέρεται να τα διακρίνει, και κυρίως να τα αξιολογήσει ο Ραυτόπουλος, γιατί εκείνο που τον απασχολεί είναι μόνο η ιδεολογία, της (ανθρωπολογικής) «θεματικής» του συγκεκριμένου βιβλίου, και δι’ αυτής η ιδεολογία τής (διαρκούς) καταγγελίας της αριστεράς.
Αλλά η λογοτεχνία παραμένει, πρωτίστως, ένα αισθητικό γεγονός. Και η αριστερά, μια ιστορική διάρκεια.

Υ.Γ. Ελάχιστα γνωρίζω προσωπικά τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, αλλά μου είναι εξαιρετικά συμπαθής. Όμως, η διαδρομή του, ακόμα και τα ογδόντα εννιά του χρόνια, δεν μου επιτρέπουν να αντιμετωπίσω το βιβλίο του με κάποια, ας πούμε, «επιείκεια» -την οποία άλλωστε δεν την έχει ανάγκη-, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε τη μέγιστη προσβολή: το κριτικό του στίγμα, το ίχνος που έχει αφήσει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, είναι ταυτόσημο με την ευθύτητα και το θάρρος της γνώμης, με την «προγραμματική» πολεμική, πράγματα σπάνια και δυσεύρετα, όχι μόνο σ’ εκείνα τα χρόνια αλλά και σήμερα, κυρίως σήμερα. Νομίζω πως έπραξα τα δέοντα.

1 σχόλιο:

Kostas ALEXOPOULOS είπε...

Και φυσικα ουτε λεξη για το μυθιστορημα του Βαλτινου Τρια Ελληνικα Μονοπρακτα, κατα τη γνωμη μου προκειται για κειμενο σταθμος στην ανανεωση της ελληνικης πεζογραφιας. Κυκλοφορησε την ιδια χρονια με το Κιβωτιο του Αλεξανδρου.