26/1/13

Υπαρξιακή και κοινωνική αγωνία

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Ο τρόμος ως απλή μηχανή, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 107

Φοβάμαι ότι θα κοινοτοπήσω λέγοντας, για μία ακόμα φορά, ότι η Δήμητρα Χριστοδούλου  είναι ποιήτρια του βάθους· ότι είναι, όσο λίγοι άλλοι σύγχρονοι ποιητές, εξοικειωμένη με τον επίβουλο κόσμο του βυθού, απ’ όπου συχνά, στην έως τώρα γόνιμη ποιητική της πορεία, ανέσυρε πολύτιμα κοιτάσματα ασπαίρουσας ποιητικής ύλης, επιλεγμένα κατά τις επιταγές του ευάλωτου κι ωστόσο ανθεκτικού -όχι μόνο στα προσωπικά αλλά και στα αλλότρια, συχνά αξεδιάλυτα, δεινά- ψυχισμού της. Και νομίζω ότι σ’ αυτό ακριβώς, το τελευταίο, έγκειται η ιδιοτυπία της ποίησής της· στο γεγονός, δηλαδή, ότι οι συνεχείς καταβυθίσεις της στα έγκατα της ύπαρξης -κάποτε και της ανυπαρξίας, αν θυμηθεί κανείς το βιβλίο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο Προς τα κάτω (1999)- δεν της περιορίζουν τη «θέα» προς τον κόσμο που την περιβάλλει και μέσα στον οποίο βιώνει -με μικρές αναλαμπές αν όχι χαράς πάντως εγκαρτέρησης- την ατομικότητα και την κοινωνικότητά της, την υπαρξιακή μοναξιά της και την, δι’ αυτής, συμμετοχικότητα στα γύρω της τεκταινόμενα.

Αυτός ο διακριτικός και περίτεχνα υποδόριος συγκερασμός ατομικότητας και κοινωνικότητας, υπαρξιακής αγωνίας και κοινωνικού προβληματισμού, στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να χάνει τη διακριτικότητά του, μοιάζει να γίνεται κάπως περισσότερο αντιληπτός, θα έλεγα ευκολότερα εντοπίσιμος, προφανώς εξαιτίας της έξαρσης των πολλαπλών συμπτωμάτων της πάνδημης κρίσης που μαστίζει τον τόπο. Πράγματι, τα περισσότερα ποιήματα, τουλάχιστον αυτά που προσδίδουν το στίγμα ή, εν πάση περιπτώσει, τον κυρίαρχο τόνο στη συλλογή, αποτελούν -στον βαθμό, βέβαια, που το επιτρέπει η ενδιάθετη εσωστρέφεια της ποιήτριας- ανταποκρίσεις σε περισσότερο ή λιγότερο αναγνωρίσιμες πτυχές της περιρρέουσας κοινωνικής ατμόσφαιρας. Ανταποκρίσεις που, στο ποιητικό πεδίο, «κατατίθενται» έχοντας προηγουμένως διεμβολιστεί από συναισθηματικά ιριδισμένες εκπομπές της οδύνης και του νηφάλιου πάθους που διακατέχει το ποιητικό υποκείμενο· και, βέβαια, πάντα πειθήνιες και υπάκουες στις επιταγές τις απορρέουσες από την υφολογική του ιδιαιτερότητα.
Στα περισσότερα ποιήματα συναντά κανείς λέξεις-σύμβολα, λέξεις-οδοδείκτες, φράσεις και όρους αμφίσημους, που δεν περιορίζονται μόνο στην άλλοτε ειρωνική, άλλοτε σαρκαστική και άλλοτε αυτοσαρκαστική υπενθύμιση και κατάδειξη του ηττημένου πνεύματος και της νοσηρής ατμόσφαιρας της εποχής που βιώνουμε, αλλά στοχεύουν και στην επισήμανση της δραματικής μοναξιάς ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Ανθρώπων που, εγκλωβισμένοι στην «κωμωδία των περιστάσεων», με χαμένη την ταυτότητα και τους ρόλους τους λησμονημένους, με τη γλώσσα να αδυνατεί να εκπληρώσει ακόμα και τον απλούστερο επικοινωνιακό της προορισμό, επιμένουν να θέλουν να ζουν κάτω από το άγρυπνο και ανελέητο βλέμμα μιας ανίκανης εξουσίας. Ή «παρίες, άφραγκοι, αμαθείς / Με κάποιον καταχωνιασμένο βιασμό, / Συχνά στο έλεος της Εκκλησίας. Στο κέντρο ενός κόσμου που οι κάτοικοί του είναι ηττημένοι από τα όνειρά τους, ο ρόλος του ποιητή διαφοροποιείται. Δεν βρίσκει ενδιαφέρον στη σύνοψη των ατομικών του παθών και πόθων, τη στιγμή που τον διακατέχει η βεβαιότητα ότι σε δίσεκτους καιρούς η οδύνη μοιράζεται -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αμβλύνεται κιόλας- και η υπέρογκη αίσθηση ότι όλοι αποτελούν ένα σύνολο άστεγων σεισμοπλήκτων, ενώ οι αλλοτινοί μυθικοί μάγοι έχουν υποκατασταθεί από αστυνομικούς απρόσωπους εκπροσώπους μιας ανηλεώς συντεταγμένης κοινωνίας. Οι φιλάνθρωπες εκδοχές της οποίας θυμίζουν αυτόν που «…βγάζει από το ψάρι τα σπλάχνα / Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό». Κι ακόμα, σε έναν κόσμο όπου τα σύμβολα της αλλοτινής ψευδεπίγραφης βεβαιότητας, χαρτονομίσματα, ομόλογα, υποθήκες, στροβιλίζονται σαν φύλλα από τον άνεμο, την πνιγηρή αύρα μιας ακαταπόνητης θλίψης.
Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του ζόφου, σ’ αυτόν τον κόσμο όπου η απελπισία τείνει να γίνει μία αρραγής και συμπαγής ουσία,  «ανοίγουν» κάποιες παρενθέσεις παραμυθίας, στο σύντομο διάστημα των οποίων εκφράζεται η νοσταλγία της ποιήτριας για μιαν άλλη εποχή, όπου τα πράγματα, τα αισθήματα και οι καταστάσεις εκφράζονταν προφυλαγμένα από το ακόμη ανόθευτο όνομά τους («Να ’μουν σ’ έν’ άλλο πρωινό με τα κλαδιά του / Καθώς τρέχουν να κρυφτούν τα ξωτικά» ή: «Να τραγουδώ το φεγγάρι που τρώει / Μαλλί της γριάς σ’ ερείπια υπουργείων»). Κι ακόμα, δεν λείπουν και κάποιες φευγαλέες απόπειρες διαφυγής σε μιαν άλλην πραγματικότητα, απόπειρες νοσταλγικών επιστροφών στον κόσμο της παιδικότητας, όπου οι ήρωες των παραμυθιών, αλώβητοι από τη μόλυνση της φθοράς και του χρόνου, είναι πιο ειλικρινείς και περισσότερο ανθρώπινοι από τους πραγματικούς ανθρώπους («…ίσως και να μιλούν ακόμη / Στη λησμονημένη γλώσσα των ανθρώπων»).
Τα ποιήματα της συλλογής, η ποίηση που απαρτίζουν στο σύνολό τους, αποτελεί έναν ιδιαιτέρως γοητευτικό ποιητικό συνδυασμό προσωπικής οδύνης, υπαρξιακής και κοινωνικής αγωνίας, σαρκαστικής και αυτοσαρκαστικής διάθεσης και πρόθεσης, του απλού και του περίπλοκου. Θα έλεγε κανείς ότι όλ’ αυτά αναρριχώνται φυσικά και αβίαστα στον κορμό της γλώσσας, που είναι ήδη εμπλουτισμένος από βιώματα, εμπειρίες, σκέψεις, αισθήματα και συναισθήματα της ποιήτριας. Με άκρα τρυφερότητα παρακολουθεί και καταγράφει-καταθέτει τα «μέσα» και τα «έξω» τεκταινόμενα, ενώ, παράλληλα, με ταπεινότητα υπερβαίνει και εξυψώνει την ταπεινότητα, αντιμετωπίζοντας τον κόσμο με ένα βλέμμα που αβίαστα συγκατατίθεται στο «μοίρασμα» του αλλότριου πόνου. Αδιαφορώντας για το ποια θα είναι, εντέλει, η αποδοχή της προσφοράς της, η ιδιοποίηση της πρόθεσής της από «ευγενείς, λογίους, καλούς λιμενεργάτες», τη στιγμή που γνωρίζει καλά ότι άλλο δεν της μένει από το να πάει να παίξει με την απελπισμένη καρδιά της.
                                     
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: