1/1/13

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η Πρωτοχρονιά

Ο [γιατρός] Ροΐδης πηγαίνει να εύρει τον ποιητή την πρώτη του χρόνου 1824∙ τον βλέπει όπου γράφει, και απ’ αυτό παίρνει αφορμή να μιλήσει, καθώς έκανε πάντα, για τον εαυτό του. Φαίνεται ότι εκείνη την ημέρα ο Ροΐδης εις την ομιλία του εσυγκεφαλαίωσε όλα του τα παράξενα ιδιώματα∙ όθεν η φαντασία του Σολωμού έλαβε ζωντανήν εντύπωση κι εμόρφωσε τούτη τη σάτιρα, η οποία είναι μια συνοπτική εικόνα του Ροΐδη.

Ιάκωβος Πολυλάς

Ἔντονε!1 μαμουριασμένος
στὰ γαμόπιστα γυρμένος...
Βρέ; ἄφισε τα τὰ σκατά...
Κάμε στρόμπες,2 ἔλα δά...
Σπούδαζε νὰ σὲ στιμάρουνε!3
Βλέπω ’γὼ πῶς μὲ τρατάρουνε!
Τρέχα λάουρες4 νὰ πάρεις—
νὰ πετιέται ὁ Ταβουλάρης
στὰ πλιὸ ὄμορφα, ποὺ λές,
νὰ σοῦ κάνει δυσκολιές,
ἢ νὰ κάνει χὰ χὰ χὰ
τὸ παιδὶ τοῦ Μεσσαλᾶ!

Μοναχὸ νὰ τ' ἀπαντήξω!
στὸν ἀκούτη5 θὰ τοῦ σφίξω
νὰ τοῦ πῶ τὴν κακὴ μέρα του·
ἂς γελάῃ μὲ τὸν πατέρα του,
πού 'ναι κόντες ἀπ' τὴ Μάνη
κι' ἔχει χέρια γιὰ νὰ κάνῃ...
Χὰ χὰ χὰ... ἀνανοήθηκα·
νά στὴν ὥρα ποὺ ἐγεννήθηκα!
Ἔσμπλαξα καὶ τὸν Τερτσέττη
νὰ κοιτάζῃ τὸ Γρασσέττη
—τόμου6 σπάω τὸ λαρυγγά μου
λέοντας τὰ σπροπόζιτά7 μου—
τὸ Γρασσέττη νὰ κοιτάει
καὶ νὰ τοῦ χαμογελάῃ!
Νὰ τσοὺ φίλους ποὺ ἐγκαινιάστηκα
καὶ pour8 δὲν ἐξεκουτιάστηκα!
Γιατί, πιστεψέ μου, ἐγώ,
τόμου ἰδῶ γέλοιο κρυφό,
τόμου ἰδῶ κρυφὴ ματία,
μπαίνω πάντα σ' ὑποψία.
Ἀγκαλά μου, ἐγὼ τὰ φταίω·
—Πές μας βέρσα9. Κι' ἐγὼ λέω.
Αἴ! dottore! μπρέ, νὰ ζῇς,
πές μας πρόζες. Κι' ἐγὼ εὐθύς.
—Πές μας κι' ἄλλα, dottor caro10.
Μπρέ, ἔχω κάψα καὶ κατάρρο!
—Θὰ μᾶς πῇς, δὲν εἶν' τὸ caso
καὶ λέω τόσο ποὺ βραχνιάζω,
καὶ ξυπνάω μέσ' στὴν αὐγή...
Ἄ, ἄ, γύρευε φωνή!
Ὅρσε, μὲ τὸ ρετσιτάρισμα
στὸ λαρύγγι τέτοιο χάρισμα.
Χοῦ, χοῦ, ἀκοῦς; Ἀπομονή!...
καὶ γιὰ μῆνες. Μὰ πὲς τί
γιὰ φωτίκι εὶς πλερωμή μου
τί μοῦ δίνουνε οί νουνοί μου;
Μὲ φορτώνουνται οί sciocconi,11
καὶ παινοῦνε τὸ Μαρώνη!
Τί παινέσματα! Μαχαίρι
νὰ παινᾶς τέτοιο χρυσάφι!
—Ἀγκαλά μου, ὁ Θεὸς τὸ ξέρει
καὶ γιὰ κείνους πόσα γράφει.—
Αἴ. Ἀποφάσισα, θὰ σκάψω
ὅσα ἔχω νὰ τὰ θάψω
καμμία νύχτα σκοτεινὴ
νὰ μὴ λάχῃ καὶ τὰ ἰδῆ
ὁ Ἀντώνης, ἢ μὲ σπλάξη
il mio Nume12 καὶ τ' ἀδράξη.
Κι' ἂς γυρεύῃ στὸ ταβλί μου
ὅποιος θέλει ἢ στὴν αὐλή μου!
Τὰ τρυπώνω; Κι' ἂς τοῦ πῇ
τοῦ Τερτσέττη, ἂν εἶν'καλὴ
τῆς αὐλῆς μου τὰ κρυφὰ
τοῦ κοκκόρου ἡ κουτσουλιά.

[...]

Δὲν μποροῦνε νὰ μὲ ἰδοῦνε·
καὶ τί τσὄκαμα: ἂς τὸ ποῦνε.
Τί νὰ κάμω; δίκιο ἔχουνε...
ὅλοι ξέρουν τὰ κακά μου·
ποιός δὲν ξέρει τὴ γενειά μου;
Κειὸ τὸ ξέρει κάθε μπάμπαλο,
ποὺ ἐγὼ εἶμαι ἕνα σκυλί.
Εἶμαι μὲ τὸν Eliogabalo
πάντα μου φιλὶ—κλειδί.13
Ὁ Τιμπέριος ξαδερφός μου
τόμου ἔρχεται ὀμπρός μου
μ' ἀγκαλιάζει ἀδερφικά,
καὶ λιγώνει ἀπὸ χαρά.
Κάθε νύχτα μήπως πέφτω;
Πάντα προβατῶ καὶ κλέφτω.
Ἔχω ψεύτικα κλειδία
γιὰ νὰ γδένω τὰ μαγαζία,
καὶ πετάω, πρὶν πάω σπίτι,
ἕνα αὐτὶ ἢ καμμία μύτη!
Ὦ, ἔχω πάθος, ἔχω λύσσες
γιὰ ν' ἀββελενάρω14 βρύσες.
[...]
Ἂς τἀφίσουμε, γιατὶ
εἶναι ἡ μέρα ἡ σημερινή.

Σοῦ πανε πολλοὶ τὰ κάλαντα;
Ὥρα δείπνου ἐπῆγα στὴν Κλάδαινα
—ὅτι ἐφέρναν τὴν ἁπλάδαινα—
καὶ γυρίζοντας ἀπάντησα
ταμπουρᾶδες, μαντολιὰ
καὶ κιτάρες καὶ βιολιά.
Κάπου - κάπου ἄκουα per via
καὶ καμμία σιδεροστία·
μ' ἕνα σίδερο σονάρουνε
τὰ βρομόπαιδα τὸ ζάρουνε.
Παίρνουν ὄβολα ὡστόσο
κι' ἐγὼ παίρνω un catriosso15

[...]

Μὴ le cause16, γιατὶ χάνεσαι.
Σοῦ τὰ λέω γιατὶ τὰ αἰσθάνεσαι·
τέτοια ἂς λένε, ἂν ὁρίζουνε,
γιατὶ ἀλλιῶς μοῦ φλυαρίζουνε.
Μὰ σὲ σκότισα: Σηκώνου
κάπου κάπου. Καὶ τοῦ χρόνου!

1 Να τος, 2 βαρελότα, 3 εκτιμούν, 4 διπλώματα, 5 το πίσω μέρος του κεφαλιού, 6 όταν, 7 πειράγματα, 8 όμως, 9 στίχους, 10 αγαπητέ γιατρέ, 11 ανόητοι, 12 ο θεός μου (δηλ. ο Σολωμός), 13 κολλητοί, 14 δηλητηριάζω, 15 μια σταλιά, 16 οι αιτίες

Δεν υπάρχουν σχόλια: