3/11/12

Τάκης Σινόπουλος: αντιφασισμός και αριστερά

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η νεοελληνική ποίηση πάντα ανελάμβανε να διαχειριστεί τα μεγάλα γεγονότα της εποχής της, να μιλήσει για λογαριασμό του έθνους ή της κοινωνίας, αρχής γενομένης από την ιδρυτική της στιγμή, δηλαδή με τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο. Έτσι, ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι από τους ποιητές που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να εμπλακούν στην αφήγηση του Μεγάλου Πολέμου, και μάλιστα στην ελληνική του ιδιαιτερότητα, δηλαδή ενταγμένοι μέσα στην παρατεταμένη δίνη της ιστορίας, ως συμμέτοχοι, ακόμη και ως συνεργοί, χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής.
Ένα σχεδόν αγνοημένο, και σίγουρα απωθημένο, αλλά πάντως χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ποίηση του Τάκη Σινόπουλου. Καταχωρημένος στη χορεία των «δεξιών», που αμήχανα και αστόχαστα χαρακτηρίστηκαν ως «υπαρξιακοί ποιητές», από τη γνωστή, ρηχή και λάιτ «αριστερή» φλυαρία που επί δεκαετίες υποδυόταν τη λογοτεχνική κριτική, παραμένει μετέωρος φιλολογικά, ακόμα και σήμερα.

Όμως, η στιγμή την επίσημης εμφάνισής του στην ποίηση είναι τον Οκτώβριο του 1944, όταν στο περιοδικό Φιλολογικά χρονικά δημοσιεύεται το ποίημα «Ελπήνωρ» (τχ. 17-19, σελ. 197-198), με τον πρώτο στίχο να ορίζει την εποχή, την εικόνα της, την ποίησή του: «Τοπίο θανάτου». Όπως δηλώνει ο ίδιος ο ποιητής το 1965, όταν δηλαδή «θεματολογικά» επανέρχεται στη δεκαετία του ‘40 με τον Νεκρόδειπνο, το ποίημα «Ελπήνωρ» οφείλει την έμπνευσή του στον φίλο του, επίσης ποιητή, Φώτο Πασχαλινό: «Θα επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942 [1943]. Ήταν ο Φώτος Πασχαλινός [Θεοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον ‘Ελπήνορα’. Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου» (Μιχάλης Πιερής, Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, Ερμής, 1988). Να προσθέσουμε πως και ο ίδιος ο Σινόπουλος, το καλοκαίρι του 1942, συλλαμβάνεται από τις ιταλικές αρχές με την κατηγορία του αντιστασιακού, φυλακίζεται για 40 μέρες και περνά από στρατοδικείο στην Τρίπολη, όπου αθωώνεται.
Επίσης, στο επόμενο τεύχος του περιοδικού Φιλολογικά χρονικά (τχ. 20-24, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1944, σελ. 274-76), δημοσιεύονται δύο ποιήματα του Σινόπουλου, αφιερωμένα μάλιστα στη μνήμη του Φώτου Πασχαλινού, τα οποία εντάσσονται αβίαστα στο κλίμα της αντιστασιακής ποίησης.

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
In memoriam Φ. Πασχαλινού

Μέρες του 1941

Άδεια τα μπαρ, τα ρεστωράν∙ χνώτα, κοπριές αλόγων,
Μπύρα, τυρόπητες, φανάρια κόκκινα, ανοιχτές πληγές
Πάνω στις εκκλησιές ο βρωμερός αγκυλωτός σταυρός...
Ω Αθήνα τυφλωμένη απ’ τους πολεμιστές
Του Τρίτου Ράιχ.
Οι δρόμοι αχνίζουν. Μαύρος ίδρωτας.
Περνάνε οι φίλοι μες στις αλυσίδες και χαμογελάνε
Με μια σημαία βαμμένη στο αίμα της καρδιάς, με μάτια
Γεμάτα απ’ της Αγγλίας το γκρίζον ουρανό
Ω Αθήνα, Αθήνα...
Μουδιάσανε τα δάχτυλα που έσφιγγαν τη σκαντάλη.
Οι λόγχες σκούριασαν και τα παράσημα.
Τώρα πονάω, πονάω πολύ. Βρωμιά, πείνα και παγωνιά.
Ποτάμι θάλασσα μες στην ψυχή μου η κρύα φοβέρα.
Πού να γυρέψω τη στοργή;
Τον έρωτα πού να γυρέψω, ω μάνα Αθήνα;
Πού είστε πρωϊά κρυσταλλιασμένα, καφφενεία με τις ζεστές γωνιές;
Χαρούμενες κοπέλλες των καταστημάτων πού είστε;
Ποια πάρκα γυμνωμένα αναπολούν τα τρυφερά σας μέλη;
Το βράδυ θα καθίσουμε στου Adams με τους αλλοτινούς συντρόφους
Αλλοτινοί σύντροφοι πού είστε;
Πού γυρίζετε γυμνοί στα χιονισμένα
Της Αλβανίας τα βουνά;
Κύματα κύματα γερμανικά, σίδερα, κράνη και στολές
Τι με κυττάς Αθήνα, Αθήνα
Γύρω κραυγές ξεσκίζουν την Πατρίδα μου Uber Alles...
Ψηλά στον Παρθενώνα στην Ακρόπολη Uber Alles...
Μπότα, σπαθί και βούνευρο Uber Alles.
Πονάω, πονάω πολύ, ω νυχτιά λεπρή.
Πόλη ξευτελισμένη Αθήνα, Αθήνα, Αθήνα...
Στο βράχο του Λυκαβηττού βαρβάτος, ξέφρενος
Ουρλιάζει ο Ζίγκφριντ. ΝΕΑ ΤΑΞΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΝΕΑ ΤΑΞΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΝΕΑ ΤΑΞΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Κι ένα απόσπασμα από το δεύτερο ποίημα:
Ανταρσία
Στα στήθια μου τρακόσα λάβαρα/ Κι’ η γη σαλεύει σύγκορμη από τον αγέρα/ Παρόν μέλλον και παρελθόν συντρίβονται/ στης μνήμης μου τα βράχια. Των νεκρών/ τα σήμαντρα βογγάνε στον ορίζοντα./ Νύχτα και τρόμος. Γονατίστε.// Στα μάτια μου χτίζουν φωληές μαύρα κοράκια[...]// Μονάχος τώρα! άκου καρδιά/ τα βήματα σφυροκοπούν τη γη/ Άκου καρδιά μου. Έρχονται οι δολοφόνοι./ 1941
Η χρονολόγηση του δεύτερου ποιήματος, «1941», δεν νομίζω πως αντιστοιχεί στη χρονολογία της συγγραφής του. Πρώτα απ’ όλα ο τίτλος, «Ανταρσία», δεν μπορεί να είναι του 1941 αλλά μεταγενέστερος, ενώ τα συμφραζόμενα, π.χ. «μαύρα κοράκια», η αφιέρωση στον Φώτο Πασχαλινό, καθώς και το κλείσιμο, «Έρχονται οι δολοφόνοι», δεν παραπέμπουν στη στιγμή της κατάκτησης της χώρας αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο. Αφού όμως το ποίημα δημοσιεύεται στο τέλος του 1944, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι προστέθηκε η ένδειξη «1941», γιατί αλλιώς θα διαβαζόταν μέσα στο φόντο του πρελούδιου των εμφύλιων συγκρούσεων.
Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο τοπίο της μεταπολεμικής ποίησης, ο Σινόπουλος δεν περιλαμβάνεται στην ομάδα των πολιτικών (κοινωνικών) ποιητών, ούτε βέβαια σε αυτή των σουρρελιστών ή σουρρεαλιζόντων, αλλά σε εκείνη των «υπαρξιακών ποιητών». Περνώντας όμως τα χρόνια, αυτές οι κατηγοριοποιήσεις υποχωρούν ως ταυτοτικοί προσδιορισμοί και δίνουν τη θέση τους σε άλλους, που ανταποκρίνονται καλύτερα στην εικόνα που σιγά σιγά προβάλλει μέσα από τα πράγματα, ενόσω μεγαλώνει η απόσταση, τόσο από τα ίδια τα «ποιητικά γεγονότα» όσο και από τη στιγμή της πρώτης περιγραφής τους. Προϊόντος του χρόνου, απλώς εκπίπτει εκείνο το σχήμα που υποδύθηκε την «αριστερή» αφήγηση της ποίησης του μεταπολέμου, αφήγηση που δεν ήταν και τόσο «αθώα». Απωθώντας το παράδειγμα του Σινόπουλου, στρεβλώνοντας το ποιητικό και πολιτικό του στίγμα, έδινε άπλετο χώρο στον αισθητικά άνευρο, δηλαδή ποιητικά ακίνδυνο, λόγο των αριστερών ποιητών, «χαρίζοντας» έτσι τον ακραιφνή μοντερνισμό τού Σινόπουλου στην «άλλη πλευρά». Αλλά και σε αυτό το πλαίσιο όπου βιαίως εντάχθηκε, έπρεπε να υποτονισθεί η πολιτικότητα της ποίησης του, γιατί αλλιώς κινδύνευε να αποτελέσει μέτρο αξιολόγησης της σεφερικής αποστασιοποίησης από τα ιστορικά δρώμενα. Δύσκολο πράγμα οι καθεστωτικές ισορροπίες της κεντροαριστεράς...  
Όμως αυτοί οι χειρισμοί δεν αντέχουν να περιλάβουν τα δύο αντιστασιακά ποιήματα του Σινόπουλου, ούτε, κυρίως, το ιστορικό βίωμα, που «σφράγισε αποφασιστικά» ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του, ούτε βέβαια και το ποιητικό του σύνθεμα Νεκρόδειπνος, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι το εμβληματικότερο ποίημα του ελληνικού εμφυλίου, και μάλιστα προκύπτει από διεργασίες εντός της αριστερής διανόησης της εποχής.
Γιατί η ανάγνωση και αφήγηση του αντιφασισμού διαυγάσθηκε μέσα από την ανάγνωση και αφήγηση του εμφυλίου. Με αυτές τις παραμέτρους θα πρέπει να διαβαστεί και το «μεγαλύτερο μέρος» της ποίησης του Σινόπουλου, και μάλιστα αντιστικτικά με το έργο άλλων, π.χ. με την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου ή την Κάθοδο των εννιά του Θανάση Βαλτινού.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
Έλενα Χασαλεύρη- Μια ιστορία για τον Gregor Samsa(λεπτομέρεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: