6/10/12

Αναμοχλεύοντας την κρίση

Περί της γοητείας και της εγκυρότητας των οικονομικών θεωριών

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

PAUL KRUGMAN, Τέλος στην ύφεση τώρα!, μετάφραση Τίνα Θέου, εκδόσεις Πόλις, σελ. 269

Η οικονομική επιστήμη έχει γίνει συναρπαστική στα χρόνια της κρίσης. Η αλήθεια και η εγκυρότητα των οικονομικών υποδειγμάτων δοκιμάζεται σε πρωτόγνωρες κοινωνικές συνθήκες. Όμως συμβαίνει και κάτι παραπάνω. Παρόλο που οι κοινωνίες των «αποκάτω» υποφέρουν και ο κόσμος της εργασίας συνθλίβεται, υπάρχει ακόμα χώρος για απολαυστικές «πολυτέλειες». Ο κόσμος που υποφέρει και τα βγάζει πέρα πολύ δύσκολα, μέσα στη φθίνουσα καθημερινότητά του, θέλει να μάθει και τι του συμβαίνει. Το περίεργο δεν είναι ότι θέλει να μάθει τι του συμβαίνει  αλλά το ότι θέλει να μάθει τι του συμβαίνει με έναν κομψό και έξυπνο τρόπο αφήγησης. Γι’ αυτό και, τελευταία, τα οικονομικά κείμενα έχουν αναβαθμιστεί ως προς τον τρόπο που εξιστορούν την κρίση, τις αιτίες της και τις πιθανές λύσεις. Στους καιρούς μας, τα οικονομικά βιβλία ευρείας αναγνωσιμότητας είναι περισσότερο λογοτεχνία παρά οικονομική επιστήμη. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό!   
Το Τέλος στην ύφεση τώρα! του Πωλ Γκρούγκμαν είναι ένα τέτοιο συναρπαστικό βιβλίο. Αποτελεί, ταυτόχρονα, μια εύληπτη εισαγωγή στις βασικές θεωρίες για τις αιτίες της κρίσης, μια κατατοπιστική επεξήγηση των διαφωνιών μεταξύ των οπαδών της ύφεσης και των υποστηρικτών της ανάπτυξης στις ΗΠΑ, μια διαφωτιστική ακτινογραφία της λειτουργίας των οικονομικών θεσμών (κεντρική τράπεζα, δημόσιος προϋπολογισμός κλπ) και μια σύντομη αλλά εξαιρετικά περιεκτική ανασκόπηση του ευρωπαϊκού προβλήματος. Ας αναφέρουμε δύο από τις πιο ουσιαστικές επισημάνσεις του Γκρούγκμαν, που αποτελούν και ισχυρές πολιτικές επιχειρηματολογίες ενάντια στους υποστηρικτές της λιτότητας.
Η πρώτη αφορά στη μαζική ανεργία και στο είδος της οικονομικής πολιτικής που την προκαλεί. Ο Γκρούγκμαν εξηγεί πειστικά  πως τα φαινόμενα της μαζικής ανεργίας δεν οφείλονται ούτε στις ανισορροπίες της αγοράς εργασίας, ούτε σε συνθήκες σπάνης ειδικοτήτων και δεξιοτήτων. Οφείλονται στις υφεσιακές πολιτικές. Διαφωνεί με κάθε ενεργό πολιτική απασχόλησης[1] και τις θεωρεί σπατάλη πόρων. Αντίθετα, και κόντρα με τις συνήθεις εξεζητημένες θεωρίες περί “έξυπνης” ανάπτυξης, ελαστικής απασχόλησης, ενεργού γήρανσης κλπ, πιστεύει πως η κατάλληλη επεκτατική πολιτική θα επιφέρει, μαζί με έναν ικανοποιητικό ρυθμό μεγέθυνσης, και τις λύσεις στα ζητήματα της ανεργίας, μέσω της αυθόρμητης κινητοποίησης των πόρων του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό δεν «παράγεται» αλλά «βρίσκεται», γιατί είναι ήδη παρόν στην αγορά εργασίας και περιμένει την αξιοποίησή του από μια ανοδική οικονομία.
Η δεύτερη, έχει σχέση με την εξήγηση που δίνει ο συγγραφέας για το γεγονός πως οι υποστηρικτές της λιτότητας κυριαρχούν, παρά την εξόφθαλμα αρνητική, για την άποψη τους, οικονομική συγκυρία. Πρόκειται για μια ερμηνεία που έρχεται να αντικαταστήσει τη φυσιολογική απουσία μιας ταξικής ανάλυσης από το έργο ενός κευνσιανού. Ο Γκρούγκμαν ισχυρίζεται πως το συντηρητικό οικονομικό δόγμα που κυριαρχεί ασκεί γοητεία στους κατέχοντες την πολιτική εξουσία, αφενός γιατί εκλογικεύει την κοινωνική αδικία, αφετέρου γιατί υποστηρίζει τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και κυρίως των πιστωτών. Είναι τα συμφέροντα εκείνων που δανείζουν, που έχουν ανάγκη από έναν εξαιρετικά χαμηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια και δημοσιονομικές πολιτικές εξυπηρέτησης των χρεών και όχι της ανάπτυξης.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να δούμε τον “σκληρό” πυρήνα της νεοκευνσιανής ανάλυσης του Γκρούγκμαν για τη σημερινή κρίση. Ο Γκρούγκμαν δεν θεωρεί ότι το χρέος, γενικά, έχει κάποια σοβαρή μακροοικονομική επίπτωση. Στις κανονικές συνθήκες, το χρέος του ενός, του δανειζόμενου, αποτελεί εισόδημα του άλλου, του δανειστή. Όταν ένα οικονομικό υποκείμενο δανείζει κάποιο άλλο, του “μεταγγίζει” αγοραστική δύναμη που τη χάνει το ίδιο προσωρινά. Έτσι, το συνολικό αποτέλεσμα είναι μηδενικό ως προς το επίπεδο της ενεργού ζήτησης. Το υψηλό χρέος αρχίζει και δημιουργεί προβλήματα όταν, λόγω της παγίδας ρευστότητας[2], όλοι οι οικονομικοί παράγοντες προσπαθούν να μειώσουν τα χρέη τους[3] (απομόχλευση) ταυτόχρονα. Αυτή η μαζική απομόχλευση, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το χρέος του ενός αποτελεί εισόδημα του άλλου, οδηγεί την οικονομία στην ύφεση. Δουλειά της δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνθήκες παγίδας ρευστότητας, είναι να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες και να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική (τύπωμα χρήματος) για να χρηματοδοτήσει τα δημόσια ελλείμματα. Σε συνθήκες απομόχλευσης, το δυναμικό ζήτησης που χάνεται από αυτούς που αποπληρώνουν τα δάνειά τους δεν αντικαθίσταται πλήρως από αυτούς που εισπράττουν τις αποπληρωμές των δανείων. Γι’ αυτό χρειάζονται οι αυξημένες κρατικές δαπάνες, για να καλύψουν το κενό της ζήτησης. Η κευνσιανή θεωρία ταυτίζεται σε αυτό σημείο με τη νεοκλασική (μονεταριστική) θεωρία. Η τελευταία θεωρεί πως η ποσότητα του χρήματος είναι μια εξωγενής μεταβλητή. Για την πρώτη, εξωγενής μεταβλητή θεωρείται το επίπεδο των κρατικών δαπανών, δηλαδή το κράτος μπορεί να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες κατά το δοκούν. Η προσέγγιση του Γκρούγκμαν εμπλουτίζει την κλασική κευνσιανή προβληματική, συνθέτοντας τις δύο εξωγενείς μεταβλητές. Και το κράτος μπορεί, αν θελήσει, να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες και η κεντρική τράπεζα μπορεί να τυπώσει χρήμα, από το πουθενά, για να αγοράσει κρατικά ομόλογα.   
Η παραπάνω ανάλυση του Γκρούγκμαν έχει αντιφατικά αποτελέσματα. Μπορεί να εκσυγχρονίζει την κευνσιανή απάντηση στα νεοκλασικά θέσφατα, αλλά παράλληλα αποκαλύπτει και τις δικές της αδυναμίες. Η φράση «Τέλος στην ύφεση τώρα!» μπορεί να ακούγεται σαν μια πολεμική ιαχή της λογικής επιστήμης απέναντι στον παραλογισμό των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά αφήνει να φάνουν και τα επιστημονικά και πολιτικά όρια της κευνσιανής θεωρίας.
Εκείνο που λέει η κευνσιανή θεωρία, και επαναλαμβάνει μετ’ επιτάσεως ο Γκρούγκμαν, είναι πως οι κρατικές δαπάνες επιδρούν στη συνολική ζήτηση και στο εθνικό εισόδημα. Δεν λέει όμως τίποτα για την επίδραση των κρατικών δαπανών στην αναπαραγωγή της οικονομίας στο σύνολό της. Είναι πολύ πιθανό κάποιες από τις κρατικές δαπάνες να βλάπτουν τις γενικότερες συνθήκες αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας και γι’ αυτό να πρέπει να μειωθούν. Για παράδειγμα, οι μεταβιβάσεις δημόσιου χρήματος προς τις τράπεζες, για την ανακεφαλαιοποίηση τους, αυξάνουν τις κρατικές δαπάνες, σώζουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά διαβρώνουν τη μακροπρόθεσμη ικανότητα της οικονομίας να μπορεί να αντεπεξέρχεται σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Μια τέτοια πιθανότητα δεν την εξετάζει ο Γκρούγκμαν και μάλλον δεν τον ενδιαφέρει. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι απλώς η αύξηση των κρατικών δαπανών[4]. Αντίθετα, ένας άλλος μεγάλος οικονομολόγος, ο Μίνσκι[5], θεωρεί πως οι κρατικές δαπάνες πρέπει, κυρίως, να κατευθύνονται στο σχηματισμό νέου κεφαλαίου παρά στην ενίσχυση–διάσωση της ζήτησης και του υφιστάμενου τραπεζικού κεφαλαίου.
Μια άλλη βασική αδυναμία της ανάλυσης του Γκρούγκμαν είναι και η άγνοια της ενδογένειας του χρήματος. Η ποσότητα του χρήματος επηρεάζεται άμεσα από την λειτουργία του εμπορικού τραπεζικού συστήματος. Κάθε φορά που μια εμπορική τράπεζα δίνει ένα δάνειο, αυξάνει την ποσότητα του χρήματος (αύξηση και όχι απλή μεταφορά αγοραστικής δύναμης, όπως συμβαίνει στο μοντέλο του εξωγενούς χρήματος του Γκρούγκμαν) και κάθε φορά που εισπράττει τοκοχρεολύσια αποσύρει ποσότητα χρήματος. Ο συνδυασμός της ενδογένειας του χρήματος με το επίπεδο του χρέους είναι οι πραγματικές δυνάμεις, που καθορίζουν τη μαζική απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα. Το υψηλό επίπεδο του χρέους επηρεάζει τα μακροοικονομικά μεγέθη και όχι η παγίδα ρευστότητας. Κάθε φορά που ένα επίπεδο χρέους αξιολογείται διαφορετικά ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί, είναι δυνατόν να ξεσπάσει μαζική τάση απομείωσης χρεών και επισφαλειών, είτε υπάρχει παγίδα ρευστότητας είτε δεν υπάρχει. Κάθε φορά που απελευθερώνεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας και αυξάνονται οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες, αυξάνεται η προσφορά του χρήματος και η μόχλευση. Κάθε φορά που η μελλοντική παραγωγή και τα προσδοκώμενα κέρδη φαίνεται να μην επαρκούν για περαιτέρω δανεισμό ή και για την αποπληρωμή του υφιστάμενου δανεισμού, αρχίζει μια περίοδος έντονης απομόχλευσης. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι μια τέτοια περίοδος μπορεί να κρατήσει μια δεκαετία ή και παραπάνω. Λόγω της μαζικής απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα, λόγω δηλαδή της ενδογενούς μείωσης της ποσότητας χρήματος, οι δημοσιονομικές πολιτικές ελλειμμάτων και οι νομισματικές πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης καθίστανται πολύ λιγότερο αποτελεσματικές, καθότι δεν επαρκούν για να αντιστρέψουν τη μείωση της ποσότητας του χρήματος που οφείλεται στον ιδιωτικό τομέα[6].
Κατά συνέπεια, δεν αρκούν μόνο οι αυξημένες κρατικές δαπάνες αλλά χρειάζεται να ξέρουμε και το πού θα κατευθυνθούν, τι θα χρηματοδοτήσουν. Δεν αρκεί μόνο η ποσοτική χαλάρωση, χρειάζεται δραστική μείωση του όγκου του χρέους και παρέμβαση στην ενδογενή μεταβλητή του χρήματος. Η ακύρωση χρεών, τα νέα συστήματα φορολόγησης του πλούτου, τα δημόσια τραπεζικά συστήματα, η δημόσια και με κοινωνικό έλεγχο επιχειρηματικότητα, είναι μερικά από τα όπλα μιας άλλης ριζοσπαστικής προσέγγισης. Όμως η λειτουργία τέτοιων οικονομικών εργαλείων δεν συνιστά απλώς μια άλλη οικονομική πολιτική μεταφοράς αγοραστικής δύναμης από κοινωνική ομάδα σε κοινωνική ομάδα, αλλά μια ισχυρή μετατόπιση πολιτικής ισχύος μεταξύ κοινωνικών τάξεων.
         
Ο Πέτρος Σταύρου είναι οικονομολόγος


[1]Ενεργός πολιτική απασχόλησής είναι η εντατική προσπάθεια για επίτευξη ισορροπίας σε πολλά σημεία της αγοράς εργασίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ειδικοτήτων. Αποκαλείται ενεργός διότι αντιτίθεται στις παθητικές – επιδοματικές πολιτικές με άλλα εργαλεία όπως είναι η κατάρτιση.    
[2] Παγίδα ρευστότητας είναι η κατάσταση κατά την οποία τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας είναι σχεδόν μηδενικά και η νομισματική πολιτική είναι πλήρως αποδυναμωμένη, καθότι τα επιτόκια δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω. Μηδενικά ονομαστικά επιτόκια με αρνητικό πληθωρισμό σημαίνει υψηλά πραγματικά επιτόκια κάτι που ωφελεί τους δανειστές και βλάπτει τους δανειζόμενους.
[3] Μόχλευση είναι η διαδικασία ανάληψης χρέους για επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Απομόχλευση είναι το αντίθετο.
[4] Ανάλογη επιστημονική κουβέντα είχε ξεκινήσει και στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Δες  στο Γιώργος Σταμάτης: «Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου», Περιοδικό Θέσεις, τχ. 6
[5] Hyman Minski: Can it happen again? A Reprise, 1982
[6] Ένα επίσης απολαυστικό βιβλίο είναι και το Debunking Economics του Steve Keen, μια δριμύτατη επίθεση στα νεοκλασικά οικονομικά και στις «εξωγενείς» ερμηνείες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: