13/10/12

Τηλέμαχος Χυτήρης, Λευτέρης Παπαδόπουλος και Νίκος Αλέφαντος


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Πριν λίγες μέρες, πέφτω πάνω στην τηλεοπτική εκπομπή «Στα άκρα», αφιερωμένη στον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Όπως γίνεται σε όλες τις εκπομπές-πορτρέτα, κάποια στιγμή παρεμβαίνουν κάποιοι φίλοι ή γνωστοί τού συνεντευξιαζόμενου, λέγοντας τη γνώμη τους γι’ αυτόν, δηλαδή πλέκοντας το εγκώμιό του. Πράγματα αναμενόμενα, μέσα στην τυπολογία μιας εκπομπής αυτού του είδους. Αναμενόμενη και η κορώνα, σε κάθε συνέντευξη ή κείμενο που αφορά έναν στιχουργό: δεν είναι «απλώς» στιχουργός, αλλά ποιητής...
Αναμενόμενη επίσης και η θέση από την οποία εκκινούν τα «καυστικά» λογοτεχνικά σχόλια επ’ αυτού του θέματος, τα οποία διαμαρτύρονται για τη διασταλτική απόδοση της ποιητικής ιδιότητας, προβαίνοντας σε μια εύκολη σύγκριση στιχοποιίας και ποίησης, όπου η πρώτη «ζυγίζεται» ως υποδεέστερη έναντι της δεύτερης, γεγονός που επιτείνει το γνωστό «άγχος ταυτότητας» των στιχουργών. Αλλά τώρα πια η μεταμοντέρνα συνθήκη έχει καταργήσει, όπως θρυλείται, κάθε διάκριση «υψηλού» και «χαμηλού». Θα ήταν λοιπόν ντεμοντέ η υπεράσπιση μιας αμφίβολης «καθαρότητας» και υπεροχής.

Θα θυμίσω όμως τη στάση του Νίκου Γκάτσου, ποιητή ενός μόνο αλλά επαρκούς ποιήματος, δηλαδή της «Αμοργού», ο οποίος, όταν όλες μαζί οι σειρήνες των FM και των πολιτιστικών σελίδων των εφημερίδων, εκστασιασμένες και λιγωμένες, παραληρούσαν με τα τραγούδια του, χαρακτηρίζοντάς τα, αφειδώς και επαναληπτικά, ως ποιήματα, αυτός απλώς μειδιούσε, με εκείνη την αρκαδική αριστοκρατικότητά του, γιατί ήξερε πολύ καλά τι είναι ποίηση και τι είναι στιχοποιία. Έγραψε δε την εξαιρετική «Αμοργό», αλλά και εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών, ακριβώς γιατί γνώριζε, αλλά και εμπέδωνε τη διαφορά τους. Διαφορά μιας τέχνης, δηλαδή της πληρότητάς της, από ένα μόνο στοιχείο μιας άλλης τέχνης, το οποίο δεν νοείται αυθύπαρκτο.
Ένα καλό τραγούδι του Χατζιδάκι, σε στίχους Γκάτσου, καλλιτεχνικά δεν είναι υποδεέστερο από ένα ποίημα, εν προκειμένω από το μοναδικό ποίημα του Γκάτσου, την «Αμοργό». Αλλά είναι το τραγούδι που συγκρίνεται με το ποίημα, και όχι «τα λόγια» του, όπως χαρακτηρίζουν τους στίχους οι επαγγελματίες του χώρου. Μάλιστα, ένα εξαιρετικό τραγούδι δεν προϋποθέτει εξαιρετικούς στίχους: αρκεί κανείς να διαβάσει τα «λόγια», δηλαδή το λιμπρέτο της διασημότερης όπερας, της «Κάρμεν», λιμπρέτο που βρίθει από αφέλεια και κοινοτοπία. Γιατί οι στίχοι γράφονται ως υλικό για το είδος τέχνης «τραγούδι», δηλαδή για ένα μουσικό κομμάτι, το οποίο περιέχει «και λόγια». Σήμερα δε, με τα βιντεοκλίπ, το κάθε τραγούδι περιέχει «και εικόνα».
Μπορούμε όμως να αγνοήσουμε κάποιο από τα στοιχεία του τραγουδιού; Η ορχηστρική εκτέλεση ενός τραγουδιού τού Χατζιδάκι μας δίνει το ίδιο «ακροαματικό» αποτέλεσμα; Μάλλον όχι, αλλά κυρίως γιατί αυτό το μουσικό κομμάτι το έχουμε ήδη εισπράξει με στίχους. Το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» δεν διαθέτει στίχους, γεγονός που όμως δεν το εμπόδισε να γίνει διάσημο. Αν δε, σε λίγα χρόνια, ένα μουσικό κομμάτι φθάσει να ταυτίζεται με το βιντεοκλίπ του, αυτό δεν καθιστά το τραγούδι μια μουσική ταινία μικρού μήκους. Το τραγούδι είναι ήχος, έτσι παράγει το καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα, όσα άλλα στοιχεία και να ενσωματώνει, και όχι μόνο λόγια και εικόνα, αλλά π.χ. και το χορό. Αντίστοιχα, η ποίηση είναι λόγος, κείμενο, όσα στοιχεία και χαρακτηριστικά να διαθέτει, όπως ο ρυθμός και η μουσικότητά της. Πρόκειται όμως για το ρυθμό και τη μουσικότητα ενός ποιήματος, που έχει τεράστια, ειδολογική διαφορά, δηλαδή διαφορά γλώσσας, από το ρυθμό και τη μουσικότητα ενός τραγουδιού.
Τι γίνεται όμως με τη μεταμοντέρνα συνθήκη και την άρση της διαφοράς «υψηλού» και «χαμηλού»; Ναι, δεν νοείται πλέον καμιά διαφορά μεταξύ «υψηλής», δηλαδή κατά την κοινή συνείδηση «κλασσικής» μουσικής, και του λαϊκού τραγουδιού. Όλα είναι ίδια λοιπόν; Όλα είναι τέχνη; Όχι βέβαια! Έχουν γραφεί χιλιάδες, καλλιτεχνικά αποτυχημένα συμφωνικά έργα, όπως και δισεκατομμύρια τραγουδάκια που δεν διαθέτουν καμιά καλλιτεχνική αξίωση. Όμως υπάρχουν και τραγούδια (απολύτως λαϊκά, όχι κατ’ ανάγκην «έντεχνα»...) που συνιστούν μουσικά έργα τέχνης. Για την άρση αυτής της διάκρισης πρόκειται λοιπόν, για την αναίρεση του πολιτισμικού ρατσισμού απέναντι σε αυτά τα τραγούδια. Δηλαδή, για τη θεωρητική νομιμοποίηση και την αξιολογική αποτίμηση τέτοιων τραγουδιών, και γενικότερα μουσικών κομματιών, ως έργων τέχνης, ανεξαρτήτως του μουσικού είδους στο οποίο εμπίπτουν. Με ένα και μοναδικό κριτήριο: αν όντως «κομίζουν εις τέχνην». Ταυτόχρονα, η κατάργηση της σχέσης «υψηλού»-«χαμηλού» μας δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουμε απλώς «σκουπίδια», δηλαδή παντελώς αδιάφορα για την τέχνη της μουσικής, άπειρα συμφωνικά και άλλα σοβαροφανή έργα, τα οποία μέχρι τώρα ευρίσκοντο στο απυρόβλητο. (Η άρση αυτής της βαθιά εξουσιαστικής σχέσης, που κυριάρχησε και χαρακτήρισε την περίοδο της νεωτερικότητας, αφορά όλες τις τέχνες, αλλά επίσης και τη λαϊκίστικη εκδοχή του μεταμοντερνισμού, η οποία σκουπίδια παράγει, έστω κι αν επικαλείται την «εκφραστική ελευθερία» ή το όποιο κύρος μιας ομόλογης ακαδημαϊκής διδασκαλίας).
Ναι, αλλά τι γίνεται με τη μίξη των ειδών, χαρακτηριστικό κι αυτό της μεταμοντέρνας συνθήκης; Για ποια «μίξη» μιλάμε όμως; Για παράδειγμα, οι μελοποιήσεις ποιημάτων, από τον Θεοδωράκη και τόσους άλλους, είναι αποτέλεσμα κάποιας «πρωτοποριακής μεταμοντερνιάς»; Όχι βέβαια. Σε αυτή την περίπτωση, η μουσική χρησιμοποιεί τα «λόγια» της ποίησης, στη θέση του λιμπρέτου. Ακόμα κι όταν η μουσική, πέρα από «τα λόγια», αντλεί από το ποίημα και άλλα, π.χ. αισθητικά στοιχεία του, το τελικό αποτέλεσμα είναι πάλι ένα μουσικό έργο. Έτσι κρίνεται και έτσι λειτουργεί. Το ποιητικό έργο, ως αναγνώσιμο είδος, παραμένει ουσιωδώς διαφορετικό. Δηλαδή, έχει εντελώς άλλη λειτουργία στο αισθητήριο του αναγνώστη, απ’ ό,τι το τραγούδι στο αισθητήριο του ακροατή. Όσοι, δε, νομίζουν ότι «γνωρίζουν» την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη ή του Ρίτσου, έχοντας ακούσει τις «μελοποιήσεις» των ποιημάτων τους, ας δοκιμάσουν να τα διαβάσουν. Αν καταφέρουν να διώξουν από τα αυτιά τους τον ήδη εμπεδωμένο ήχο του τραγουδιού (πράγμα εξαιρετικά δύσκολο), θα δουν τη διαφορά.
Άλλωστε, συχνά έχουμε περισσότερες της μίας μελοποιήσεις, αρκετών τραγουδιών. Πριν από κάποιο καιρό, αναφέρθηκα σε μια λανθάνουσα μελοποίηση των «Μοιραίων» του Βάρναλη, από τον Κωστή Χαιρόπουλο. Πρόκειται για ένα άλλο τραγούδι, που αποτυπώνει τελείως διαφορετικά τα «λόγια» του ποιήματος. Ποιο τραγούδι αποδίδει «αυθεντικά» το ποίημα; Κανένα απ’ τα δύο. Παρ’ όλα αυτά, και τα δύο νομιμοποιούνται ως τραγούδια «πάνω στα λόγια» του ποιήματος, μαζί βέβαια με τις άπειρες, αυτοσχέδιες εκτελέσεις και διασκευές, που έχουν λάβει χώρα ανά τις ταβέρνες της επικράτειας. Όμως, ο ποιητικός λόγος του Βάρναλη βρίσκεται μόνο στα βιβλία του.
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος την αφελή, και δεόντως λαϊκίστικη αξίωση, δηλαδή να ψωνίζουμε «δύο σε ένα», (μουσική μαζί με ποίηση, την οποία άλλωστε βαριόμαστε να τη διαβάσουμε...). Η περιβόητη μίξη των ειδών αφορά συγκεκριμένα αισθητικά προτάγματα, που υλοποιούνται με επίσης συγκεκριμένους τρόπους. Είναι μια άλλη, ανοιχτή συζήτηση, μια διαρκής καλλιτεχνική πρόκληση, που υπάρχει τουλάχιστον από την εποχή που γράφτηκαν τα πρώτα πεζόμορφα ποιήματα, ή στα καθ’ ημάς η «Γυναίκα της Ζάκυθος». Πρόκειται, δηλαδή, για μια αναζήτηση επί της μορφής (η διαφορά αισθητικής και «περιεχομένου» επίσης δεν έχει καταργηθεί), και για μια συζήτηση άλλης τάξης (ούτε αυτή η διαφορά, θεωρίας και κοινοτοπίας, έχει καταργηθεί...). Αλλιώς, θα έπρεπε να θεωρήσουμε πως ο Γιώργος Ζαμπέτας, όταν τραγουδούσε «και η βρόχα έπεφτε - right through», εγκαινίαζε το ραπ... Αντίστοιχα, θα έπρεπε να θεωρήσουμε τον Σολωμό μεταμοντέρνο. Οι μορφές στην τέχνη δεν παρθενογεννούνται βέβαια, αλλά πάντως μόνο κάποια συγκεκριμένη στιγμή εισάγονται συστηματοποιημένα, ανανοηματοδοτώντας την τέχνη και το πεδίο της. Έτσι και η μίξη των ειδών, μια εξαιρετικά γόνιμη μεταμοντέρνα τεχνική, η οποία υποστηρίζεται από μια επίσης γόνιμη θεωρία, εμπεδώνει και παράγει, σήμερα, καλλιτεχνικά προτάγματα και έργα. Πάντα όμως με τον ειρμό, τις δεσμεύσεις και την πειθαρχία που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα, δηλαδή με σαφές αισθητικό πρόταγμα.
Αλλά φθάσαμε πολύ μακριά από τους συμπαθείς κυρίους Τηλέμαχο Χυτήρη και Λευτέρη Παπαδόπουλο, και την απόδοση της ποιητικής ιδιότητας, από τον πρώτο στον δεύτερο. Πάντως, ο Χυτήρης, για να μην τον αδικούμε, γιατί είναι εγγράμματος, ήταν προσεκτικός: «Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ποιητής, ποιητής της καθημερινότητας». Διεπράχθη λοιπόν κάποιο ατόπημα στην εν λόγω τηλεοπτική εκπομπή; Την απάντηση σε αυτό, αλλά ταυτόχρονα και στα προηγούμενα, οιονεί θεωρητικά ερωτήματα, περί της διάκρισης ή της μίξης των ειδών κλπ, την έδωσε η λεζάντα που βγήκε στο κάτω μέρος της οθόνης, κατά τη στιγμή που ομιλούσε ο κ. Χυτήρης: «ποιητής, βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, π. υπουργός». Όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Αλέφαντος, «τα πάντα όλα»...
Μήπως όμως πρόκειται για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού; Ναι, είναι θεμιτό το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, και η αριστερά έχει δώσει αγώνες γι’ αυτό. Όμως ο Νίκος Αλέφαντος, εισηγητής της περιβόητης φράσης «τα πάντα όλα», η οποία συνοψίζει, με μόλις τρεις λέξεις, μια ολόκληρη εποχή, την εποχή της «φούσκας», καθώς και την κυρίαρχη αισθητική της, δεν διεκδίκησε αυτόχρημα τον τίτλο του μεταμοντέρνου φιλοσόφου (του τύπου του Βέλτσου), ούτε αυτόν του ποιητή... Είναι απλώς ένας λαϊκός άνθρωπος, που επαγγέλλεται τον προπονητή ποδοσφαίρου.
Αλλά ακόμα κι έτσι, το θέμα δεν θα με αφορούσε, αν η όποια πόζα δεν ήταν το εφαλτήριο για να διαπραχθεί μια ύβρις προς τη λαϊκότητα, και εν προκειμένω προς το λαϊκό τραγούδι, αφού με αυτό τον τρόπο, και ελαφρά τη καρδία, ενοχοποιείται η στιχοποιία του, κρινόμενη ως κάτι που δεν είναι, και μέσω αυτής ενοχοποιείται ολόκληρο το λαϊκό τραγούδι, ώστε να χρειάζεται την επίφαση ενός αμφιβόλου πιστοποιητικού «ποιότητας». Είναι σαν να λέμε, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς του Αλέφαντου, δηλαδή ο «Αστέρας Εξαρχείων», χρειάζεται πιστοποιητικό αθλητικότητας, από την ομάδα kricket του Αστέρα Βουλιαγμένης...

Δεν υπάρχουν σχόλια: