22/9/12

Καρυωτάκης – Καββαδίας: παράλληλοι*


Τον Μάρτιο του 1967 ο Νίκος Καββαδίας σε μία συνέντευξή του στο φοιτητικό έντυπο Πανσπουδαστική, σε ερώτηση των Μάκη Ρηγάτου και Γιάννη Καούνη για το ποιοι Έλληνες και ξένοι ποιητές επέδρασαν στη διαμόρφωση της ποιητικής του γλώσσας απαντά: «Απαξάπαντες οι Έλληνες ποιητές, μη εξαιρουμένου ούτε του Πολέμη. Πάντως πιο πολύ αγάπησα την ποίηση του Καρυωτάκη, τότε. Από ξένους, πάλι, με γοητέψανε ο Μπωντλέρ, ο Τριστάν Κορμπιέρ (που τους διάβασα νέος στα γαλλικά), ο Πόε, κι άλλοι. Τι με τράβηξε; Μα βέβαια, η ποίηση, κι ίσως ο ρυθμός»[1].

Από την αναλυτική αυτή απαρίθμηση ποιητικών δασκάλων αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη εκτίμηση του Καββαδία για τον Καρυωτάκη. Η αμφισβήτηση των καθιερωμένων αξιών και ο κοινωνικός προβληματισμός, όπως προβάλλουν στο καρυωτακικό έργο[2], γοητεύουν τον Καββαδία και ισχυροποιούν την ανατρεπτική ιδεολογία του. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει σε ανέκδοτη επιστολή του προς τον Στρατή Τσίρκα στις 27 Δεκεμβρίου του 1955:

«Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία…
Αυτός είχε ταλέντο. Ο χολιασμένος Τριπολιτσιώτης. Άλλαξε μια λέξη αν μπορείς από ένα τραγούδι του. Όμως κανείς από τους φίλους μας δεν σκέφτηκε να παρουσιάσει κάπου -καταλαβαίνεις Giovanni- τον ύμνο στο άγαλμα της Ελευθερίας: Θα σ’ αγοράσουν έμποροι και κονσόρτσια…»[3].

Τα σημεία σύγκλισης των δύο ποιητών είναι πολλά, αλλά λόγω του περιορισμένου χώρου της εφημερίδας θα περιοριστούμε σε δύο από τα χαρακτηριστικότερα. Ας δούμε κατ’ αρχάς ποια στάση κρατούν οι δύο ομότεχνοι έναντι της θρησκείας, που αποτελεί έναν από τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» σύμφωνα με τον Λουί Αλτουσέρ[4]. Γράφει ο Καρυωτάκης:
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
«[Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε]»

Εδώ, ο Καρυωτάκης, αποτολμά να σατιρίσει με πολιτικές, φυσικά, προεκτάσεις τη χριστιανική διδασκαλία περί σωτηρίας του κόσμου. Το ίδιο θέμα εμφανίζεται και στον Καββαδία με περισσότερη, θα τολμούσα να πω, οξύτητα και πολλαπλότητα[5] αφού κάνει πράξη την κατά Giorgio Agamben «βεβήλωση», δηλαδή «το πέρασμα από το ιερό στο βέβηλο μπορεί να συντελεστεί ακόμη και διαμέσου μιας εξ ολοκλήρου ανάρμοστης και άτοπης χρήσης (ή, καλύτερα, μιας νέας χρήσης) του ιερού»[6]:
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;
«Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν. (…)

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στην Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια. (…)

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.
«Fata Morgana»
Ένα άλλο θέμα που είναι κοινό και στους δύο ποιητές είναι το ενδιαφέρον τους για τη διεθνή πολιτική. Στο ποίημα «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» ο Καρυωτάκης στρέφει το βλέμμα του σε ζητήματα της διεθνούς πολιτικής σκηνής και στηλιτεύει με καυστικό τρόπο την εμπορευματοποίηση των ιδανικών και το ρόλο της ξένης διπλωματίας:

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Άλλωστε, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τίτος Πατρίκιος, «ο Καρυωτάκης, [...] καταγγέλλει ευθέως την καταπίεση σε όλες της τις εκφάνσεις, την διοικητική, την στρατιωτική, την οικονομική, και γίνεται απ’ αυτήν την άποψη ο πρώτος ποιητής που εισάγει άμεσα την πολιτική, ακόμα και τη διεθνή, στη νεώτερη ποίηση»[7].
Ο Καββαδίας, από την άλλη, εκδηλώνει με τον δικό του τρόπο το ενδιαφέρον του για τα διεθνή πολιτικά δρώμενα τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία του. Στη νουβέλα με τίτλο Λι γράφει χαρακτηριστικά:

-Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα˙ οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς –ένα παιδί- δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε δω, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους.

Το παράθεμα εστιάζει στην πάλη του κινεζικού λαού εναντίον των Βρετανών. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία που διηγείται η Λι, η πρωταγωνίστρια της ομώνυμης νουβέλας, αναφέρεται στον πόλεμο που κήρυξε η Μεγάλη Βρετανία στην Κίνα το 1856 και είναι γνωστός ως Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου. Αφορμή γι’ αυτόν τον πόλεμο στάθηκε το γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 1856 οι αστυνομικές αρχές της Καντόνας, με την κατηγορία για λαθρεμπόριο οπίου, συνέλαβαν το πλήρωμα τού υπό βρετανική σημαία πλοίου Arrow. Η ενέργεια αυτή των Κινέζων προκάλεσε την οργή των Βρετανών˙ το βρετανικό πολεμικό ναυτικό, συνεπικουρούμενο από τους Γάλλους, προχώρησε ως αντίποινα στο βομβαρδισμό της Καντόνας και τη σχεδόν ολοκληρωτική ισοπέδωσή της[8].
Το ενδιαφέρον του Καββαδία για τη διεθνή πολιτική εκφράζεται και στο ποίημά του «Σπουδή θαλάσσης», όπου κατακρίνεται με δριμύτητα, εμμέσως πλην σαφώς, ο Χριστόφορος Κολόμβος και οι «εξερευνητικές» του αποστολές για λογαριασμό του ισπανικού στέμματος και της κεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας[9]:

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ’ αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ’ την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Ολιγογράφοι, με τη διπλή ταυτότητα του ποιητή και του πεζογράφου, ο Καββαδίας και ο Καρυωτάκης έχουν λοιπόν και σαφείς ιδεολογικές αναλογίες. Πάνω απ’ όλα, είναι λογοτέχνες της εποχής τους και συντονίζονται με τις αγωνίες της. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε και τη ρητή ομολογία του ίδιου του Καββαδία στη συνέντευξη στην οποία ήδη αναφερθήκαμε: «Δε μπορεί να ζεις στην εποχή σου και να μένεις πίσω. Τι πα να πει αν γράφεις για τη θάλασσα. Όλα έχουνε κοινωνικό υπόβαθρο»[10].

Γιώργος Βλαχοπάνος
Υποψήφιος Διδάκτωρ του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


*Η σχέση του Νίκου Καββαδία με τον Κώστα Καρυωτάκη έχει ήδη επισημανθεί τόσο από την κριτική (Ν. Καλαμάρης) όσο και από έγκριτους μελετητές του έργου τους (Τάσος Κόρφης, Χριστίνα Ντουνιά, Μαίρη Μικέ, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος κ.ά.) δίχως όμως να έχει μελετηθεί ακόμη συνολικά.
[1] Βλ. Μάκης Ρηγάτος, «Νίκος Καββαδίας [Συνέντευξη]», Πανσπουδαστική, αρ. 53, 24 Μαρτίου 1967, σ. 6.
[2] Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, Αθήνα 22001 και Δημήτρης Τζιόβας, «Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς», Από το λυρισμό στο μοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 93-126.
[3] Παρατίθεται στο Χριστίνα Ντουνιά, ό.π., σ. 245.
[4] Βλ. Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. (Σημειώσεις για μια έρευνα)», Θέσεις (1964-1975), μτφ. Ξενοφών Γιαταγάνας, Θεμέλιο, Αθήνα 1990, σ. 83, 90-91.
[5] Βλ. Γιώργος Βλαχοπάνος, Το «περιθώριο» στο έργο του Νίκου Καββαδία, ανέκδοτη Μεταπτυχιακή Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2009, σ. 57-61.
[6] Βλ. Giorgio Agamben, «Εγκώμιο της βεβήλωσης», Βεβηλώσεις, μτφ. – σημειώσεις Παναγιώτης Τσιαμουράς, Άγρα, Αθήνα 2006, σ. 124.
[7] Βλ. Τίτος Πατρίκιος, «Κώστας Καρυωτάκης», στο συλλογικό τόμο Σάτιρα και Πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 21991, σ. 260.
[8] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου βλ. W. Travis Hanes III Frank Sanello, Οι πόλεμοι του οπίου. Η εξάρτηση μιας αυτοκρατορίας και η διαφθορά μιας άλλης, μτφ. Γιάννης Ασημακόπουλος, Γκοβόστης, Αθήνα 2004, σ. 225-369.  Ο Φίλιππος Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 101 εκφράζει αντίθετη άποψη, θεωρώντας ότι ο Καββαδίας αναφέρεται στον πόλεμο των Μπόξερς που έγινε το 1898.
[9] Για το ρόλο του Χριστόφορου Κολόμβου ενδεικτικά είναι τα όσα σημειώνει ο Bryan D. Palmer, Κουλτούρες της νύχτας. Νυχτερινές περιηγήσεις στις ιστορίες παράβασης από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, μτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Σαββάλας, Αθήνα 2006, σ. 261: «Ο Κολόμβος δήλωσε ότι ο Θεός είχε “φυλάξει για τους Ισπανούς μονάρχες όχι μόνο τους θησαυρούς του Νέου Κόσμου, αλλά έναν ακόμη μεγαλύτερο θησαυρό ανεκτίμητης αξίας, τον άπειρο αριθμό των ψυχών που επέπρωτο να εισέλθουν στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας”».
[10] Βλ. Μάκης Ρηγάτος, ό.π., σ. 7.

Δεν υπάρχουν σχόλια: