15/9/12

Η Ευδοκία στην Αρκαδία...

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Στα θερινά πανηγύρια ανά την επικράτεια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει με ασφάλεια όχι μόνο τις «βαθιές» πολιτισμικές πραγματικότητες, αλλά και τα στερεότυπα και τα πρότυπα κοινωνικής ιδεολογίας, όπως αναδιοργανώνονται κάθε φορά μέσα στην ιστορική στιγμή. Και η κρίση είναι μια κατ’ εξοχήν τέτοια στιγμή, ανασύστασης του φαντασιακού background. Στον τόπο καταγωγής συρρέουν άνθρωποι απ’ όλη τη χώρα και όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανασυστήνοντας μέσα στο παρόν την καταγωγική κοινότητα-μήτρα, που πλέον δεν υφίσταται ως τοπική κοινωνία.
Η μουσική που ακούγεται, και σιγά σιγά, περνώντας η ώρα και ρέοντος του οινοπνεύματος, κυριαρχεί πάνω στην ετερόκλιτη ομήγυρη, με την ορχήστρα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των χορευόντων, αλλά και ο τρόπος που αυτοί χορεύουν, δίνουν τη δυνατότητα καταγραφής μιας φευγαλέας αλλά πολύ ισχυρής εικόνας του κοινωνικού σώματος. Οι άπειρες εκδοχές που τραγουδιούνται και χορεύονται τα «συρτά», στη γκάμα από καλαματιανό έως «συρτοτσιφτετέλι», τα σουξέ τα οποία επαναλαμβάνει η ορχήστρα ανά 30 περίπου λεπτά, τα φάλτσα των τραγουδιστών, που συχνά διαπράττονται κατά την προσπάθεια να δοθεί ένα ηχόχρωμα συμβατό με τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εκδοχής χορού και διάθεσης που προκύπτει ως δημοφιλέστερη, και πάνω απ’ όλα το ανθρώπινο σώμα, τα κινούμενα ανθρώπινα σώματα, ως πολυφωνικό ηχείο της ιστορίας, της κουλτούρας και της ιδεολογίας, συνθέτουν μια μοναδική, δυναμική τοιχογραφία.

Από τη φετινή εμπειρία μου σε πανηγύρια της αρκαδικής επικράτειας, αποκόμισα την αίσθηση μιας σημαντικής αλλαγής ή έστω μετατόπισης. Οι ποπ εκδοχές και προσαρμογές του συρτού, δηλαδή αυτές που εξέθρεψαν, καθ’ όλη τη διάρκεια του νεοπλουτισμού, το λαμέ-σκυλάδικο, φέτος είχαν υποχωρήσει εντυπωσιακά. Οι άνθρωποι χόρευαν πιο χαλαροί, σχεδόν αποενοχοποιημένοι για την αγροτοποιμενική, «βάρβαρη» καταγωγή τους, αλλά και για το φτωχικό παρόν τους. Η άχαρη προσποίηση, που στο χορό φαίνεται ανάγλυφα, το «δήθεν», της μη ταύτισης με τα γούστα και τον πολιτισμικό ορίζοντα των «χωρικών», σπάνιζαν.
Μήπως, επιτέλους, ο «λαός», αυτή η υπεριστορική, υπερφυσική οντότητα για πλείστους δημοσιολογούντες, βρίσκει πάλι τον βηματισμό του και την ταυτότητά του; Αλλά τη βρίσκει στα πανηγύρια; Εκεί αποκτά ταυτότητα ως «λαός»; Και αυτή η μουσική, αυτός ο ρυθμός, είναι που συνέχει το σύγχρονο κοσμοείδωλό του; Μα κάτι τέτοιο δεν είναι αναντίστοιχο με την αστική τέλος πάντων κοινωνία και πραγματικότητα που ζουν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα ισχύουν, όμως τα πανηγύρια είναι κάτι περισσότερο: μια διαδικασία συμπύκνωσης και διαύγασης. Δεν πρόκειται απλά για την ετήσια επιστροφή στον χαμένο, προκαπιταλιστικό παράδεισο, ούτε (μόνο) για κάποια απονενοημένη έκφραση ενός υφέρποντος κοινοτισμού. Σήμερα, η κρίση γεννά και εντείνει ανάγκες επαφής, οικειότητας, κοινωνικότητας, έκφρασης, και φυσικά εκτόνωσης. Αλλά οι μορφές στις οποίες συμβαίνουν όλα τούτα, και κυρίως η εκτόνωση, διαφέρουν ριζικά, ανάλογα με το κυρίαρχο κάθε στιγμή ιδεολογικό και ψυχολογικό κλίμα, αυτό που περιγράφεται ως περιρρέουσα «διάθεση»: απογοήτευση, ταπείνωση, θυμός, οργή, υποταγή στη μοίρα, άρνηση, διαφυγή...
Και το πανηγύρι είναι χώρος πρόσφορος∙ εκεί, στο περιβάλλον του «χωριού», που συνήθως είναι μαζί αρκετά χωριά μιας γεωγραφικής περιφέρειας, τα οποία συναντούνται όχι κατ’ ανάγκην στην εορτάζουσα εκκλησία αλλά στο παρακείμενο χάνι, συχνά με τα σιωπηλά αρχαία ερείπια να παρατηρούν τον σύγχρονο χορό, γιατί η «έδρα» των πανηγυριών είναι ο τόπος, δηλαδή το σημείο συνάντησης των ανθρώπων, σημείο συμβατό με τη γεωγραφία της περιοχής. Και είναι οι άνθρωποι, που χορεύοντας μαζί δημιουργούν το πανηγύρι. Στη μέση του πουθενά, δηλαδή πάνω στα ερείπια της αρχαίας Μαντινείας ή της αρχαίας Τεγέας.
Ο Αλέξης Δαμιανός, με την πρώτη του ταινία, Μέχρι το πλοίο, μας έδωσε την εικόνα της φυγής από τον γενέθλιο τόπο και την ύπαιθρο χώρα, την κάθοδο από τα όρη στα πεδινά και τη θάλασσα, αποτύπωσε μοναδικά τη στιγμή προς την αστικοποίηση, με μια ελεγεία όπου η στοιχειακή δύναμη της φύσης, με φορέα τον άνθρωπο, ταξιδεύει μέσα στον τόπο, το χρόνο και την ιστορία. Με τη δεύτερη ταινία του, την Ευδοκία, μας έδωσε, επίσης μοναδικά, την επιβίωση του παλαμικού-νιτσεϊκού κοσμοειδώλου, το οποίο ήταν κυρίαρχο στις αρχές του 20ού αιώνα, τώρα στη μεταπολεμική συνθήκη της αστικοποίησης. Εδώ, η ζωική ορμή, το παλλόμενο σώμα ως ηχείο του αρχέγονου, ο χορός ως έκφραση του άλκιμου, περιέγραφαν το υπόβαθρο του μεταπολεμικού ανθρωπότυπου, φυσικά και το υπέδαφος του εθνικολαϊκισμού.
Όμως, τι συμπτώσεις ή αναλογίες έχει με όλα τούτα η σημερινή «επιστροφή» στα πανηγύρια, στη χαμένη υπαίθρια λαϊκότητα; Η διαύγαση, για την οποία έκανα λόγο, μήπως αυτά ακριβώς ανασύρει στην επιφάνεια; Μήπως και η άλκιμη ελληνοπρέπεια της «Χρυσής Αυγής» από εκεί τρέφεται; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια νοσταλγική τελετουργία; Όχι κατ’ ανάγκην, γιατί ο τρόπος με τον οποίο ο «λαός» τελικά ταυτοποιείται, ως υποκείμενο της ιστορίας, περιλαμβάνει σημαντικές μεσολαβήσεις άλλης τάξης, και πρώτα απ’ όλα πολιτικές διαδικασίες.
Αν και, η μουσική, ο ρυθμός στον οποίο προτιμούν να χορεύουν οι άνθρωποι, δεν περιγράφεται επαρκώς με όρους κοινωνιολογικούς: σε ένα αρκαδικό διάσελο, είδα να χορεύεται το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, από ανθρώπους που μάλλον δεν έχουν δει την ταινία, ενώ παιζόταν από μια ορχήστρα που σίγουρα δεν την έχει δει, πάντως όλοι γνώριζαν τον ρυθμό του τραγουδιού. Όμως, το θρυλικό αυτό ζεϊμπέκικο παιζόταν προσαρμοσμένο, προσαρτημένο στο όλο «ποιμενικό» κλίμα, με την αστικότητά του εξαφανισμένη, περιγράφοντας έτσι μια ανάστροφη κίνηση: από την Ευδοκία της πόλης, στην αφετηρία της ταινίας Μέχρι το πλοίο, δηλαδή στα βουνά: η ορχήστρα που το έπαιζε δεν διέθετε μπουζούκι, ενώ στην εκτέλεση του τραγουδιού κανοναρχούσε το κλαρίνο...
Δεν γενικεύω ένα τυχαίο δείγμα αλλά το παίρνω ως αφορμή: μια τέτοια ανάστροφη κίνηση, από το απωθητικό παρόν στο εξιδανικευόμενο, αύταρκες, ίσως και «υγιές» παρελθόν, στην όποια μυθολογούμενη «Αρκαδία», δεν είναι μια κίνηση λυτρωτική αλλά βαθιά νοσταλγική. Και η νοσταλγία, ως κοινωνική στάση, είναι μήτρα για κάθε είδους τερατογένεση και εκτροπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: