1/9/12

Ημερολόγιο

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Λόγια κακά
Αν, λέω “αν”, μπορούσα να σβήσω κάποια μέρα του χρόνου από όλα τα επιτραπέζια ημερολόγια γραφείου, αφήνοντας στη θέση της μια λευκή σελίδα χωρίς τις άχρηστες πληροφορίες για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τους τιμώμενους από την εκκλησία αγίους, τις εθνικές ή θρησκευτικές γιορτές και κυρίως χωρίς τον διαγραμμισμένο χώρο για τις χειρόγραφες καταχωρίσεις η κάτω βρύση στάζει, τηλέφωνο στην οδοντίατρο, να πληρώσω τη ΔΕΗ, αν, λέω “αν”, διέθετα μια τέτοια τυπογραφική δυνατότητα, είμαι βέβαιος ότι θα κατέτασσα και τη σημερινή μέρα ανάμεσα στις πιο ισχυρές υποψηφιότητες, έστω κι αν μια τέτοια κατάταξη δεν θα μου έλυνε καθόλου το πρόβλημα της επιλογής. Γιατί αν εξαιρέσω ένα σ/κ το δίμηνο που παίρνω τα βουνά, τις πρώτες μόνο μέρες από τις χριστουγεννιάτικες και πασχαλινές διακοπές, που όσο να 'ναι διαφέρουν από τις προηγούμενες και τις επόμενες, σίγουρα την πρωτομαγιά από μια ψυχαναγκαστική εφηβική και ιδεολογική εμμονή και τον δεκαπενταύγουστο, που με θυμούνται κάτι απίθανοι παλιοί μαθητές μου, σκέφτομαι ότι όλες οι άλλες μέρες ανήκουν, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, που συνήθως συμπυκνώνονται σε έναν και μόνο αλλά δεν θέλω να τον παραδεχτώ, στην ίδια ακριβώς κατηγορία του λευκού της πιο θανατερής ανίας, αθροίζοντας ένα σύνολο από διακόσια ογδόντα με τριακόσια υποψήφια κελιά των Μπάντερ-Μάινχοφ αραδιασμένα στο επιτραπέζιο ημερολόγιο του γραφείου μου, που παρ' όλα αυτά επιμένει ακόμα να αριθμεί σωστά τις μέρες, γυρισμένο στη σελίδα της 31ης Αυγούστου, με τη σημείωση καλή ανατολή, μαλάκα, να μου υπενθυμίζει τις τιμές που οφείλω ξανά από αύριο να αναπέμψω στην αγία βαρεμάρα και στην οσία πλήξη, μεγάλη η χάρη τους. 

Κι όμως όταν αποβραδίς έγραφα τη σημείωση και ενεργοποιούσα το κινητό μου στη σταθερή αποδώ και πέρα αφύπνιση των 6:45 είχα σχεδόν καταφέρει, ύστερα από το τρίτο -αν θυμάμαι καλά- τσίπουρο, να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε κανένας σοβαρός λόγος, για να αφεθώ στην καθιερωμένη γκρίνια της μέρας. Ό,τι είχα να κάνω, εννοώ τη βρύση, την οδοντίατρο και τον λογαριασμό, έγινε κατά πώς έπρεπε να γίνει, γιατί πιστεύω ότι η μόνη κενή μέρα είναι η μέρα που δεν κάνεις τίποτα, όπως έλεγε κι η μάνα μου, που όλο κάτι έκανε, κι εγώ φροντίζω πάντα να τα κάνω όλα, ή για να είμαι πιο ακριβής φροντίζω πάντα να βρίσκω κάτι καινούριο να κάνω, έστω κι αν τα έχω κάνει όλα, ώστε όταν πέφτει το σκοτάδι κι ετοιμάζομαι για ύπνο, αφού προηγουμένως ορίζω τις δραστηριότητες της άλλης μέρας και σημειώνω την ίδια πάντα ευχή για την ανατολή της είμαι τόσο εξαντλημένος που καθόλου δεν με αγγίζει ο άδειος χρόνος της νυχτερινής αταραξίας που τον νιώθω να ελλοχεύει στο σκοτάδι με την υποψία των πιο αρχέγονων φόβων. 
Λίγο πολύ έτσι είναι τα καλοκαίρια μου, από τότε που με θυμάμαι, – κληρονομιά, πιθανολογώ, των γονιών μου που μας έπαιρναν από το πρωί ως το βράδυ στα καπνά – και αν περνούσε από το χέρι μου δεν θα ξόδευα ούτε ένα ηλιοβασίλεμα, για να λάβω μερίδιο από τη γλυκερή ανάμνηση των διακοπών και από τον ανόητο μύθο της απόδρασης, αφού στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν με ενδιαφέρει να αποδράσω, αλλά πολύ θα 'θελα έτσι ακριβώς να οργανώσω και όλο τον υπόλοιπο χρόνο μου, εννοώ με μερεμέτια στο σπίτι, τηλεφωνικά ραντεβού και ηλεκτρονικές εντολές τραπεζικών πληρωμών, μπας κι ησυχάσω επιτέλους από την αγοραφοβία που σφίγγει το στήθος και μουδιάζει τον αυχένα μου κάθε μέρα που πηγαίνω στο σχολείο. 
Αλλά αυτό το βράδυ της 31ης Αυγούστου που ακουμπούσα στο κάγκελο του μπαλκονιού μου σε μια σπάνια για τα δεδομένα της υψοφοβίας μου επίδειξη θάρρους, κυριευμένος από τη σαγήνη της έναστρης νύχτας και την επίδραση του τσίπουρου ένιωσα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πληρότητας, τολμώ να πω ευτυχίας, που ούτε τα ξεφτίδια σκόρπιων αναμνήσεων που ανακαλούσα στον απολογισμό του καλοκαιριού ούτε ο ενοχλητικός ήχος από τις νυχτοπεταλούδες που ψήνονταν στην ηλεκτρική εντομοπαγίδα μου δεν μπορούσαν να κλονίσουν. Κάτω από τα πόδια μου απλώνονταν χίλια τετραγωνικά μέτρα καλυμμένα από παρτέρια, πλακόστρωτους διαδρόμους, ανθισμένες τριανταφυλλιές, κατάφορτους από καρπό λωτούς, καλλωπιστικές δαμασκηνιές, φλαμουριές και δύο πλατάνια, ό,τι δηλαδή έχω ονομάσει με αυτή την ανόητη μεσοαστική συνήθεια των μεταλλικών επιγραφών, που πολύ με εκνευρίζουν, ως “συνοικία το όνειρο”, που για μια ολόκληρη δεκαετία κόπιασα να διαχωρίσω με κάτι πανύψηλα λεμονοκυπάρρισα περιμετρικά της περίφραξης από την σύγχυση, την ανακατωσούρα και την ασχήμια που βλέπω να πυκνώνει ολοένα και περισσότερο απέξω. 
Όμως όταν αργά τη νύχτα, σχεδόν κόντευε να χαράξει, αντήχησε πάνω από το αυτί μου το απειλητικό βουητό από ένα κουνούπι που για κακή μου τύχη ξέφυγε από το υπογάλανο φως της ηλεκτρικής μου εντομοπαγίδας, κι άρχισε να ζαλίζει τα όνειρά μου με την αγωνία μιας βρύσης που συνεχίζει να στάζει, ενός ραντεβού που πρόκειται να ακυρωθεί και μιας τραπεζικής εντολής που βραχυκύκλωσε στο διαδίκτυο, ξύπνησα σφαλιαρίζοντας τον εαυτό μου, για να γλιτώσω, σε ένα δωμάτιο που έδειχνε πανομοιότυπο με τα κελιά των Μπάντερ-Μάινχοφ και τις ατύπωτες σελίδες από το ημερολόγιο της ζωής μου. Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνω τινάχτηκα τρομαγμένος από το κρεβάτι ξύνοντας το λαιμό, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού και τον αγκώνα του δεξιού και με τσακισμένα νεύρα προσέφυγα, γιατί κάτι έπρεπε να κάνω, στο πληκτρολόγιο. 
Βρέθηκα τότε μπροστά σε μια άδεια οθόνη που έχασκε απειλητική μπροστά μου με μια δαιμονισμένη έμπνευση που αράδιαζε λέξεις, σχημάτιζε προτάσεις και οργάνωνε παραγράφους, συνθέτοντας τελικά ένα διήγημα, όπως αυτό εδώ, που για κάποιον περίεργο λόγο μού θύμιζε τον κήπο της αυλής μου με το τριφύλλι, τα οπωροφόρα δέντρα και τα λεμονοκυπάρισσα, που αδράχνω την ευκαιρία να δηλώσω, λογοτεχνική αδεία, ότι πολύ θα 'θελα να αποτελέσει για μένα την τελευταία κατοικία, δίπλα ακριβώς στις ανθισμένες τριανταφυλλιές, έστω κι αν δεν διστάζω με μια δόση ειλικρίνειας να παραδεχτώ ότι πιθανώς να έχει συμβεί κι αυτό, και μάλιστα εδώ και πολλά χρόνια, όσο κι αν δεν θέλω να το σκέφτομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: