18/8/12

Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1684): Θεόπνευστα ταξίδια

 
ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Στα παρακάτω αποσπάσματα από το Βιβλίο των Ταξιδιών (Seyahatname), ο Εβλιγιά Τσελεμπή, περιγράφοντας το Πέτριτς, στην ουσία αφηγείται μερικούς από τους ιστορικούς και ιδεολογικούς όρους της οθωμανικής κυριαρχίας που αναφέρονται στους ορεινούς όγκους και στην αναπαράστασή τους στην ισλαμική κοσμογονία: Το βουνό, χώρος ευλογημένος από το θεό, έχει αναδειχθεί τώρα ως σπουδαία πηγή πλούτου και απόλαυσης, αλλά και ως χώρος στο μεταίχμιο νομιμότητας και παρανομίας/απειθαρχίας.
Τονίζεται εξαρχής η αναντιστοιχία ανάμεσα στην άσχημη οικονομική κατάσταση της κωμόπολης Πέτριτς και στη σημασία των ορεινών όγκων της Κερκίνης [=Σουλτανίτσα ή Μπέλες], οργανωμένων σε τιμάρια, ζιαμέτ και χας[1], η οποία αποδίδεται στη φυγή των «έντιμων ανθρώπων» λόγω της ληστρικής δράσης των χαϊντούκων.
Μ’ άλλα λόγια, ο Εβλιγιά εδώ αιτιολογεί απλουστευτικά –τυπική συλλογιστική της εξουσίας–, μια αντιπροσωπευτική περίπτωση ενός πολύ παλιότερου ενδημικού φαινομένου, για την περιοδολόγηση του οποίου πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και οθωμανικές ιδιαιτερότητες: Αν δηλαδή στη βυζαντινή και στη ρωμαϊκή εποχή, το φαινόμενο της ληστείας και οπλοφορίας –σύμφυτο με την κτηνοτροφία, ζωοκλοπή κ.λπ.–, μπορεί να εξηγηθεί με την περιορισμένη εκμετάλλευση της γης (πριν τον 11ο αι.) και με τον υποσιτισμό, αυτοί οι όροι, αν και πάντα παρόντες, δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε το ίδιο φαινόμενο στο οθωμανικό του πλαίσιο.
Οι παραπάνω δομές, με τη δημογραφική άνοδο και την πύκνωση του οικιστικού δικτύου και, συνακόλουθα, με τα οργανωμένα βοσκοτόπια και τα ορεινά περάσματα (δερβένια) το 15ο-16ο αι., συνέβαλαν σε μια δυναμικότερη και πιο πολύπλοκη εξέλιξη της στεριανής ληστείας/πειρατείας, και μάλιστα ως συμπληρωματικό φαινόμενο συναρθρωμένο στενότερα με τις εξουσιαστικές δομές. Δεν πρόκειται μόνο για τη στρατολόγηση κτηνοτροφικών/ληστρικών πληθυσμών, τη γνωστή δηλ. πρακτική των χριστιανών ηγεμόνων ήδη από τον ύστερο μεσαίωνα. Η επέκταση των καλλιεργειών, η εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας (λόγω και μιας βαλκανικής σύντομης περιόδου παγετώνων;) και η συστηματοποίηση της εποχιακής μετακίνησης, αποτέλεσε πηγή αξιοσημείωτου πλούτου: Η σύγχρονη μάλιστα έρευνα έδειξε πειστικά ότι μεγάλο μέρος του, που αναλώθηκε το 15ο-16ο αι. στην ανέγερση/αγιογράφηση ναών, προερχόταν ακριβώς από ντόπιους χριστιανούς σπαχήδες, τζελέπηδες, δερβεντζήδες.
Η περιγραφή τής θερινής βοσκής του Ουστόκ ή Ιστόκ, ανατολικά της Αχρίδας, επαναλαμβάνει την οικονομική σημασία των τεράστιων προσόδων από την κτηνοτροφία μετά την οργάνωση του ορεινού όγκου, από τον πρώτο κιόλας αιώνα της οθωμανικής κυριαρχίας, προσθέτοντας τώρα και ιδεολογικές πτυχές, όχι άσχετες με τις εξελίξεις των μέσων του 17ου αι.: Ο κρατικός υπάλληλος και δερβίσης Εβλιγιά μνημονεύει τον «ευεργέτη» Οχρή-Ζαντέ, σε σχέση με τα τζαμιά κ.ά. βακούφια που έχτισε στο κέντρο της Αχρίδας και της κοντινής Στρούγκας, αναδεικνύοντας το ρόλο ντόπιων εύπορων οικογενειών, συχνά προσήλυτων στο Ισλάμ. Έτσι, αναδεικνύει, σε τοπική κλίμακα, την ευνοϊκή πολιτική του Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) απέναντι στην ελίτ του ιερατείου – σε αντίθεση με τον πατέρα του Μεχμέτ Β΄ Πορθητή.
Στην περιγραφή του, το βουνό προσλαμβάνει ταυτόχρονα και μεταφυσικό νόημα. Το βλέμμα τού ευσεβούς και μέλους του ιερατείου Εβλιγιά απλώνεται στο ευρύτερο γεωφυσικό ανάγλυφο και, με βάση την ισλαμική κοσμογονία, υποβάλλει μια μεταφυσική εικόνα των «θεοποίητων» βουνών – οικεία στα πρώην νομαδικά φύλα. Καταγράφοντας τη σχετική θεολογική συλλογιστική, διδάσκει τον ορθό τρόπο θέασης του επίγειου κόσμου, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα την οθωμανική ενότητα στο ευρω-ασιατικό ορεινό ανάγλυφο.
Βουνά, λοιπόν, και βοσκοτόπια, κτηνοτροφία και συσσώρευση πλούτου, Ισλάμ και ευεργεσία, όπως και  ληστεία, μνημονεύονται εδώ αντιστικτικά. Η τελευταία, εκτός από μάστιγα, αποτελεί βέβαια και μορφή (εξω)θεσμικής ιδιοποίησης πλούτου στο βουνό, όπως θα δούμε στο επόμενο Ταξίδι μας.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Εγκώμιο της εξωραϊσμένης κωμόπολης του Πετριτσιού (Petriç), 1652
Στη σερβική γλώσσα σημαίνει [...]. Eίναι χάσι του βεζύρη του εγιαλετίου της Ρούμελης και έδρα βοεβόδα. Αποτελεί καζά [με μισθό τού καδή] 150 άσπρα [την ημέρα]. Ο ναχιγιές του έχει ογδόντα χωριά. Έχει αναπληρωτή του κεχαγιά των σπαχήδων, σερντάρη των γενιτσάρων, αγορανόμο και εισπράκτορα των τελών αγοράς.  Έχει συνολικά 240 σπίτια με κήπους, όχι τόσο εύπορα, σκεπασμένα με κεραμίδια, ξύλα και καλάμια. Έχει δύο συνοικίες˙ η μία είναι χάσι του πασά, η άλλη είναι ελεύθερο ζεαμέτι του Σεΐχ-Ζαντέ Μουσταφά Αγά από τη Σόφια. Έχει ένα τζαμί και ένα μικρό συνοικιακό τέμενος, έναν οίκο σπουδαστών, ένα σχολείο, έναν τεκέ φτωχών [δερβίσηδων], δύο χάνια, ένα βρώμικο λουτρό και πενήντα περίπου καταστήματα.
Δεν είναι πολύ εύπορη κωμόπολη, γιατί βρίσκεται σε ορεινή περιοχή και από τις τέσσερεις πλευρές της τα βουνά υψώνονται ως τον ουρανό. Πλατάνια, λεύκες, δρύες, βαλανιδιές, ξυλοκερασιές, καραγάτσια [=φτελιές] και καστανιές γεμίζουν τον κόσμο. Τα φρούτα της, όπως και τα κάστανα της Προύσας, φτάνουν σε πολλά βιλαέτια και στη Σόφια. Από το πλήθος των απίστων ληστών χαϊντούκων στα βουνά αυτά, στην κωμόπολη αυτή δεν μπορούν να μείνουν έντιμοι άνθρωποι και ο σταθμός αυτός δεν είναι τόσο εύπορος.
Ειδικά κατά το έτος 1062, όταν ο αφέντης μας Μελέκ Αχμέτ Πασάς ήταν βαλής της καθαρής Σόφιας, κυνηγούσαμε με τον Κεμαλή Χαλίλ Αγά και με δέκα χιλιάδες πάνοπλους ραγιάδες τους άπιστους χαϊντούντ στα βουνά αυτά. Κάθε μέρα κυνηγούσαμε 40-50 βουβάλια, ελάφια, ζαρκάδια, αγρίμια και πολλούς λαγούς και τρώγαμε ματωμένα ψητά κρέατα· ακόμη κάθε μέρα κυνηγούσαμε με τύμπανα και ζουρνάδες 40-50 χαϊντούκους άπιστους. Στην κωμόπολη αυτή του Πετριτσιού, στην πόλη τού Κιουστεντίλ, στην κωμόπολη της Ντούπνιτσας, στην πόλη Σαμάκοβο και στην πόλη της Σόφιας κρέμασαν σε κάθε γωνιά τους άπιστους που συλλάβαμε. Κάναμε εκστρατείες για το Ισλάμ (ġazā).
Με λίγα λόγια τα βουνά αυτά του Πετριτσιού είναι υποδειγματικά ψηλά και επικίνδυνα βουνά. Μια κορυφή τους συμπληρώνεται από τα βουνά της Γερμανίας, της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και του Δεσπότη [=Ροδόπη, Dest pūt]· [η οροσειρά περνά] από τα βουνά Κοτζά, από τα βουνά της Σαμαρίνας (;), της Μπάμπια, από τις θερινές βοσκές των Ιωαννίνων και του Ουστόκ και από τα βουνά της Ρίλας, του Πετριτσιού αυτού, του Σαντζανλί και τη θερινή βοσκή των Σερρών [Παγγαίο;] και τα βουνά που βρίσκονται στη ράχη του Φερετζίκ [σημερινές Φέρρες, κοντά στην Αλεξανδρούπολη]. Πέρα από τη θάλασσα φτάνει στη ράχη της Προύσας, στο Cebel-i Rehbān, δηλαδή στο βουνό των μοναχών. Ακόμη [φτάνει] στο Σιβάς [αρχαία Σεβάστεια, Καισάρεια], στο Μαράς [αρχαία Γερμανίκεια, Κιλικία], στο Ερζερούμ, στις θερινές βοσκές των Χιλίων Λιμνών [Ανατ. Μικρά Ασία συνέχεια του Ταύρου]. Από εκεί φτάνει στα βουνά Αγζί [=Αραράτ], στο βουνό Ντεμαβέντ, στο βουνό Bi-sűtūn (Χωρίς Κολόνες) και στο βουνό Νεχαβέντ [βόρειο Λουριστάν, Περσία]. Από αυτό φτάνοντας ως την Ινδία σκορπίζεται, όπως λένε, στην επιφάνεια της γης με επτά βραχίονες. Είναι υψηλά βουνά· συνολικά είναι 148 θεοποίητα, μεγάλα βουνά.
Σχετικά με αυτά είπε ο προφήτης στο κεφάλαιο Nebā’ [=Η Αγγελία, Κοράνι, κεφ. 78]: «Και τα βουνά σαν κολόνες»· και στο κεφάλαιο [ ]: [«Δεν απλώσαμε τη γη (σαν κρεβάτι) και (δεν σηκώσαμε) τα βουνά σαν κολόνες;»] «Δικά του είναι τα κλειδιά των ουρανών και της γης». Οι σχολιαστές λένε ότι τα κλειδιά είναι τα υψηλά βουνά· ερμήνευσαν τη λέξη makālīd σαν τα κλειδιά της επιφάνειας της γης [κεφ. 39, εδάφιο 6-7]. Είναι αλήθεια ότι αν καλοεξετάση κανείς βλέποντας τα βουνά αυτά του Πετριτσιού και άλλα βουνά σαστίζει, σαν τον φτωχό, τον ανυπόκριτο Εβλιγιά. Μα τον Θεό, μένει κανείς ζαλισμένος.»
Έπαινος της μεγάλης θερινής βοσκής του Ουστόκ (Ustok)
«Η θερινή αυτή βοσκή είναι μια βοσκή περίφημη στην Αραβία, την Περσία και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Βρίσκεται σε τέτοια θέση, ώστε σε κάθε πλευρά της φαίνονται τα βουνά και οι βράχοι συνολικά επτά καζάδων. Ακόμη υπάρχει ένας τόπος που απέχει οκτώ ώρες από τη δυτική πλευρά της θερινής αυτής βοσκής προς τη νότια μεριά της πόλης Αχρίδας. Με τη λίμνη του και με όλα τα αγροκτήματα στην πεδιάδα με τις απέραντες εκτάσεις φαίνεται σαν ποδοπατημένη άμμος. Ακριβώς σε τριακόσιες γούρνες βόσκουν το καλοκαίρι τα πρόβατα του ευεργέτη Οχρή-Ζαντέ Μπέη Εφέντη του Μικρού. Είναι εβδομήντα χιλιάδες πρόβατα διαφόρων ειδών.
Στη χώρα την οθωμανική (Rūm), έπειτα από τη θερινή βοσκή της Γερμανίας (;) (Almān) και μετά τις θερινές βοσκές της Ρίλας, του Δεσπότη, των Σερρών και του Țus [πόλη στο Χορασάν], περίφημη είναι η θερινή αυτή βοσκή του Ουστόκ. Εδώ κατασκηνώσαμε με σκηνές στους τόπους όπου εισπράττονται οι φόροι προβάτων και στις γούρνες. Διασκεδάσαμε τρώγοντας καϊμάκι, γιαούρτι, τυρί τελεμέ, πρωτόγαλα, μελόπιττες (;), τυρόπιτες, καϊμάκι με μέλι, ομελέτες με μέλι και φρέσκο τυρί. Φάγαμε τρυφερά συκώτια κίτρινων κατσικιών που τα λένε sūrūnka (;), ήπιαμε γιαουρτόνερο, φάγαμε χρονιάρικα αρνιά ψητά και πέστροφες πιτσιλωτές, ήπιαμε διαφόρων ειδών παγωμένα ζωογόνα νερά, φάγαμε χιλιάδων ειδών φυτά, χορταρικά, κληματσίδες και ξινήθρες, αγριοφράουλες και χαμοκέρασα και ήπιαμε διαφόρων ειδών σερμπέτια με αγνό μέλι. Τα ζουμπούλια που υπάρχουν στη θερινή αυτή βοσκή, οι ελληνικοί μόσχοι (muşk-i rūmi), τα κρίνα, οι κίτρινοι νάρκισσοι στην οθωμανική αυτοκρατορία (Rūm diyārι) ίσως να βρίσκωνται στη θερινή βοσκή των Χιλίων Λιμνών, στο βουνό Bi-Sűtūn, στο βουνό Demāvend [=η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Elburz, Καύκασος] και στο Αργαίον όρος [Erces, προέκταση της οροσειράς του Ταύρου].
Αφού διασκεδάσαμε στη θερινή αυτή βοσκή μια εβδομάδα, κατευθυνθήκαμε ανατολικά άλλοτε κατεβαίνοντας πεζή και άλλοτε καβαλικεύοντας τα άλογα. Σε πέντε ώρες περάσαμε από το χωριό Πάζι· πηγαίνοντας πάλι ανατολικά [...].
Πηγή: Β. Δημητριάδη, Η κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή (Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια), Θεσσαλονίκη 1973, 349-52 και 307-8. Βλ. και Εvliya Celebi in Albania and Adjacent Regions (Kosovo, Montenegro, Ohrid). The Relevant Sections of the Seyahatname edited with Translation, Commentary and Introduction by Robert Dankoff and Robert Elsie, Brill, Leiden 2000, 219-221 The great mountain pasture of Istok.



[1] Πρόκειται για φορολογικές προσόδους που ιδιοποιούνται αξιωματούχοι/τιμαριώτες, έναντι στρατιωτικών κυρίως υποχρεώσεων προς το οθωμανικό δημόσιο, (20.000-100.000 άσπρα για τα ζιαμέτ και πάνω από 100.000 άσπρα για τα χας).

Δεν υπάρχουν σχόλια: