28/7/12

Η Κριτική των δημιουργών

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Θα προσδιόριζε ίσως κανείς επιτυχώς ένα μέρος, και πιθανόν το γνησιότερο, της ασκούμενης κριτικής (δημοσιογραφίας) στις μέρες μας, αν την τοποθετούσε στον μεταιχμιακό χώρο μεταξύ Επιστήμης και Τέχνης, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με το δοκίμιο. Όπως, δηλαδή, το δοκίμιο χρειάζεται συχνά έναν προσδιορισμό προκειμένου να οριστεί ακριβέστερα η προέλευση και/ή η στόχευσή του, αλλά και η τεχνική του, το ίδιο χρειάζεται και η δημοσιογραφία που βρίσκεται στα χέρια ελεύθερων, συνειδητών πολιτών. Αν, όμως, ορίζουμε ως «ποιητικό» ένα δοκίμιο που εμφανίζεται ως στοχασμός, με την έννοια ότι ο συγγραφέας του μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό παρά στον αναγνώστη, τότε τι θα ορίζαμε ως «ποιητική/λογοτεχνική δημοσιογραφία» ή, αλλιώς, «κριτική των δημιουργών»;

Στη συνύπαρξη των ιδιοτήτων του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου στο ίδιο πρόσωπο, εκείνο που ίσως συναντάται συχνότερα είναι η διάθεση από τον εν λόγω κάτοχο των δύο ιδιοτήτων να απαξιώσει, ή να υποτιμήσει έστω, τη δεύτερη ιδιότητα για να εξάρει την πρώτη. Εξάλλου, πολλοί θα βρίσκονταν να πουν, και όχι απαραιτήτως άδικα, πως διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για τη δυνατότητα παράλληλης επιτυχημένης άσκησης και των δύο ιδιοτήτων. Έτσι, για παράδειγμα, στο παρελθόν, ο Τάσος Αθανασιάδης είχε γράψει για τον Πάνο Καραβία ότι «η θητεία του –έστω και επιτυχημένη– στη δημοσιογραφία» στάθηκε η αιτία να αποπροσωποποιηθεί η κομψή δημοτική» τής γραφής του[1]. Παρόμοιες επιφυλάξεις είχαν εκφραστεί, μεταξύ άλλων, ως γνωστόν, και για τον Ιωάννη Κονδυλάκη και τον χρόνο που ήταν υποχρεωμένος να αφιερώνει στην δημοσιογραφία για βιοποριστικούς λόγους. Υπήρξαν όμως και κριτικές, όπως εκείνη του Κώστα Στεργιόπουλου, που απέδιδαν στη μακρόχρονη θητεία τού Κονδυλάκη στη δημοσιογραφία την όξυνση έμφυτων αρετών, απαραίτητων στην διηγηματογραφία[2].
Ως δημοσιογραφία ορίζεται «η συγκέντρωση ειδήσεων πολιτικής, κοινωνικής, πνευματικής κ.λπ. φύσεως και η διάδοσή τους δια του Τύπου και δια των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης με στόχο την πληροφόρηση του πολίτη»· κατ’ επέκταση, δημοσιογραφία είναι «ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται από τον Τύπο ή από τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης θέματα και γεγονότα»[3]. Είναι φανερό, με μια πρώτη ματιά, ότι τα θέματα ποίησης και δημοσιογραφίας θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κοινά, ενώ (εξαιρούνται εδώ τα μέσα διάδοσής τους) και στις δύο υπάρχει το προσωπικό στοιχείο που έχει να κάνει με τον τρόπο πρόσληψης και στη συνέχεια παρουσίασης του θέματος από τον γράφοντα. (Καθώς εδώ εστιάζουμε στις ομοιότητες και όχι στις πολλές, οπωσδήποτε, διαφορές δεν αναφερόμαστε, βέβαια, στην ουσία της Τέχνης, είτε ως μίμησης είτε ως αναπαράστασης της πραγματικότητας). Ως προς τον στόχο, δε, της πληροφόρησης, παρόλο που η κοινή εμπειρία διδάσκει ότι δεν περιμένει κανείς να ενημερωθεί από την ποίηση, θα πρέπει να δεχτούμε ότι, από τη μια, η πληροφορία και, από την άλλη, η αυτογνωσία, στην οποία οδηγεί στις καλές στιγμές της η ποίηση, τόσο τον δημιουργό όσο και τον δέκτη, εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της γνώσης. Όσο για τον σκοπό της Τέχνης (γενικά) να προσφέρει συγκινήσεις, και τον αισθητικό χαρακτήρα κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας, υπάρχουν πολλά κριτικά/ δημοσιογραφικά κείμενα που, πέραν της όποιας άλλης πρακτικής ή χρηστικής αξίας τους, δείχνουν να προέρχονται από μία γνήσια, αν όχι υψηλή, δημιουργική ικανότητα.
Εξάλλου, αν δεν πρόκειται για την αντιμετώπιση της τέχνης ως αυτοσκοπού, μέσω του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη» (και των συναφών εννοιών τού υποκειμενισμού και της αμεθεξίας), δόγμα που πρεσβεύει την αυτονομία και την αυτοτέλεια του καλλιτεχνικού φαινομένου πέρα ακόμα και από κάθε ηθικοδιδακτική σκοπιμότητα, τότε τα θέματα και οι στόχοι τής Τέχνης/ποίησης και της δημοσιογραφίας, αποδεδειγμένα πλέον, προσεγγίζουν. Στην περίπτωση, μάλιστα, της «στρατευμένης Τέχνης», η εγγύτητα είναι ακόμη μεγαλύτερη, ιδιαίτερα όταν με τη στράτευση δεν εννοούμε απαραίτητα και στέρηση της ελευθερίας τού δημιουργού. Ο Jean-Paul Sartre είχε ασχοληθεί εκτενώς με το συγκεκριμένο ζήτημα και δεν έχουμε παρά να επιλέξουμε εδώ κάποιες από τις απόψεις του που μας αφορούν: «η μοίρα τής λογοτεχνίας είναι συνδεδεμένη με τη μοίρα τής εργατικής τάξης»/ «κατ’ ουσίαν λογοτεχνία σημαίνει προάσπιση μιας θέσης»/ «Η λειτουργία ενός συγγραφέα είναι να αποκαλεί τα σύκα σύκα»/ «Εμείς [οι συγγραφείς…] πρέπει […] να πάμε να […] βρούμε [τους αναγνώστες] εκεί όπου βρίσκονται – χαμένοι δηλαδή μέσα στο χρόνο τους σαν βελόνες στ’ άχυρα – και να τους υπενθυμίσουμε τα δικαιώματά τους»[4].
Δηλώσεις και διαπιστώσεις όπως οι προηγηθείσες περιγράφουν ένα σαφές όσο και ευρύτατο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι σχέσεις Τέχνης και Δημοσιογραφίας φαίνεται να λειτουργούν κανονικά, ενώ παραπέμπουν σε μία από τις πολλές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την προέλευση της Τέχνης. Σύμφωνα με αυτήν, «η τέχνη στην αρχή δεν είχε σχέση με την ομορφιά, αλλά υπηρετούσε τη μαγεία και μέσω αυτής την ίδια τη ζωή. Όταν ο άνθρωπος της λίθινης εποχής παρίστανε στα τοιχώματα των σπηλαίων ζώα, δεν το έκανε για να περνά ευχάριστα τις ώρες του ή για να εκφράζει αισθητικές συγκινήσεις, αλλά γιατί πίστευε ότι απεικονίζοντας το ζώο θα μπορούσε να το βρει και να το σκοτώσει εύκολα, με άλλα λόγια θα μπορούσε να εξασφαλίσει την τροφή του»[5]. Μήπως και η ενημερωτική λειτουργία τής δημοσιογραφίας δεν στοχεύει, μεταξύ άλλων, και στον εντοπισμό και τη γνωστοποίηση των πάσης φύσεως εχθρών; Και πόσα θα είχε να πει κανείς εδώ προκειμένου για την σατιρική πλευρά τής δημοσιογραφίας, όπως, εξάλλου, και για την σατιρική πλευρά της Τέχνης.
Είναι ενδιαφέρον (και αναρωτιέται κανείς μήπως ήταν και αναμενόμενο) ότι η αρχή της δημοσιογραφίας αποδίδεται σε έναν λογοτέχνη, τον Άγγλο πεζογράφο Daniel Defoe, σύγχρονο ενός άλλου μεγάλου Άγγλου ποιητή και πεζογράφου, του Jonathan Swift, ο οποίος επίσης παρήγαγε δημόσιο καταγγελτικό λόγο. Για να αναφέρουμε δύο ακόμα από τα πάμπολλα παραδείγματα, ο Ντοστογιέφσκι θεωρείται πως παραδίδει μαθήματα δημοσιογραφικού ήθους στο Ημερολόγιο του συγγραφέα[6], ενώ ο Γκόρκυ αξιολογείται από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο ως σημαντικός παραγωγός δημόσιου λόγου[7].
Θα μπορούσαν, λοιπόν, τα δημοσιογραφικά κείμενα ενός λογοτέχνη/ποιητή να θεωρηθούν ως ένα είδος επιστολογραφίας ή ημερολογίου, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου «ομοδιακειμενικού παρακειμένου», όπου όλα, κάθε γραπτή κατάθεσή του, είτε είναι κριτική βιβλίου, είτε μετάφραση, είτε άρθρο, είτε είναι το κατ’ εξοχήν δημιουργικό έργο τού συγγραφέα, συνανήκουν «στο προσωπικό σύστημα αναφοράς του» και «συνυπάρχουν το καθένα με τη δική του αυτοτέλεια»[8]; Κατά τη γνώμη μου το παραπάνω αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός.

Η Σταυρούλα Τσούπρου είναι διδάκτωρ φιλολογίας


Την επόμενη Κυριακή
Βαγγέλης Μπιτσώρης, Ο κριτικός λόγος εν μέσω της μεταφραστικής πρακτικής και του υπομνηματισμού






[1] Βλ. στο Τάσος Αθανασιάδης, Από τον εαυτό μας στους άλλους, Δοκίμια, Εστία, 1993, σ. 189.
[2] Βλ. στο Αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Ιωάννη Κονδυλάκη, τόμος 72, τεύχος 851, Χριστούγεννα 1962, σ. 7.
[3] Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998.
[4] Βλ. στο Jean-Paul  Sartre, Τι είναι η λογοτεχνία;, μετάφραση: Ευγενία Τσελέντη, Μεταίχμιο, 2005, σσ. 335, 367, 374 και 384 αντίστοιχα.
[5] Βλ. στο Σωκράτη Γκίκα, Λεξικό εννοιών, Σαββάλας, 1994, στο λήμμα «Τέχνη».
[6] Βλ. στο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, Το ημερολόγιο του συγγραφέα (2 τόμοι), Εισ.–Μετ.–Σχολ.: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, Επιμέλεια: Ντίνα Σαμοθράκη, Αρμός, 2007.
[7] Βλ. στο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Η ρωσική λογοτεχνία, Κέδρος, Αθήνα, 1978. (Μιλώντας για τους κορυφαίους παλαιότερους, όπως και για τους ομότεχνούς τους σημερινούς, δεν αναφερόμαστε, βέβαια, σε μία απολύτως εξωστρεφή μαχητική δημοσιογραφία (αν και, τουλάχιστον, οι προαναφερθέντες Άγγλοι λογοτέχνες, και ιδίως ο Swift, πραγματοποίησαν σημαντικές παρεμβάσεις στη σύγχρονή τους κοινωνική ζωή), η οποία, με σημερινούς όρους, για να λάβουμε υπ’ όψιν και την κρίση αξιοπιστίας στο εσωτερικό τού δημοσιογραφικού χώρου, εκπροσωπείται ίσως καλύτερα από τους ακτιβιστές της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης (με όσα προβλήματα παρουσιάζει και αυτό το φαινόμενο της εναλλακτικής δημοσιογραφίας)· οι εν λόγω ακτιβιστές αντιτίθενται κυρίως στη δημοσιογραφία της υποταγής, που θεωρείται πως συνέβαλε στο βάθεμα των ανισοτήτων και στην καταπάτηση των ανθρωπίνων και των κοινωνικών δικαιωμάτων).
[8] Βλ. στην κριτική τού Γιώργου Ξενάριου με τίτλο «Αποσιωπώντας την ποίηση. Ο κόσμος μιας σπαρακτικής μοναξιάς», για το βιβλίο Αρτύρ Ρεμπώ, Γράμματα από το Χαράρ, μετάφραση: Απόστολος Καρούλιας, Άγρα, στο ένθετο Βιβλιοθήκη της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, τ. 490, Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008, σσ. 8-9.

Δεν υπάρχουν σχόλια: