7/7/12

Μορφές πολιτικής οργάνωσης

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟ ΤΡΟΝΤΙ



Ο Μάριο Τρόντι γεννήθηκε στη Ρώμη το 1931. Καθηγητής Ηθικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Σιένα, συνιδρυτής (με τον Ρανιέρο Παντζιέρι)   του περιοδικού  Quaderni Rossi  και αργότερα (1963)  διευθυντής του Classe Operaia, θεωρείται ως ο σημαντικότερος διανοητής του ιταλικού εργατισμού. Η «εργατιστική» περίοδος του Τρόντι αντιπροσωπεύεται στον υψηλότερο βαθμό από το έργο του Operai e capitale (1966). Παρόλα αυτά, τυπικά   ουδέποτε αποχώρησε από το ΚΚΙ, έως τη στιγμή της αυτοδιάλυσής του.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, μάλιστα, επανεντάχθηκε στην ηγεσία του κόμματος, κι εξελέγη πολλές φορές μέλος της Κ.Ε. αλλά και γερουσιαστής (1992, με το PDS). Το 1981 ίδρυσε την πολιτική επιθεώρηση Laboratorio Politico, ενώ από το 2004 είναι πρόεδρος του  CRS-Archivio Pietro Ingrao (Κέντρο για τη Μεταρρύθμιση του Κράτους- Αρχείο Πιέτρο Ινγκράο). Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουνίου του 2012 στην ιστοσελίδα του CRS  http://www.centroriformastato.org/crs2/spip.php?article392 .

ΠΕΤΡΟΣ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗΣ

Αρχικά, σκέφτηκα να γράψω «νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης», όμως η αλλεργία που προκαλείται από το επίθετο «νέος» δεν γίνεται αμέσως αισθητή. Κι έτσι, αφαίρεσα μια λέξη. Όχι ότι δεν είναι αναγκαίο να σκεφτόμαστε διαφορετικές μορφές από εκείνες του παρελθόντος. Αντιθέτως, αυτός είναι ο στόχος. Το σημερινό κείμενο θα ήθελε να είναι όχι η κατάληξη αλλά, μάλλον, η απαρχή μιας διαδρομής στοχασμού, πειραματισμού, έρευνας πεδίου, συγκριτικής αλλά και συμμετοχικής, προς τη διατύπωση ενός μοντέλου κόμματος το οποίο να είναι ικανό να πραγματοποιήσει το αναγκαίο ξεπέρασμα της σημερινής, ιστορικής κρίσης των πολιτικών κομμάτων.

Οι μορφές είναι αναγκαίες. Στην πολιτική είναι απαραίτητες. Μορφή του κόμματος, της κυβέρνησης, του κράτους. Είναι το θεσμικό επίπεδο. Εκεί σημειώθηκε μια απώλεια, μια εξάντληση, ένα άδειασμα, ένα αδυνάτισμα, εξαιτίας πολύ συγκεκριμένων λόγων, διόλου σκοτεινών. Κι ας αφήσουμε, τουλάχιστον εδώ, την παρηγορητική ρητορική, η οποία μάλιστα σ’ αυτή τη φάση συμφέρει πολλούς για λόγους αμφίσημους, σύμφωνα με την οποία αυτές οι μορφές ξεπεράστηκαν από την εμφάνιση νέων ερωτημάτων, νέων αναγκών, από τη μεριά μιας πολιτικής κοινωνίας καταπιεσμένης από την «κακή πολιτική».

Μακάρι να ήταν έτσι. Εγώ πιστεύω ότι αν ήταν έτσι, οι «νέες» μορφές θα είχαν ήδη βρεθεί. Όταν υπάρχει μια ώθηση από τα κάτω πραγματική, κοινωνική και άρα υλική, αυτή ψάχνει και βρίσκει τις κατάλληλες μορφές έκφρασης. Τίποτα δεν βρέθηκε, εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Απίθανες προτάσεις, εφήμεροι πειραματισμοί, αυτοσχεδιασμοί στο πόδι, χαλαρότητα, πρόσωπα-καρικατούρες, κι όλα αυτά σε μαζική παραγωγή. Γιατί; Και γιατί οι σοβαρές προσπάθειες ανανέωσης της πολιτικής προσφοράς συναντούν τέτοια δυσκολία να ριζώσουν, να παγιωθούν, να βρουν και να παράξουν ταυτότητα; Περί αυτού πρέπει να μιλήσουμε, με ρεαλισμό.

Πρώτον: να αποϊδεολογικοποιήσουμε τη συγκυρία – η οποία, αντίθετα με όσα λέγονται, είναι πολύ ιδεολογικοποιημένη, με την ηγεμονία να βρίσκεται πλήρως στα χέρια των κυρίαρχων τάξεων.     Μίλησα για διόλου σκοτεινούς λόγους. Υπήρξε μια πτώση της ποιότητας της συναίνεσης στις δημοκρατικές κοινωνίες. Οι κοινωνικές ωθήσεις αντικαταστάθηκαν από τα «ρεύματα» της κοινής γνώμης. Στις σημερινές δημοκρατίες, οι οποίες είναι αποκλειστικά εκλογικές, αυτά τα ρεύματα επιτελούν μια δομική λειτουργία. Όπως η αυξομείωση των δεικτών του χρηματιστηρίου καθορίζει τις οικονομικές αποφάσεις, έτσι και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να διαπιστώσει κανείς την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού επί του πολιτικού. Είναι πρωτοκαθεδρία του ποσοτικού επί του ποιοτικού, των αριθμών επί των ιδεών. Διόλου τυχαία, είναι ο λαϊκισμός αυτό που παρουσιάζεται σήμερα ως η νέα μορφή πολιτικής ομολογίας. Η επικοινωνία αναλαμβάνει το ρόλο της νέας κυρίαρχης εξουσίας. Και ιδού: η αυτονομία της κοινής γνώμης είναι μια ιδεολογική αναπαράσταση. Εκ των πραγμάτων καθοδηγείται, προσδιορίζεται, χειραγωγείται όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.  

Τα συμφέροντα αποζητούσαν πολιτική αντιπροσώπευση και τελικά κατέληγαν στη διαμεσολάβηση. Η κοινή γνώμη, πρώτα απ’ όλα, διεκδικεί να αυτοεκπροσωπείται. Εδώ βρίσκεται η πραγματική εναλλακτική μεταξύ δύο θεσμικών συστημάτων. Η επιλογή μεταξύ της κοινοβουλευτικής και της προεδρικής δημοκρατίας δεν είναι μια επιλογή εκλογικής τεχνικής: είναι μια ουσιαστική πολιτική απόφαση. Μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης διατρανώνεται η ανεμπόδιστη εξουσία των συμφερόντων των πιο ισχυρών. Όχι το γενικό συμφέρον. Αντίθετα: η σχέση μεταξύ δυνάμεων στην πιο καθαρή της μορφή, δίχως πια αντίβαρα και αναχώματα. Κι έτσι συμβαίνει κάτι διόλου παράξενο: το «εκπολιτισμένο» τμήμα της κοινωνίας, ακριβώς επειδή διαθέτει το μονοπώλιο του λόγου, κυριαρχεί στο υπόλοιπο, πλειοψηφικό τμήμα του κοινωνικού. Ο λαός που διαθέτει εντός του, στο κέντρο του, τους εργαζόμενους, περιορίζεται στο να ακολουθεί πιστά τα «ρεύματα». Η «Δημοκρατία των ιδεών» ορίζει δουλειά για το σπίτι στις πολιτικές δυνάμεις.

Πρώτη αποστολή του κόμματος που θα ξαναφτιάξει την Ιταλία, θα φτιάξει την Ευρώπη: να δώσει φωνή σ’ όσους δεν έχουν φωνή. Γιατί αν δεν τους τη δώσει το κόμμα αυτή τη φωνή, δεν θα τους τη δώσει κανείς. Κι έτσι θα παραμείνουν μουγκοί, αόρατοι, σε μια κοινωνία του φαίνεσθαι, ζωντανοί κι όμως ανύπαρκτοι. Κοιτάξτε τούς μετανάστες, μας αφηγούνται μια μεταφορά σχεδόν λογοτεχνική  -δεν ξέρω αν θα χρειαζόταν ένας Τσέχωφ ή ένας Μπέκετ για να την περιγράψουν.  Και κάτι ακόμα, το οποίο προκύπτει απ’ όσα είπα μέχρι εδώ: η αποδόμηση των μορφών του κόμματος, της κυβέρνησης, του κράτους, είναι ο στόχος, ο οποίος επετεύχθη, μιας επιχείρησης από τα πάνω. Την είχε ανάγκη αυτή την αποδόμηση ο φιλελεύθερος, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, ο οποίος  τα τελευταία τριάντα χρόνια επέβαλε παντού την απόλυτη εξουσία του. Όχι μια ανακαίνιση, αλλά μια παλινόρθωση: στην ουσία της πραγματικής κοινωνικής σχέσης, οπλισμένη με τεχνολογικές επαναστάσεις. Όχι ένα άλμα στο μετά-τον-εικοστό-αιώνα, αλλά μια αιώνια επιστροφή στον 19ο. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ανέτρεψε τον δημοκρατικό καπιταλισμό της προηγούμενης τριακονταετίας, που τον διαχειρίζονταν ή περιόριζαν τα μεγάλα, μαζικά κόμματα, τα οποία διέθεταν λαϊκές συνιστώσες. Αυτά ήταν εμπόδια στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κι αυτά βγήκαν απ’ τη μέση – κάτω από τα ζωηρά χειροκροτήματα των «ανανεωτών».

Η παρεκτροπή των πολιτικών ηγεσιών, η απαξίωση των κομμάτων, η ασημαντότητα των κυβερνήσεων, η αδυναμία των κρατών, δεν είναι αίτια αλλά συνέπειες. Το ίδιο και η έλλειψη στίγματος, η αυτοαναφορικότητα, η διαφθορά της πολιτικής. Όταν αποδομούνται οι μορφές επανεμφανίζονται οι υποκειμενικότητες – παντού, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Όταν αποδιοργανώνεται η πολιτική, τότε μπαίνει σε κρίση. Η κρίση της πολιτικής είναι η κρίση των οργανωμένων μορφών της. Γι’ αυτό μιλάμε για «οργανωμένη πολιτική». Με την ευρεία έννοια: εντός της υπάρχει η μορφή του κόμματος, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό. Περιλαμβάνει μορφές αυτοοργάνωσης, για επιμέρους ζητήματα, εντός ενός προγραμματικού και σχεδιοποιημένου γενικού πλαισίου.

 Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε κινηματικές εμπειρίες, κάποιες μέσα κι όχι μόνο δίπλα στη μορφή του κόμματος. Απαραίτητα χαρακτηριστικά: οι κανόνες, η διάρκεια, η εξειδίκευση της πολιτικής, η διαμόρφωση και η επιλογή των στελεχών, ο έλεγχος της ηθικής, η απουσία της μορφής του ηγέτη, της προσωπολατρίας ή της προσωποποίησης, η συλλογική λήψη των αποφάσεων.

Ακούω συχνά να λέγεται, από διάφορες μεριές: «πρέπει να καταλάβουμε τους λόγους της αντιπολιτικής». Ή: «ας μην ονομάζουμε αντιπολιτική οτιδήποτε δεν μας αρέσει». Είναι δυο καλοπροαίρετες παρατηρήσεις. Αλλά οι καλές προθέσεις οφείλουν να μελετώνται κάνοντας χρήση της λογικής.  Σχετικά με αυτό το πρόβλημα, η κατάσταση είναι πολύ ανησυχητική και στα όρια μιας μαζικής σύγχυσης. Τα αντιπολιτικά αντανακλαστικά των πολιτών αντικατοπτρίζουν, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν, την αντιπολιτική των αγορών, οι οποίες, αντιθέτως, το ξέρουν πολύ καλά. Η αναζήτηση μιας άλλης πολιτικής, χωρίς κόμματα, πέρα από κόμματα, εθελοντικές οργανώσεις ή οργανώσεις πολιτών, συμμαχεί, είτε το θέλει είτε όχι, με τη σέχτα εκείνη των επαγγελματιών του «αντισυντεχνιακού αγώνα» οι οποίοι, από τις στήλες των μεγάλων εφημερίδων, αποτελούν τα μεγάφωνα των χειρότερων ταξικών συμφερόντων. Ας δούμε, για παράδειγμα, το ζήτημα της κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, να εξηγήσουμε, να κάνουμε διακρίσεις, να μην αμυνόμαστε. Πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη καμπάνια αντιπληροφόρησης. Ο σωστός δρόμος είναι ένας: να μη μιλάμε εξ ονόματος του κομματικού συστήματος αλλά εκ μέρους ενός μοντέλου κόμματος το οποίο, επειδή απολαμβάνει του σεβασμού, διαθέτει αξιοπιστία, κύρος, δύναμη, ευφυΐα, ορθότητα και, στο βαθμό που είναι προστάτης των αδυνάτων, κάνει τη διαφορά.

Ο Αλφρέντο Ράιχλιν είχε πει, πριν από κάμποσα χρόνια, κάτι πολύ ωραίο: «Εγώ δεν γράφτηκα σε κόμματα, γράφτηκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα». Οφείλουμε να στοχεύουμε, λοιπόν, σε κάτι δύσκολο: αν έστω και μόνο ένα μεγάλο κόμμα, αποφασισμένο για τις τύχες της χώρας, καταφέρει να μείνει άτρωτο από την αντιπολιτική, τότε η πολιτική θα ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της σαν τον μυθικό Φοίνικα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: