30/6/12

Ιστορία-Κριτική-Θεωρία

Ιστορία-Κριτική-Θεωρία αποτελούν συνιστώσες της Πολιτικής ως δημόσιου πράττειν. Με το βάρος που αποκτούν διακριτοί και αλληλένδετοι, oι όροι αυτοί ηχούν κάπως παρελθοντολογικά. Σαν  να μην είναι του παρόντος, αφού η ηλεκτρονική κατανάλωση της επικαιρότητας σαρώνει τα ίχνη τους. Το θέμα είναι να σωθούν, γιατί χρειάζονται όπως ο φακός στο σκοτάδι.
Εδώ, εστιάζουμε το ενδιαφέρον στην Κριτική. Καθώς παραδίδει τα ιστορικά πράγματα (όσα έγιναν και όσα μπορούν να γίνουν) στη θεωρητική εξέταση, η Κριτική  διαμεσολαβεί για το άνοιγμα στην  Πολιτική, δίνοντας στην τελευταία μια στέρεη γνωστική βάση, πέρα από τα κυβεύματα της   πολιτικής  αναμέτρησης ή αναρρίχησης.
Στα  τέλη του 18ου αιώνα, η κριτική δύναμη της σκέψης μπόρεσε και ελευθερώθηκε από την  δογματισμό, αλλά και από τον σκεπτικισμό που προκαλούσε η επικυριαρχία του. Eξετάζοντας τον τρόπο παραγωγής και νομιμοποίησης της γνώσης, ήλθε αντιμέτωπη με τον διαμελισμό της  σε εργαλειακή ορθολογικότητα που διευκολύνει την υπερσυσσώρευση και σε πνεύμα  που στηρίζει αισθητικές, ηθικές και πολιτικές κρίσεις ατομικής και κοινωνικής αυτοσυνειδησίας.
Αν δεν είχε μεσολαβήσει η αυτοκριτική της που την απάλλαξε από τoν δογματισμό και τον σκεπτικισμό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ένα μισό της διαμελισμένης σκέψης (η ιστορική  συνείδηση, όση πρόλαβε και αναπτύχθηκε) θα είχε χαθεί προ πολλού και ίσως αμετάκλητα, για πολλές μελλοντικές δεκαετίες .     
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την Καντιανή φορμαλιστική κριτική μέχρι τις ρηξικέλευθες κριτικές του Μαρξ, έγινε σαφές ότι ήταν αδύνατο να αλλάξει η λογική του οικονομικο-πολιτικού συστήματος, χωρίς την επεξεργασία πρισμάτων εναντίωσης στην σύνταξη και εκφορά του λόγου που στηρίζει και νομιμοποιεί την δόμηση, οργάνωση και  λειτουργία του .
Εναντιωνόμενη στην συγκάλυψη της αλλοτρίωσης, και της εκμετάλλευσης, μέσω ιδεολογημάτων που εμφάνιζαν την πρόοδο ως αέναη συσσώρευση πλούτου, η κριτική σκέψη  -κλειδί για τις θέσεις και δράσεις της αριστερής πολιτικής- οδήγησε στην συγκρότηση ενός άλλου τρόπου σκέψης που ρίχνει φως στις αλληλεξαρτήσεις και τους ανταγωνισμούς του συστήματος.
Σ’ αυτή την γραμμή, τον 20ό αιώνα, κινήθηκε και η φραγκφουρτιανή Κριτική θεωρία για να κατανοήσει τις ζημιογόνες συνέπειές των αντιθέσεων και αντιφάσεων και να εναντιωθεί στα  ιδεολογήματα που εμφάνιζαν νόμο και νόημα ως πηγές εξουσίας και τάξης. Άνοιγε έτσι, τον δρόμο της χειραφέτησης που θα διασφάλιζε κάθε λογικό και ρεαλιστικό διακανονισμό των  πολιτικών αντιμαχιών. Το ίδιο και η Αποδόμηση που διέκρινε στην συντακτική κίνηση του  γραπτού λόγου την δυνατότητά του να υπερβαίνει τα κλειστά νοήματα τυπικών ταυτοτήτων  (Α=Α ή 1+1=2) και να εξιχνιάζει μέσα στις λογοτεχνικές μεταφορές ή στα θεωρητικά σχήματα των κειμένων, τις  ουσιώδεις διαφορές των πραγμάτων, κάτω από  τις επιφανειακές τους ομοιότητες.
Η Κριτική επιστημολογικών, ιδεολογικών και πολιτικών λαθών, σε όλες τις παραπάνω μορφές της, συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας ουσιαστικής λογικής, η οποία, στους αντίποδες της Τυπικής λογικής, φωτίζει τις δυνατότητες μεταλλαγής της καπιταλιστικής κοινωνίας ως στιγμές-εκφάνσεις του γίγνεσθαί της, τις οποίες ελέγχουν και ταυτόχρονα αποκρύπτουν θεσμοί που αναπαράγουν το πνεύμα των διαχωρισμών, ανταγωνισμών και αλληλο-αποκλεισμών του συστήματος. Στηρίζει, έτσι, με την απαιτούμενη γνώση, τον προβληματισμό για το δέον-γενέσθαι που είθισται να μονοπωλούν αυτάρεσκες ρητορείες.  
Ο εγγνωσμένος προβληματισμός περί του πρακτέου μας δείχνει ότι οράματα, ηθικο-πολιτικές επιταγές ή προτάγματα δεν είναι αποκυήματα του φαντασιακού μεμονωμένων ατόμων που εκφράζουν την βούλησή τους με όρους ορθοπραξίας, προφητείας, ουτοπικών συλλήψεων ή  ιστορικών αφηγήσεων που κατασκευάζουν παραλλαγές συμβεβηκότων ή παραδόσεων. Αντίθετα, συνδέονται με την διαύγαση της πραγματικότητας, και την χάραξη κατευθύνσεων και προοπτικών που αξιοποιούν τις κρυμμένες δυνατότητές της. 
Κριτική και θεωρία διαλύουν, έτσι, τις ψευδαισθήσεις για την ως δια μαγείας είσοδό μας σε ένα κόσμο συνεχώς αυξανόμενης υλικής ή προσομοιωμένης ευημερίας. Εξασφαλίζοντας ως βάση τις αναγκαίες αρχές για το άνοιγμα στην πολιτική, μας δείχνουν ότι ο κόσμος στον οποίο μπορούμε να οδηγηθούμε είναι μια διαδικτυωμένη ολότητα, χωρίς διαβαθμίσεις (σε πρώτο, δεύτερο, τρίτο) όπου το πλεόνασμα της εξαθλίωσης και της δυστυχίας αντί να μεγαλώνει,  μπορεί να λιγοστεύει.
Αυτό το σωτήριο ξεκαθάρισμα σχετικά με το τι μπορούμε να ελπίσουμε, τι χρειάζεται να κάνουμε και τί μπορούμε, εντέλει, να έχουμε, λειτουργεί καθαρτήρια εξασφαλίζοντας ουσία στα πολιτικά προγράμματα και τις δράσεις  που δρομολογούν.
Ωστόσο, ο παραδειγματικός ρόλος της Κριτικής και της Θεωρίας στην διαμόρφωση πολιτικών θέσεων και στην άσκηση πολιτικής συσκοτίζεται, καθώς η πολιτική αποκόπηκε  από τους προβληματισμούς που προκαλεί το γίγνεσθαι των ιστορικών πραγμάτων, για να  μετατραπεί σε προσοδοφόρα διαχείριση των οικονομικών. Πράγμα που ευνοεί την ταχεία  πολιτικοποίηση όσων προστρέχουν ξεχνώντας ότι ο ρόλος της πολιτικής  είναι να  δίνει λύσεις στα προβλήματα των λαών κι όχι διεξόδους στα αδιέξοδα που προκαλεί η ακαμψία  μηχανισμών που συγχέουν τους ανθρώπους με αριθμούς. 
                                         
Τι επέτρεψε μια τέτοια υποβάθμιση; Πιθανότατα, το γεγονός πως όσο  περισσεύει η  απληστία  και οι επεκτατικές της ανάγκες, τόσο λιγοστεύει η ελευθερία και οι επιταγές της. Είναι μελαγχολικό που φιλόσοφοι, με τα νώτα στραμμένα στην σκέψη, ακολουθώντας τις επιταγές της επικαιρότητας, σπεύδουν να λογοκρίνουν την αναφορά στη ελευθερία. Όμως, χωρίς αυτήν, είναι αδύνατη η κριτική των ιδεολογικών κρυσταλλώσεων που μας κρατούν δέσμιους στο ισχύον καθεστώς διαχείρισης πραγμάτων και λόγου.
Η ανελεύθερη  σκέψη δεν  μπορεί να αντικρούσει  δογματικά  ή μηδενιστικά επιχειρήματα ότι δήθεν η δεδομένη τάξη πραγμάτων και λόγου είναι καρπός πεπρωμένου, μοίρας ή νομοτέλειας  ή ενός ιστορικά τυχαίου που αδυνατούμε να εξηγήσουμε. Όμως, το ανεξήγητο δεν είναι και ακατανόητο. Δεν μπορεί να τα αντικρούσει γιατί υπηρετεί αλλότρια συμφέροντα ή άκριτες κομματικές, πελατειακές, συντεχνιακές, ψηφοθηρικές, διασπαστικές πρακτικές. Μη ορίζοντας τον εαυτό της, και ανυποψίαστη για τον ρόλο της κριτικής και της θεωρίας, η ανελεύθερη σκέψη, είναι ακατάλληλη να σκεφθεί και να χειρισθεί τα δημόσια πράγματα.
Η ιδέα πώς η αναζήτηση της αλήθειας είναι ένα ιδεαλιστικό-ηθικολογικό εγχείρημα που πρέπει τάχα να παραμερίσουμε χάριν ουσιωδέστερων και πρακτικότερων εγχειρημάτων. Είναι τυφλή και άλλο τόσο επικίνδυνη προκατάληψη. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια (η γνώση των ιστορικών πραγμάτων) είναι στοιχειωδώς ρεαλιστικό μέλημα: απεμπολώντας το, μένουμε όμηροι σφαλμάτων και λαθών, των δικών μας και των άλλων, χωρίς γνώμονα για όσα χρειάζεται να αποφύγουμε και για όσα να πράξουμε, στα διαπλεγμένα πεδία της κοινωνικής ζωής.                    
Ξεκόβοντας από την Κριτική και την Θεωρία, μη μπορώντας να εντοπίσουμε ποια λάθη και για ποιους λόγους χρειάζονται διόρθωση, αρκούμαστε στην πολεμική που κινείται κι αυτή όπως και ο κατεστημένος λόγος, με μισές αλήθειες. Πράγμα που μας εμποδίζει να   εξιχνιάσουμε δυνατότητες του ιστορικο-κοινωνικού που μας φανερώνονται, μόνον όταν προσεγγίζουμε την πραγματικότητα στο σύνολό της, εντοπίζοντας, κατά  την ανάλυση και την σύνθεση, τις πολλαπλές δικτυώσεις των μερών με το όλο.                   
Αντίθετα με την πολεμική που αποφεύγει την ανάλυση, η ελεύθερη κριτική σκέψη, χωρίς να παραδίδεται άνευ όρων στο θυμικό και τις αντιδράσεις του, ανατέμνει την πραγματικότητα ή τον λόγο που την οργανώνει, για να ανασυνθέσει, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της θεωρίας, τις δυνατές συνάψεις των διαχωρισμένων μερών της. Μόνον αν αναλύσω τις δυνάμεις (αλληλοδράσεις) του κακού στον τρόπο δόμησης, οργάνωσης και λειτουργίας του δεδομένου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μόνο τότε μπορώ να ανασυνθέσω ένα δομικό μοντέλο με τροποποιημένη οργάνωση και λειτουργία, ώστε σκεπτόμενος πολιτικά, να συμβάλω στην πραγμάτωσή του.
Με την ελευθερία που είναι η δύναμη της σκέψης να αυτοθεμελιώνεται πάνω στην ίδια την  δράση της, εξοστρακισμένη στο φαντασιακό πουθενά, ό,τι απομένει ως ίχνος της (πάνω σε άμμο) είναι μια πολιτική δράση ντεσιζιονιστικά θεμελιωμένη ή αυτοσχεδιαστική σαν αυτές που θα συναντούσαμε στους χώρους της τέχνης. Αποκομμένη, όμως, από τα ποικίλα πλέγματα δράσεων που της εξασφαλίζουν την μορφή και το περιεχόμενό της, το νόημα και τις σημασίες της, η πολιτική  καταντά μια αφαίρεση∙ επαίρεται για την συνέχεια και την σταθερότητα της, σ’ ένα κόσμο διεσπασμένο, διασπαστικό και περιδινούμενο.  
Οι διανοούμενοι της ελληνικής αριστεράς με το άγχος της αυτοδικαίωσης που ανακινεί εμφύλιες περίπου αντιπαλότητες, αποφεύγουν την κριτική και την αυτοκριτική, με αποτέλεσμα να αναπαράγουν την διάσπασή της. Αρνούνται την δυνατότητα της αυτό-δεσμευόμενης σκέψης να αναιρέσει τις ιδεολογικές κρυσταλλώσεις που παράγει η  φενακισμένη συνείδηση, όταν προσπαθεί να φέρει την ιστορική και κοινωνική εμπειρία στα μέτρα της. Όχι, όμως, και οι πολίτες που οι περιστάσεις τούς έφεραν ή θα τους φέρουν αντιμέτωπους  με την κομματική τους ταυτότητα ή τις πολιτικές τους επιλογές.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Δεν υπάρχουν σχόλια: