23/6/12

Η πόλη μας από ψηλά

ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΜΑΛΟΥΤΑ

ΚΩΣΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ (επιμέλεια), Σύγχρονα Ελληνικά Τοπία: Γεωγραφική Προσέγγιση από Ψηλά, επιμέλεια Κ. Χατζημιχάλης, Εκδόσεις Μέλισσα, σελ. 235

Από μακριά, το βιβλίο αυτό του Κωστή Χατζημιχάλη και των συνεργατών του (Γ. Μελισσουργός, Δ. Γκιρτή, Α. Μουγγολιά, Α. Φάκα), για τα σύγχρονα ελληνικά τοπία, μοιάζει με ένα από αυτά τα ακίνδυνα και συχνά αδιάφορα βιβλία που σκονίζονται υπομονετικά στην άκρη κάποιου χαμηλού τραπεζιού. Από κοντά, τα πράγματα αλλάζουν.
Και αλλάζουν γιατί δεν πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ωραίων τοπίων που φωτογραφήθηκαν για την περίπτωση, αλλά για μια συστηματική και εμπεριστατωμένη ανάλυση των φυσικών και κοινωνικών διαδικασιών, στις οποίες παραπέμπουν οι εικόνες που επιλέχθηκαν να απαρτίσουν αυτή τη συλλογή χαρακτηριστικών σύγχρονων ελληνικών τοπίων που περιλαμβάνει ο τόμος. Χαρακτηριστικών και όχι αντιπροσωπευτικών, όπως τονίζει ο Χατζημιχάλης στην εισαγωγή, αφού η αντιπροσωπευτικότητα όταν αναφερόμαστε σε τοπία είναι μάλλον προβληματική, καθώς συγκροτείται περισσότερο με βάση την ιδεολογικά φορτισμένη συμβολική τους λειτουργία, παρά στη βάση κάποιων κοινών συνδυασμών που παρουσιάζουν τα πολυάριθμα επιμέρους χαρακτηριστικά τους.
Η ποικιλία που φιλοξενεί το βιβλίο αντικατοπτρίζει τη μεγάλη ποικιλία που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο της ίδιας της Γεωγραφίας. Μια ποικιλία που υπήρξε πάντοτε δύσκολα διαχειρίσιμη, άλλοτε οδηγώντας σε περιχαρακώσεις ανάμεσα στα επιμέρους πεδία της και άλλοτε σε συμπιλήματα περιορισμένου θεωρητικού ενδιαφέροντος. Το βιβλίο κατορθώνει να αποφύγει και τις δύο αυτές κακοτοπιές, χάρη κυρίως στην επιλογή των δημιουργών του να επικεντρωθούν σε καθημερινά τοπία. Η επικέντρωση αυτή στις εικόνες της καθημερινότητας αποτελεί, σε τελική ανάλυση, πολιτική επιλογή: Φέρνει στο προσκήνιο –όπως οι ανάλογες Σχολές της Ιστορίας– τις διαδικασίες με τις οποίες αναπαράγεται καθημερινά ο κοινωνικός και φυσικός κόσμος, αμφισβητώντας τη μονομερή σύνδεση των εξελίξεων με γεγονότα, με τοπόσημα και με σημαίνοντα πρόσωπα, τα οποία συνήθως βρίσκονται σε προνομιακή θέση στις σχέσεις εξουσίας.
Το βιβλίο αυτό είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής, επειδή δεν υπηρετεί τις κυρίαρχες οπτικές όσον αφορά την επιλογή των τοπίων, ούτε καταφεύγει στην εύκολη αποδοχή των κυρίαρχων –και συχνά υπόρρητων– ερμηνειών της εικόνας. Στην επιλογή των τοπίων υπάρχει ξεκάθαρη προτίμηση –όσον αφορά το ανθρωπογενές περιβάλλον τουλάχιστον– στα τοπία της καθημερινότητας και της εργασίας, απέναντι στα τοπία εξαιρετικού χαρακτήρα, είτε αυτός απορρέει από το φυσικό κάλλος, είτε αποπνέει αυτά που συνήθως παραπέμπουν στην ελληνικότητα και την ελληνική γραφικότητα ή επικεντρώνεται σε τοπία που αναδεικνύουν τη δύναμη της εξουσίας.
Τα φωτογραφικά τοπία που παρουσιάζονται στον τόμο, από τη χαρακτηριστική οπτική γωνία του «πουλιού που πετάει» –κάτι που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με φωτογων τοπίων προσφέρονται, συνεπώς,ράφηση από ελικόπτερο–, αποτελούν ταυτόχρονα εργαλείο, αλλά και αντικείμενο παρατήρησης. Και σε αυτό το σημείο τίθεται σειρά επιστημολογικών και μεθοδολογικών ζητημάτων, που αναπτύσσονται πολύ διεξοδικά και κατανοητά στην εισαγωγή του επιμελητή. 
Η παρατήρηση μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση της εικόνας, αλλά δεν αποτελεί και ικανή συνθήκη. Η κατανόηση προϋποθέτει τη δυνατότητα αποκωδικοποίησης αυτού που παρατηρείται, και αυτή η δυνατότητα δεν μπορεί να προκύψει μόνο από την παρατήρηση, όσο έντονη και συστηματική κι αν είναι αυτή. Ακόμη και οι απλοί και πολύ χαρακτηριστικοί γεωμορφολογικοί σχηματισμοί προϋποθέτουν έστω και στοιχειώδη γνώση των διαδικασιών που τους προκαλούν. Αλλιώς, παραμένουν απλώς σχήματα και χρώματα. Τα τοπία δεν μιλούν από μόνα τους.
Ένας δεύτερος λόγος που τα τοπία δεν μιλούν από μόνα τους είναι ότι η εικόνα δεν προσφέρει συνήθως το σύνολο της πληροφορίας που απαιτείται για την αποκωδικοποίησή της. Αυτό συμβαίνει γιατί, σε τελική ανάλυση, το τοπίο δεν αποτελεί άμεση και πλήρη αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά μια οπτική αυτής της πραγματικότητας και, ως τέτοια, την ανακατασκευάζει. Η ανακατασκευή μπορεί να είναι αποτέλεσμα συνειδητής και συστηματικής ή διαισθητικής και ως ένα βαθμό τυχαίας επιλογής. Έτσι, ως συγκεκριμένη οπτική, το τοπίο αποτελεί από τη μία πλευρά εργαλείο προσέγγισης της πραγματικότητας και, από την άλλη, η μερικότητα της οπτικής που προσλλη﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽πτικγματικπλάφέρει αποτελεί, αυτή η ίδια, αντικείμενο διερεύνησης και ερμηνείας.
Λέγοντας ότι τα τοπία δεν μιλούν από μόνα τους, εννοώ κυρίως ότι δεν αποκαλύπτουν πλήρως την «αλήθεια» αυτού που αναπαριστούν (δηλαδή δεν προσφέρουν επαρκή ερμηνεία των διαδικασιών που τα παράγουν) είτε επειδή δεν περιέχουν το σύνολο της απαραίτητης πληροφορίας, είτε επειδή ως συγκεκριμένη οπτική γωνία και ως κλίμακα –τόσο κυριολεκτικά όσο και με την έννοια της επιλογής τού τι εντάσσεται στο ορατό πλαίσιο και τι όχι– ευνοούν συνήθως κάποιους από τους κυρίαρχους τρόπους αποκωδικοποίησης του περιεχομένου τους.
Στον αναγνώστη του βιβλίου προσφέρονται από τους συγγραφείς οι απαραίτητοι κώδικες για την πληρέστερη κατανόηση των τοπίων, που παρουσιάζονται με συμπληρωματικό τρόπο, δηλαδή με χάρτες, με τα εξαιρετικά σκίτσα του Χατζημιχάλη, με πίνακες δεδομένων, με φωτογραφίες λεπτομερειών κ.ά. και, κυρίως, με κατατοπιστικά και επεξηγηματικά κείμενα που επιχειρούν να σκιαγραφήσουν την ουσία του αντικειμένου που αναδεικνύει μερικώς η κάθε φωτογραφία-τοπίο.
Οι ερμηνευτικοί αυτοί κώδικες που προσφέρουν με συστηματικό τρόπο οι συγγραφείς είναι απολύτως απαραίτητοι, ιδιαίτερα για την ανάγνωση των αστικών και περιαστικών τοπίων, που καθιστούν δυσανάγνωστα η ομοιομορφία και υβριδικότητά τους. Το χαρακτηριστικό τους αυτό αποτελεί απότοκο πρακτικών, όπως η παρόδια και η διάσπαρτη περιαστική δόμηση, με μόνο περιορισμό τα τέσσερα στρέμματα ως ελάχιστη επιφάνεια οικοπέδου, που κι αυτός ακόμη σε αρκετές περιπτώσεις δεν ισχύει. Συνολικότερα, τα συστήματα της λαϊκής περιφερειακής αυτοστέγασης και της αντιπαροχής, που μορφοποίησαν τον οικοδομικό οργασμό της μεταπολεμικής περιόδου, με το μικρό και δυσδιάκριτο μέγεθος των μοναδιαίων διαδικασιών τους και το συνονθυλευματικό αθροιστικό τους αποτέλεσμα, δημιούργησαν το ομοιογενές τοπίο των σύγχρονων ελληνικών πόλεων και ιδιαίτερα της Αθήνας. Έτσι, ακόμη και το κέντρο της πρωτεύουσας αναγνωρίζεται μάλλον δύσκολα, κυρίως χάρη σε ορισμένα χαρακτηριστικά τοπόσημα, ενώ η ρυμοτομία του –που είναι αναγνωρίσιμη για όποιον θυμάται το σχέδιο των Φον Κλέντσε και Σάουμπερτ– χάνεται, σε μεγάλο βαθμό, στον ενιαίο ιστό που το περιβάλλει. Αντίστοιχα, στον Βόλο είναι ο Κραυσίδωνας και ο περιβάλλων χώρος με το Πήλιο που βοηθούν την αναγνώριση, ταυτοποιώντας τον κατά τα άλλα ομοιόμορφα δομημένο ιστό. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Ηλιούπολης (βλ. εικόνα) (κάτι που θα συνέβαινε αντίστοιχα με το Παλαιό Ψυχικό ή την Αλσούπολη της Νέας Ιωνίας) όπου το σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα σχεδιασμένο προάστιο, με τις ημικυκλικές οδούς γύρω από τις Πλατείες, αποτελεί –λόγω σπανιότητας– άμεσα διακριτό στοιχείο.
Το βιβλίο φιλοξενεί ένα μεγάλο θεματικό πλούτο, η ανακάλυψη του οποίου επιφυλάσσει συνεχείς ευχάριστες εκπλήξεις στον/την αναγνώστη/τρια. Και, παρά το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό δεν επικεντρώνεται σε όμορφα τοπία, αυτό δεν το εμποδίζει να είναι ιδιαίτερα καλαίσθητο, όπως άλλωστε είναι συνήθως οι εκδόσεις του οίκου που το εξέδωσε.

Ο Θωμάς Μαλούτας διδάσκει στο Τμήμα Γεωγραφίας, του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και είναι πρόεδρος του ΕΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: