23/6/12

Θερινή νοσταλγία

Γιώργος Σακκάς
Ο ασκητής έφυγε εκείνο το βράδυ της χαρμολύπης από το εκλογικό κέντρο. Η Γυναίκα περπατούσε δίπλα του στην "πιο όμορφη πλατεία του κόσμου". Μια λεκτική υπερβολή, που ήθελε να δείξει τελικά ότι όμορφη πλατεία ήταν η χαρά των ανθρώπων, των χιλιάδων ανθρώπων που έβλεπαν την ιστορία να τους χαμογελά. Θα φύγεις καλέ μου; τον ρώτησε η γυναίκα. Ο ασκητής δεν της απάντησε. Το βλέμμα του είχε χαθεί εκείνο το βράδυ της χαράς προς την Ακρόπολη. Θυμάμαι, της είπε, το πρώτο βλέμμα σου, εκείνη την πρώτη μέρα που χρόνια πριν είχαμε γνωριστεί. Φθινόπωρο ήταν θαρρώ, τότε που εκείνο το βλέμμα το μελαγχολικό έκρυβε στο βάθος του μια φωτιά. Χρόνια τώρα σκέφτομαι εκείνο το βλέμμα. Σαν να ήθελε κάτι να μου πει. Τότε πήρα και την απόφαση να γίνω ασκητής. Εκείνο το βλέμμα σαν να μου ‘λεγε μην σκορπιέσαι άλλο. Σκέψου και σταμάτα, γιατί θα χρειαστείς δυνάμεις για αυτά που θα ‘ρθουν. 

Η Γυναίκα χαμογέλασε. Μα ακόμη κι όταν χαμογελούσε, εκείνο το βλέμμα παρέμενε πάντα νοσταλγικά μελαγχολικό, σαν καλοκαίρι που σβήνει, σαν μνήμη αβάσταχτη και καιόμενη. Λειμώνες αισθήσεων θερινών, εκείνο το βράδυ της μεγάλης χαράς ο ασκητής ένοιωθε σαν αποκαμωμένος μονομάχος, σαν αγόρι που πια είχε κουραστεί από πολλές ηδονές, σαν στρατιώτης της ερήμου. Έβλεπε γύρω του πρόσωπα χαμογελαστά, πρόσωπα ευφρόσυνα, πρόσωπα θερινά. Και η μνήμη του γυρνούσε σε άλλους χρόνους, τότε που αυτά τα χαρμόσυνα γεγονότα δεν είχαν συμβεί, αλλά που
ανεπαισθήτως ετοιμαζόντουσαν. Έσκυψε στην Καπνικαρέα και προσευχήθηκε για τις 3.000 ψυχές που είχαν τον τελευταίο χρόνο χαιρετήσει τούτη τη ζωή γιατί δεν άντεξαν τον εξευτελισμό. Και η πυρωμένη άσφαλτος του φάνηκε ίδια με τον καιόμενο θεσσαλικό κάμπο. Μέσα από τις αναλαμπές της ζέστης του φάνηκε πως είδε τον Λόρκα, τον Χικμέτ και τον Μαρίνο Αντύπα. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και η Γυναίκα δεν το άφησε να πέσει κάτω στην τραχιά άσφαλτο. Το πήρε με το χέρι της και το άφησε πάνω στον τοίχο της εκκλησίας. Χιλιάδες λαού φώναζε πως πια ήρθε η ώρα της Αριστεράς. Και αυτή η αλήθεια, η τόσο αποφατική, τάραζε συθέμελα τον ασκητή.
 Θα φύγεις καλέ μου; τον ξαναρώτησε η γυναίκα. Εκείνος πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του και της είπε πως εκεί που θα πάει για λίγο καιρό θα πάρει μαζί του όλον αυτόν τον συναγμένο κόσμο, θα πάρει μαζί του το δικό της βλέμμα, αυτό της θερινής νοσταλγίας, θα πάρει μαζί του την Αριστερά της ψυχής μας, όπως της είπε, γιατί θα ‘χουμε μεγάλο αγώνα. Οι μέρες που θα ‘ρθουν του είπε εκείνη μπορεί να είναι δύσκολες, μπορεί να ‘ναι οργισμένες, αλλά θα ‘χουν μέσα τους χαρά μεγάλη. Μην πληγώνεσαι άλλο, του είπε. Οι φαιοί θα ηττηθούν, γιατί ο λαός θα καταλάβει, ήδη καταλαβαίνει.
Μέρες καλοκαιριού του 2012, μέρες γεμάτες από προσμονή για τον κόσμο που αλλάζει γοργά. Κίνησαν για τον σταθμό Λαρίσης και στο διάβα τους έβλεπαν μετανάστες, πόρνες, θύματα των φαιών δολοφόνων που έβγαιναν τα βράδια σαν τάγματα εφόδου. Σε κάποιος τοίχους είχαν γράψει το αποτρόπαιο σύνθημα "Αίμα και Τιμή" υπόμνηση φρίκης για τους ανέστιους της πόλης.
Σαν να ‘θελε να ξορκίσει το φρικώδες σύνθημα, πήγε και έγραψε από κάτω κάτι λόγια για τον αέρα και το νερό της Ινσταμπούλ, κάτι για ένα κόκκινο μήλο που είναι η καρδιά του. Ηρέμησε και συνέχισαν προς το σταθμό. Σε λίγο θα ερχόταν το τραίνο. Η Γυναίκα αυθόρμητα τον φίλησε. Εκείνος ξαφνιάστηκε. Αυτό ποτέ δεν είχε γίνει, στα χρόνια που γνωριζόντουσαν. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που έφευγε. Περιέργεια, καλέ μου φίλε. Καλοτάξιδος. Την ώρα που έφευγε το τραίνο, εκείνος κούνησε για χαιρετισμό το χέρι του κι εκείνη άρχισε να χάνεται μέσα στην βοή του λαού που πανηγύριζε. Του ‘ριξε ένα τελευταίο βλέμμα και σαν να άκουσε να του λέει για τα ωραία καλοκαίρια που γέννησαν τούτο το καλοκαίρι.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: