26/5/12

Αυτή η άμυνα πού θα σας πάει;

Η άρνηση και η γοητεία της ιστορίας


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Θεώνη Δημοπούλου
Δύο παρεμβάσεις, του πεζογράφου και κριτικού λογοτεχνίας Δημοσθένη Κούρτοβικ, στα Νέα, και του πολιτικού επιστήμονα Ανδρέα Πανταζόπουλου, στο Βήμα, νομίζω πως αποτυπώνουν την αμηχανία, ενός κατά τα λοιπά ειλικρινούς φάσματος «ορθολογικής σκέψης», απέναντι στη ζέουσα πραγματικότητα που ζούμε αυτές τις μέρες.
Μια αμηχανία που δεν εκφράζει κάποια προσωπική ανεπάρκεια των δύο αρθρογράφων, αλλά κάτι πολύ πιο σύνθετο. Τη στιγμή που η ιστορία συμβαίνει, που μας αγγίζει η αύρα της, που μας κατακαίει η ανάσα της και μας αρπάζει το κύμα της, δεν είναι σίγουρο πως τα θεωρητικά μας εργαλεία επαρκούν για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Σε στιγμές σαν αυτή που ζούμε, βαραίνει πολύ στην κατανόηση και η θέση απ’ την οποία μιλά κανείς. Η ίδια η ιστορική στιγμή εγείρει, απέναντι στον καθένα μας, το ερώτημα: είσαι υπέρ ή κατά; Και οι δυο αρθρογράφοι μας είναι κατά.

Αμφότεροι, διαβάζουν την παρούσα ιστορική στιγμή με φόντο τη Μεταπολίτευση. Οι διαπιστώσεις τους ενδιαφέρουσες:
«Οι εκλογές της 6ης Μαΐου έθαψαν ένα πτώμα που έμενε άταφο από καιρό και μόλυνε την ατμόσφαιρα με την αποφορά του. Αυτό που αποχαιρέτησαν δεν ήταν απλώς ο δικομματισμός αλλά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του τρίτου μεγάλου και μόνου απλανούς πόλου του, του ΚΚΕ»,  γράφει ο Κούρτοβικ.
«Στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος και των ομόλογων συμπεριφορών, ο λαϊκισμός συνοψίζει παραδειγματικά τον εφημεροκεντρισμό της ελληνικής ταυτότητας», επισημαίνει ο Πανταζόπουλος, μιλώντας με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου.
Μόνο που αυτές οι διαπιστώσεις, ως γενικευτικές αποφάνσεις, δεν μπορούν να εξηγήσουν τι όντως συμβαίνει σήμερα. Έτσι, ο Κούρτοβικ θεωρεί ότι «επικοινωνιακά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας». Και καταλήγει σε ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο, χαρακτηρίζοντας, για να το πω κομψά, θεωρητικά ανεπαρκή τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς συμβαίνει όμως η κατά κράτος πολιτική κατίσχυσή του, έναντι του καθηγητή Βενιζέλου, του έμπειρου Σαμαρά, του σοβαρού Κουβέλη; Κάτι δεν πάει καλά σε αυτή την προσέγγιση, εκτός κι αν πιστέψουμε στην υπερφυσική «δύναμη της εικόνας», και μάλιστα της εικόνας ενός προσώπου.
Απ’ την άλλη, ο Πανταζόπουλος καταφεύγει στην αφηρημένη θεωρία, δηλαδή στη μη ελέγξιμη θεωρητικά, εν προκειμένω στις ακροβασίες του κ. Ράμφου. Το συμπέρασμά του κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, αλλά στο ίδιο μοτίβο. «Αγκυρωμένη στην ιδιωτικότητά της, μέσα στους δεσμούς της συγγένειας και του στενού συμφέροντος, η ελληνική ταυτότητα αναπαύεται μέσα στον ακινητοποιημένο, τον μαγεμένο χρόνο του λαϊκισμού, αναμένοντας την έλευση ηγέτη-λυτρωτή που θα κομίσει ανέξοδες, μερικευτικές λύσεις που αναπαράγουν μια περίφρακτη ζωή. Τυχαίνει, ωστόσο, όπως συμβαίνει σήμερα, ο λυτρωτής να αργεί στο ραντεβού του». Έτσι όμως, η σημερινή συνάντηση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων με την αριστερά, καταντά μυστήριο.
Ναι, όντως, υπάρχουν αναλογίες με την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όμως εγώ αλλού τις βλέπω, αν και πρόκειται για μεγέθη τελείως διαφορετικά. Για παράδειγμα, εκείνη την περίοδο, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρά τη στέρεα θεωρητική κατάρτιση αλλά και την πολιτική εμπειρία τους, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τι συνέβαινε γύρω τους. Γιατί ήσαν απέναντι σε αυτό που συνέβαινε. Γιατί είχαν προαποφασίσει να βρίσκονται απέναντι. Με αποτέλεσμα, να μην έχουν τίποτα να πουν, και τελική κατάληξη την περιθωριοποίησή τους.
Μακριά από μένα η πεποίθηση ότι η θεωρία (γιατί όχι και η τέχνη;), παράγονται «μέσα στο κίνημα» ή «μέσα στην κοινωνία». Όμως, παράγονται και ανανεώνονται μέσα στο ιστορικό παρόν, μέσα σε όσα αυτό συνοψίζει και επαγγέλλεται. Με αυτή την έννοια είναι που η ιστορική στιγμή θέτει το ερώτημα «υπέρ ή κατά;». Αλλά παρ’ ότι η ζωή δεν προχωρά κατά τις θεωρητικές επιταγές, δεν μπορεί να προχωρήσει και χωρίς θεωρία, χωρίς τη σκευή και τις επεξεργασίες που κάθε φορά χρειάζονται.
Και αυτό που συμβαίνει σήμερα, στο πεδίο όπου δοκιμάζεται η κοινωνία, είναι πως όχι μόνο ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλήρη ηγεμονία∙ μάλιστα όλες οι σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές επικεντρώνονται στις απόψεις του Δραγασάκη, του Τσακαλώτου, του Σταθάκη, του Μηλιού και των υπολοίπων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Και η κοινωνία είναι παρούσα, με το ενδιαφέρον, με την αγωνία της, με τη διαθεσιμότητά της. Βεβαίως η οικονομία και η οικονομική πολιτική δεν είναι το όλον, αλλά σε αυτή την ιστορική καμπή (που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της συγκυρίας) είναι το μείζον. Επ’ αυτού τοποθετείται ο καθένας: βλέπει ή όχι τον οικονομικό προσδιορισμό της κοινωνίας, που την οδηγεί σε διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές και επιλογές;
Τα υπόλοιπα πεδία, π.χ. το ιδεολογικό προφίλ όσων τώρα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, είναι φυσικό να κυριαρχούνται από τα στερεότυπα που συνιστούν τη νεοελληνική ιδεολογία. Αλλά έτσι ήταν πάντα η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης. Έτσι έγινε στη Μεταπολίτευση, έτσι έγινε και στην Κατοχή. Έτσι φτιάχτηκαν οι νίκες και οι ήττες, οι πολιτισμικοί μετασχηματισμοί και οι τραγωδίες. Σήμερα, οι ψηφοφόροι που μπαίνουν μέσα στο καμίνι της ιστορίας, δεν την ατενίζουν σαν παγωμένη (αυτο)εικόνα∙ ρισκάρουν τη μοίρα τους, το μέλλον τους, μετέχουν της ιστορίας. Εκείνο που κρίνει τα πράγματα, είναι αν η αριστερά, σε όσα πεδία συναντά την κοινωνία, λέει σοβαρά και σωστά πράγματα. Και ο καθένας υποχρεούται νομίζω να απαντήσει, αν είναι υπέρ ή κατά, επ’ αυτών που λέει συγκεκριμένα η αριστερά. Εδώ κρίνονται οι πολιτικές απόψεις, εδώ κρινόμαστε όλοι μας.
Αντί να ενοχοποιούμε συλλήβδην όλες τις «προδιαθέσεις» και να προδικάζουμε τα όρια εκείνου που ενδεχομένως θα συμβεί, ας δούμε αυτό που όντως συμβαίνει. Ας ζήσουμε την ιστορική στιγμή, με πλήρη συνείδηση ότι αλλάζει κι εμάς τους ίδιους. Γιατί αυτό που συμβαίνει ίσως μας αναγκάσει να εντάξουμε ή και να δημιουργήσουμε και άλλες θεωρητικές σταθερές, να τροποποιήσουμε ή να εμπλουτίσουμε τα σχήματά μας. Συχνά μας υποχρεώνει να το κάνουμε αυτό, η πραγματική ιστορία...
Ας κλείσουμε με Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος μέσα στην Κατοχή, όπως πάντα αριστοκρατικά αποστασιοποιημένος, παίρνοντας όμως θέση «υπέρ», σφράγισε όλη εκείνη και τη μετέπειτα εποχή με τον εμβληματικό «Μπολιβάρ». Ας του αποδώσουμε την τιμή, και τον στίχο του ακέραιο.

Αυτή η άμυνα πού θα μας πάει,
σαν μας μισήσουνε κι οι λυγαριές;

Βέβαια, εκείνα τα χρόνια, κι ο Άγγελος Σικελιανός δήλωσε υπέρ, δίνοντάς μας μάλιστα το «Πνευματικό εμβατήριο» (και χάνοντας έτσι ένα βραβείο Νόμπελ...), αλλά ήταν δέσμιος ιδεοληψιών αντίστοιχων με αυτές του Ράμφου («Κρίση πνευματική», «Το βλέμμα του ελληνικού εαυτού παραμένει ασάλευτο»). Ανάλογες ιδεοληψίες, και η συνακόλουθη αισθητική τού Σικελιανού, αποδείχθηκαν ασύμβατες, όχι τόσο με τον λόγο ή τις ανάγκες της συγκυρίας, που τον αποθέωσε, αλλά με την ευρύτερη εποχή, που τον καταβαράθρωσε. Γιατί το «υπέρ», που ειλικρινώς δήλωσε, το είπε σε μια αδόκιμη και κυρίως παρωχημένη ιδιόλεκτο, που δεν επικοινωνούσε με τις ιστορικές τομές που συνέβαιναν. Αντίθετα, πρόβαλλε, πάνω σε αυτές τις τομές, τις δικές του, «ασάλευτες» ιδεοληψίες.
Αυτή είναι η μοίρα της τέχνης και της σκέψης, τέτοιες είναι οι προκλήσεις της πραγματικότητας στις μεταβατικές στιγμές. Αυτή είναι η γοητεία της ιστορίας, γι’ αυτό πάλι στον Εγγονόπουλο, και τώρα κατευθείαν στον «Μπολιβάρ», κατευθείαν στη διάφανη –«βαλπούργα» στη λαϊκή φαντασία-, δύναμη της ιστορίας.

Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
                                    Έτσ’ η ζωή.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του. Έτσ’η ζωή"
Εκτός ότι ρέουν δεν μπορούν να κρύβουν. Κι' η άλλη όψη της.