Δίχως σχέδιο η ιστορική πόλη διαρκώς θα βουλιάζει
Η Άννα Φιλίνη είναι δημοτική σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΝΗ
Η τάση ερήμωσης του
κέντρου της Αθήνας είναι γεγονός εδώ και πάνω από πέντε χρόνια. Από τότε
προσπαθούσαμε σε δημόσιες συζητήσεις να αναζητηθούν ευθύνες και λύσεις για αυτό
το τεράστιο πρόβλημα. Δυστυχώς, τα μόνα μέτρα που προβάλλουνε τώρα Δήμος και
κυβέρνηση για τη σωτηρία της πόλης είναι μέτρα κατασταλτικού χαρακτήρα και υπέρ
της δραστικής συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Λέγαμε πρόσφατα στο
Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας ότι έχουν γίνει προσπάθειες και στο παρελθόν με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, αλλά το ότι η
εφαρμογή τέτοιων μέτρων επιχειρείται τώρα με νόμο, σε περίοδο μάλιστα
οικονομικής κρίσης, πρέπει να εκτιμηθεί ως ιδιαίτερα επικίνδυνο ζήτημα. Πιστεύω
ότι είναι αδύνατο να σωθεί το κέντρο, αν δεν πούμε πρώτα με το όνομά τους τις
βασικές αιτίες της ερήμωσης.
Το κύριο ζήτημα είναι η ουσιαστική εγκατάλειψη μετά
τη μεταπολίτευση του ιστορικού κέντρου από την άρχουσα τάξη της χώρας, για την
αναζήτηση πρόσκαιρων ανέσεων στα προάστια ή για την αναζήτηση εύκολου κέρδους
εκτός συνόρων. Τα κενά στο κέντρο ΗΔΗ ΥΠΗΡΧΑΝ και καλύφθηκαν από τις
μετακινήσεις πληθυσμών στα τελευταία χρόνια.
Η ανάπτυξη της Αθήνας,
για να μπορέσει να σταθεί ως πρωτεύουσα της χώρας, είναι άμεσα δεμένη με τη
συγκρότηση ενός οικονομικού, αλλά και κοινωνικού και πολεοδομικού σχεδιασμού,
όπου και η αρχιτεκτονική και πολιτιστική αναβάθμιση της πόλης έχουν να παίξουν ενεργό
ρόλο. Η Αθήνα είναι πρωτεύουσα και ιστορική πόλη, αυτά τα δύο πάνε αντάμα και
κανένα πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί αν δεν λαμβάνονται υπόψη πρώτα από όλα
αυτά τα χαρακτηριστικά της και αν δεν αντιμετωπιστούν με αγάπη οι κάτοικοί της.
Χρειάζεται κυρίως ένα σχέδιο της πόλης που να ρυθμίζει την αναβάθμισή της μέσα
στον υπάρχοντα ιστό, βάζοντας τέλος στην παραπέρα επέκταση και διάχυσή της. Μια
τέτοια πολιτική πρότεινε σε γενικές γραμμές, παρά τις ελλείψεις του, το
ρυθμιστικό σχέδιο που είχε προτείνει ο ΟΡΣΑ. Η τελευταία απόφαση της κυβέρνησης,
να εμποδίσει τελικά την συζήτηση και ψήφιση του νέου ρυθμιστικού σχεδίου (που
οδήγησε και σε παραίτηση πριν ένα μήνα την ηγεσία του ΟΡΣΑ) ανοίγει διάπλατα
την πόρτα για να προωθηθούν ξανά τα παλιά απαράδεκτα σχέδια που αναπτύχθηκαν
επί υπουργίας Σουφλιά, οδηγώντας το υδροκέφαλο μοντέλο της χώρας σε νέα
διόγκωση, στην πεπατημένη και χρεοκοπημένη πολιτική οικοπεδοποίησης της Αττικής
και σε νέα αδιέξοδα. Πρέπει να τονισθεί, ότι η οικοπεδοποίηση χιλιάδων
τετραγωνικών για κατοικίες και μαγαζιά στο Ελληνικό θα δώσει, εκτός των άλλων,
νέο κτύπημα στο κέντρο της Αθήνας και θα ενισχύσει αντικειμενικά την ερήμωσή
του.
-Ιστορικά, η κατάσταση
που προέκυψε στην Ελλάδα μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως μετά τον
Εμφύλιο οδήγησε στην μεγάλη αστυφιλία, στη σταδιακή μείωση του πληθυσμού της
υπαίθρου και στον υδροκεφαλισμό της χώρας, με την τεράστια συγκέντρωση
πληθυσμού στην περιοχή Αθήνας–Πειραιά.
Μετά την 7ετία της
Χούντας, στην περίοδο της Μεταπολίτευσης κυριάρχησε το σύνθημα της
αποκέντρωσης, όπου όμως οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν δεν ανέτρεψαν το αρχικό
μοντέλο. Αντίθετα, η τάση εγκατάλειψης του κέντρου της Αθήνας από την κατοικία
προς αναζήτηση νέας κατοικίας στα προάστια, ενίσχυσε τον υδροκεφαλισμό, γιατί τώρα
αναπτύσσονταν ολοένα μεγαλύτερη εξάπλωση του αστικού ιστού σε όλη την Αττική.
Σε αυτό συνέτεινε και η συνεχής αναβολή λήψης μέτρων επέκτασης, εκσυγχρονισμού
των υποδομών του κέντρου της πόλης, η καθυστέρηση του μετρό, του τραμ.
Αρνητική ήταν και η ματαίωση των έργων για την
υπογειοποίηση των γραμμών του τραίνου, με αποτέλεσμα τα επαναλαμβανόμενα
δολοφονικά ατυχήματα στις ισόπεδες διαβάσεις αλλά και η μόνιμη αποκοπή των
δυτικών συνοικιών από το κέντρο. Καταστροφικές και οι καθυστερήσεις σε έργα
αποχέτευσης για φτωχές συνοικίες όπως Μαρκόνι–Βοτανικός, αλλά και ακόμη και για
τις πιο πλούσιες κεντρικές συνοικίες, που πάσχουν από έλλειψη συντήρησης του
δικτύου εδώ και δεκαετίες. Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, όσον αφορά το
πράσινο, τους δημόσιους και ελεύθερους χώρους, τα πάρκα αλλά και τις κοινωνικές
υποδομές, κυρίως σχολεία, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την δραστική
μείωση της κατοικίας. Η διατήρηση μεγάλων πάρκων σε Γουδή και Ελαιώνα, αλλά και
των μικρότερων πράσινων χώρων δίπλα στις περιοχές κατοικίας, είναι όρος
απαράβατος για την παραμονή των κατοίκων στις κεντρικές συνοικίες .
-Η σταδιακή καταστροφή
της βιοτεχνίας στην Μεταπολίτευση και η εγκατάλειψη της χειροτεχνίας οδήγησαν
σε μαρασμό παραδοσιακές γειτονιές του Κέντρου, όπως Ψυρή , Κεραμικός, Πλ.
Κουμουνδούρου , όπου έφυγε η κατοικία αλλά έκλεισαν και οι βιοτεχνίες και τα
μικρομάγαζα με τα παραδοσιακά επαγγέλματα. Ταυτοχρόνως, η μεταφορά εκτός
Ελλάδας μεγάλου τμήματος της μεσαίας και μεγάλης βιομηχανίας μεταποίησης και το
κλείσιμο του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών εγκαταστάσεων ελαφριάς
βιομηχανίας που είχανε ακμάσει γύρω από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες που
συνδέουν τις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας με το λιμάνι του Πειραιά, τον Ρέντη
κ. α., οδήγησε τις αρτηρίες αυτές να παραμένουν σήμερα με άπειρα άδεια κτήρια –
κουφάρια , με τεράστιες επιπτώσεις για τις συνοικίες που γειτνιάζουν εκατέρωθεν
στις αρτηρίες αυτές.
Άρα, δίχως ένα σχέδιο
παραγωγικής ανάπτυξης της πόλης δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αναζωογόνηση και
σωτηρία του κέντρου.
-Η έλλειψη πολιτικών για
τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και για την επανένταξή της στη ζωή
της πόλης, έχει συμβάλει καθοριστικά στην υποβάθμιση της Αθήνας ως πρωτεύουσας
της χώρας. Εκτός από ορισμένα κτήρια τραπεζών και μεγάλων οργανισμών που
αναπαλαιώθηκαν, μετά από την καταγραφή τους επί Μελίνας από το ΥΠΠΟ, δεν
δόθηκαν κονδύλια ούτε υπήρξαν πολιτικές στη συνέχεια για τη σωτηρία της
φυσιογνωμίας του κέντρου, την προβολή της πολυδιάστατης ιστορίας, της πόλης, του
φυσικού πλούτου και της σύγχρονης ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή η
επίσημη τουριστική πολιτική ωθεί αποκλειστικά προς το Μουσείο της Ακρόπολης,
ενώ το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο
στον κόσμο μαζί με αυτό του Καΐρου, βρίσκεται σε υποτίμηση. Αλλά και παραπέρα,
η τραγική καθυστέρηση στην απόδοση κονδυλίων για την ανέγερση του Μουσείου
Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας έχει οξύνει την δυσμενή θέση της Αθήνας σε σύγκριση
με άλλες μεγαλουπόλεις. Ευτυχώς, το Βυζαντινό Μουσείο και το Μουσείο Μπενάκη
πέτυχαν εξαιρετικά επιτεύγματα για την αναβάθμιση και την προβολή τους, ενώ
επίσης θα είναι σημαντικό βήμα η προγραμματισμένη επέκταση της Εθνικής
Πινακοθήκης.
Η κάμψη της
δραστηριότητας της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας είχε και
αυτή αρνητικές επιπτώσεις. Μετά την ανάδειξη της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η αναστολή
επί δεκαετία των έργων για την Ακαδημία Πλάτωνος και την ανέγερση εκεί του
Μουσείου της Αθήνας, στερεί τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας από ένα σημαντικό
μοχλό ανάπτυξης πολιτιστικού χαρακτήρα, ενώ ταυτοχρόνως καθυστερεί και αναγκαία
έργα γύρω από τον άξονα σύνδεσης του Κεραμικού με τα μνημεία της Ακαδημίας.
Η υποτίμηση της
φυσιογνωμίας της πόλης και της αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς δεν αφορά μόνον
τα κτήρια του 19ου αιώνα στο ιστορικό κέντρο. Αφορά και σειρά κτηρίων των αρχών
του 20ού αιώνα αλλά και τον μεγάλο πλούτο αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου και
της εποχής του Μπαουχάους, σε συνοικίες όπως Εξάρχεια, Κολωνάκι, Κυψέλη,
Πατήσια κ.α. Δυστυχώς, δεν έχει διασφαλιστεί η απαραίτητη από το νόμο προστασία
τους ούτε έχει εκπονηθεί μια γενικότερη πολιτική που θα προστατέψει
αποτελεσματικά την αρχιτεκτονική κληρονομιά και την φυσιογνωμία της Αθήνας.
Αντίθετα, τα σχέδια που υπήρχαν παλιότερα επί Σουφλιά, σε βάρος του χαρακτήρα
και της κατοικίας στην Πλάκα, τώρα επεκτείνονται και σε συνοικίες όπως τα
Εξάρχεια. Για να θωρακιστεί η Αθήνα πρέπει να αναγνωριστεί η αξία και η
φυσιογνωμία της, με συνειδητή προσπάθεια και με έργα πνοής από την Πολιτεία,
τον Δήμο, την κοινωνία των πολιτών.
Απόστολος Πλαχούρης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου