ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ
ΖΗΡΑ
ΕΛΕΝΗ ΛΙΟΠΑ, Τ’
άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 310
Στην ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων είκοσι
περίπου ετών έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός των βιβλίων (πεζογραφικών
περισσότερο αλλά επίσης και ποιητικών) που συγκεντρώνουν στον τρόπο σύνθεσης ή
σύνταξής τους στοιχεία ή δάνεια κομμάτια από άλλα συναφή είδη. Είναι βιβλία
υβριδικά, ας πούμε ρευστής ταυτότητας, ή τουλάχιστον πολύ πιο ρευστής από τα
ανάλογα άλλων εποχών, πράγμα που δείχνει ότι για την ώρα οι κανόνες είναι
εντόνως διασαλευμένοι. Μπορεί το βιβλίο της Ελένης Λόππα, να έχει ως βασικό
κορμό την αναμύθευση ενός μεγάλου μέρους της ζωής της, αν και χρησιμοποιεί από
την αρχή έως το τέλος το διαλογικό «εσύ» αντί του αυτοαναφορικού «εγώ», ωστόσο
το ειδολογικό του στίγμα δεν ορίζεται πολύ εύκολα. Είναι εμφανώς ένα βιβλίο
εξομολόγησης ή ψυχικής αποφόρτισης, κάτι που το βλέπουμε αρκετά συχνά τα
τελευταία χρόνια σε ιστορίες γυναικών, αλλά συνάμα ένα βιβλίο πιο απαιτητικό
από μια οριζόντια εξιστόρηση παθών και δοκιμασιών, αφού συνδυάζει στη δομή του
το ημερολόγιο, το δοκίμιο, την αυτογραφία.
Αλλά και την ποίηση ή τα πρωτογενώς
«άυλα» κείμενα των e-mails! Βέβαια, όλ’ αυτά δίνουν ένα πρόσθετο
ενδιαφέρον στη διερεύνηση των ποικίλων αφηγηματικών πεδίων της Λόππα. Δεν λέω
ότι η συγγραφέας ευτυχεί πάντοτε ως προς
τον έλεγχο του υλικού της, καμιά φορά είναι πληθωρικότερο από όσο είναι το
αναγκαίο μέτρο, αλλά δεν είναι διόλου αμελητέα η πρωτοτυπία της επινόησής της
να συνδυάσει όλα αυτά τα φαινομενικώς ανόμοια είδη που, σε άλλες, όχι πολύ
μακρινές εποχές, ήταν αδιανόητο να τα χρησιμοποιεί ως δομικά υλικά του ένας
συγγραφέας.
Το ενδιαφέρον που υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο δεν
περιορίζεται στις ποικίλες μεταμορφώσεις της Φαίδρας (του προσωπείου που χρησιμοποιεί
η Λόππα), καθώς σ’ ένα μεγάλο μέρος η Φαίδρα υποχωρεί και δίνει τη θέση της σε
άλλα πρόσωπα, ενσωματώνοντας έτσι τα λόγια τους στη δική της αφήγηση. Κατά τη
γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η Λόππα επινόησε για τις ανάγκες αυτής
της εξομολογητικής εξιστόρησης μια διπλή Φαίδρα: η μια μιλά και η άλλη δέχεται
ως ηχείο το μονόλογο της πρώτης. Ή, αλλιώς, η Φαίδρα μιλά έχοντας μπροστά της
ένα είδωλό της, έναν καθρέφτη, αφού καθρέφτης, για να πάμε στον τίτλο του
βιβλίου, δεν είναι μόνο το χαρτί-κείμενο αλλά επίσης η μνήμη, η φαντασία, ο
υποθετικά βωβός θεατής και ακροατής του μονολόγου. Εν τέλει ο άλλος εαυτός μας.
Τέτοιας μορφής διχοτομήσεις, που γίνονται για τις ανάγκες μιας «εις εαυτόν»
αφήγησης, συναντάμε σε πολλά άλλα αυτοαναφορικά κείμενα της πεζογραφίας μας.
Πολύ χαρακτηριστικά, στα πεζά του Γιώργου Ιωάννου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου,
του Περικλή Σφυρίδη. Ιδίως ο Ιωάννου πολλές φορές χρησιμοποίησε αυτό τον
σχιζοειδή υπαρξιακό διάλογο δύο αντικριστών προσώπων. Σε περιπτώσεις που
απέφευγε να βάλει μπροστά πρωτοπρόσωπα το εγώ, θέλοντας να διατηρήσει έντεχνα
μια απόσταση από το αφηγούμενο βίωμα. Και με αυτή την έννοια, ήταν σαν να
τοποθετούσε έναν υποθετικό καθρέφτη, μέσα από το είδωλο του οποίου «άκουγε» ο
αναγνώστης την ιστορία. Περίπου αυτό νομίζω ότι συμβαίνει και σε ετούτο το
μυθιστορηματικό χρονικό, σε ετούτη την «αυτογραφία», όπως προτιμούσε να
ονομάζει αυτό το σύνθετο είδος αφήγησης η πεζογράφος Μιμίκα Κρανάκη.
Τ’ άσπρο
χαρτί σκληρός καθρέφτης, για να αφήσουμε τα γραμματολογικά, είναι κι
αυτό ένα βιβλίο «εις εαυτόν», μια σύνθεση συνειρμικού αλλά και ρεαλιστικού
λόγου, με πρωθύστερα, με χρονικά άλματα, επαναλήψεις που σκοπεύουν χωρίς άλλο
στο να δημιουργήσουν στον αναγνώστη την αίσθηση του υπαρξιακού, του εσωτερικού χρόνου, του χρόνου της μνήμης και
της αναπόλησης, του ρευστού χρόνου της «συνειδησιακής ροϊκότητας». Θα μπορούσα
γι’ αυτό να εικάσω ότι η βασική ανάγκη
δημιουργίας αυτού του μυθιστορήματος ήταν κατεξοχήν εσωτερική. Άλλωστε είναι
εμφανέστατη, ιδίως στα τρία τελευταία κεφάλαιά του, η αγωνία της συγγραφέως να
προλάβει και να μετουσιώσει σε κείμενο το ψυχικό φορτίο που την πιέζει και τη
βαραίνει τυραννικά. Να ειπωθούν, αν είναι δυνατόν, τα πάντα, ώστε «να πάρεις
οριστικά την απόφαση να κλείσεις πίσω σου τη βαριά πόρτα του παρελθόντος» (σ. 238).
Χωρισμένο σε οκτώ κεφάλαια, με τίτλους δανεισμένους από τη μουσική ορολογία (η
λειτουργία και σημασία της μουσικής είναι εμφανής στη ζωή της Φαίδρας), το
βιβλίο της Λόππα είναι γραμμένο μ’ ένα ρυθμό ευανάγνωστο. Διακρίνεται η
κυματοειδής γραφή του, που αναλογεί στις συναισθηματικές εντάσεις, στις ψυχικές
κορυφώσεις και βυθίσεις. Και έτσι η μουσική, ως Πρελούδιο, Allemande, Courante, Sarabante, Gavotte, Gigue, δηλώνει συνεχώς τη σχέση της με τις ψυχικές καταστάσεις από
τις οποίες περνά η ζωή των προσώπων. Το Πρελούδιο, αναφέρεται στα παιδικά
χρόνια, με μια ηδύτητα που την αυξάνει η απόσταση από την πρώιμη, τρυφερή
ηλικία. Το Allemande εκφράζει
την ορμή και στο σφρίγος της πρώτης νεότητας. Με το πιο αργό τέμπο του το Courante συνοδεύει τα χρόνια των πρώτων
δοκιμασιών, κοκ. Ας πούμε εδώ ότι όλοι οι μουσικοί όροι που ήδη αναφέρθηκαν,
αναλογούν σε λαϊκούς χορούς ή χορούς των πριγκηπικών Αυλών της εποχής του
μπαρόκ, κι έτσι τα κεφάλαια του βιβλίου της Λόππα μπορούμε να τα δούμε ως μέρη
μιας μουσικής παρτιτούρας που μεταφορικά απεικονίζει τις συνεχείς διακυμάνσεις
της ζωής. Πράγμα εν τέλει όχι και τόσο άγνωστο, αφού την αναλογία ρυθμού και
συναισθήματος γνωρίζουμε ότι την ανέπτυξε λαμπρά ο Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό
του «Προλόγισμα στη ‘Μουσική Ποιητική’ του Στραβίνσκι».
Με παρτιτούρα εναλλασσόμενων βιωμάτων μοιάζει λοιπόν
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης.
Εύφορων αναμνήσεων στα δύο πρώτα κεφάλαια (μαζί με το τρίτο τα βρίσκω ως τα πιο
καλογραμμένα) από τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και στα γύρω
της μέρη, όταν η πόλη διατηρούσε ακόμα την ανομοιομορφία (αλλά και τη ζωντάνια)
των κοινωνικών της ομάδων και στρωμάτων. Παρεμβάλλεται ένα σύντομο διάλειμμα,
όπου ανθίζει η αισθησιακή και ερωτική πληρότητα, κι έπειτα μια ατέλειωτη αλυσίδα
περιπλανήσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, μια σειρά αλλεπάλληλων δοκιμασιών και
θανάτων. Κυρίως όμως η ανάδυση ενός αδιάκοπου συναισθήματος πένθους, που
προέρχεται όχι μόνο από τις αναποδιές της τύχης αλλά και από τη σπαρακτική
μοναξιά μιας γυναίκας που ενώ δίνεται απόλυτα έχει ως αντίτιμο το ναδίρ της
πληρότητας, το σωματικό και συναισθηματικό άνυδρο. Κλείνω, επιστρέφοντας στον
συμβολισμό των μουσικών όρων που η Λόππα τους έκανε τίτλους των επιμέρους
κεφαλαίων της. Το τελευταίο από αυτά το ονόμασε gigue (ζιγκ). Πρόκειται στην κυριολεξία για έναν βρετανικής
προέλευσης χορό της εποχής του μπαρόκ, στον οποίο ο άντρας και η γυναίκα που
χορεύουν έχουν μεταξύ τους μια ανεξαρτησία και απόσταση. Τόσο ο ένας όσο και η
άλλη κάνουν τις δικές τους φιγούρες, συνήθως γρήγορες και με απότομες
εναλλαγές, δίνοντας ένα δραματικό, καταληκτικό τόνο στην όλη μουσική σύνθεση.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της Λόππα: η Φαίδρα και ο
εραστής της, ο Παύλος, στέλνουν ο ένας
στον άλλο ηλεκτρονικά μηνύματα, που αν και είναι γραμμένα στην ίδια γλώσσα
έχουν διαφορετικό μήκος κύματος και άλλους κώδικες. Ο κώδικας του πάθους
εξακολουθεί να καθορίζει τη ζωή και τη μοίρα της Φαίδρας∙ απέναντι σ’ αυτόν ο
κώδικας του Παύλου υπακούει στην περίσκεψη και στο μέτρο.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου