17/3/12

Αεράκι ψυχής

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ, Φως ορυχείου, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 72

Τώρα που ο πολύς θόρυβος της αγοράς σαν σκόνη κατακάθεται, τώρα που οι πρόχειρες κατασκευές και οι συνακόλουθες αξιώσεις ατονούν και εκπίπτουν, διακρίνονται πιο καθαρά οι συνέχειες, οι διάρκειες, χωρίζει και η μίμηση από τη δημιουργική εξέλιξη. Ο φόρος τιμής που αποτίνει ο Κυπαρίσσης στον μεσοπολεμικό λυρισμό και στις μεταπολεμικές εκβλαστήσεις του καθίσταται μια γόνιμη διαδικασία του παρόντος, όπου ό,τι αντέχει διασώζεται ως μαγιά, ώστε βιώματα σημερινά να καταφέρουν να μιλήσουν, να τραφούν σαν λειχήνες και μούσκλια πάνω στο πολύπαθο κοινωνικό σώμα, στο ταλαίπωρο σώμα της ύπαρξης, κρατώντας, σαν το σάλεμα της ζωής, ζωντανό το αίτημα της έκφρασης της ψυχής, προσμένοντας ίσως άλλους καιρούς για τα μεγάλα και ένδοξα.

Χειρονομίες του πόνου δειλές
καθώς ανάβει ο νους μες στη νύχτα
να βρεις μια λέξη να σταθείς

Ανοίγεται η θάλασσα μαύρη
και την ελπίδα πρώτη
προστάζει να θανατώσεις

Σκύβεις μέσα σου λύση να βρεις
και σαν από μηχανής
βγαίνουν ψηλά
καΐκια μακρινά που τρεμοφέγγουν
Ο πρώτος Καρυωτάκης, ο Άγρας, επιλεκτικά ο Κατσαρός και ο Λειβαδίτης, περισσότερο ο προσφιλής Κωσταβάρας και ο «οργανωτής» της χαμηλής φωνής Αναγνωστάκης, νύξεις καβαφικές αειθαλείς και του Λόρκα μεσογειακές αποχρώσεις, κυκλοφορούν άνετα στις αρτηρίες, στα «περάσματα του αίματος», δικαιώνονται ως ζώσα παρακαταθήκη.
Κοιμητήρι φιλέρημο
μες στους ανθώνες

Μακριά φτερουγίζει
μικρό κορίτσι μες στα ροζ
και πλησιάζει
Ταυτόχρονα, η «ηπειρώτικη συνιστώσα» της ποίησης του Κυπαρίσση, πανταχού παρούσα, δεν αναλώνεται σε κορώνες και «νότες» γραφικές αλλά, χωνεμένη κι αυτή, προσφέρει την ανάσα της πραγματικότητας στο ανθρώπινο άλγος, αν και εν τέλει αδιάφορη αν λειτουργεί ως δροσιά κατευναστική ή ως οξυγόνο αναζωπύρωσης. Εισφέρει χώμα παλαιό και όνειρα παλιά κάτω απ’ τον γυμνό ουρανό, απόηχους ζωής και κραδασμούς υπόκωφους, αλλά πάντως όχι θορύβους και νταούλια, όχι πέτρες ζωγραφισμένες και άλλα κόλπα της διακόσμησης.
Υποσχέσεις, φήμες, προβλέψεις
Πληγές ανοιχτές, άστρο κανένα

Χαράζει πότε με ντάλιες
πότε με ερινύες και βοριάδες
στ’ ουρανού το βυθό και σε βυθίζει
Η ιστορία υπάρχει παντού και πάντα, αλλά μόνο αθέατη, σαν υγρασία νοτίζει τη μνήμη και τα πράγματα∙ ελάχιστες φορές έρχεται σε πρώτο πλάνο, και τότε γιατί ο ποιητής με περισσό σεβασμό υποκλίνεται στις φωνές της, αποσύρεται, δίνοντας το λόγο στη μάνα που αντικρίζει το νεκρό γιο της ή στη μαρτυρία του πατέρα του σκοτωμένου μαθητή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, Διομήδη Κομνηνού:
Τράβηξα το συρτάρι
Τον είδα γυμνό με τα μάτια ανοιχτά
και τη σφαίρα στο στήθος
Ζήτησα ένα ψαλίδι
να κόψω μια τούφα απ’ τα μαλλιά του
Φίλησα το παιδί μου στα μάτια
στην πληγή του κι έφυγα

Δεν υπάρχουν σχόλια: