ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Τώρα που ο δικομματισμός επιτέλους άρχισε να καταρρέει, τώρα που όλοι κοιτάζουν την επόμενη μέρα, ανακύπτει πάλι το ζήτημα της ενότητας της αριστεράς, ως απάντηση στα αιτούμενα της εποχής. Ως πολιτική πρόταση, είναι μια πρόταση ορθή, δηλαδή εύλογη, παράγει «θετική ενέργεια», έστω κι αν μέχρι στιγμής δεν διαφαίνονται ουσιαστικές πιθανότητες συνεργασίας μεταξύ των κομματικών δυνάμεων που σήμερα αποτελούν την αριστερά.
Μάλιστα, το αμέσως προηγούμενο διάστημα ζήσαμε δύο διασπάσεις της καθ’ ημάς αριστεράς, που και οι δυο είχαν ως σημαία τους μια ευρύτερη ενότητα... Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι καινοφανές, αφού οι περισσότερες διασπάσεις της αριστεράς κάτω από αυτή τη σημαία έχουν γίνει. «Ενότητα, ενότητα, πόσες διασπάσεις διαπράχθηκαν επ’ ονόματί σου»: έτσι ξεκινούσε το κείμενό του ο Άγγελος Ελεφάντης, συμμετέχοντας σ’ ένα αφιέρωμα με θέμα την ενότητα της αριστεράς, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και μάλιστα σ’ ένα περιοδικό που εξέδιδαν αποχωρήσαντες από το ΠΑΣΟΚ...
Ως τίτλο στο κείμενό του έβαλε την κεντρική του θέση, «Να βαθύνουν οι διασπάσεις», περιγράφοντας έτσι ένα στίγμα που κατά τη γνώμη μου εξέφραζε δύο δομικά χαρακτηριστικά της σκέψης του: την επίμονη και αέναη κριτική των ιδεολογημάτων, που κάθε φορά καθορίζουν τη στάση και τις επιλογές των αριστερών, και την ευρύτητα της οπτικής του, δηλαδή εκείνο το βλέμμα που πέρα από την εκάστοτε συγκυρία διακρίνει την ιστορικότητα.
Σήμερα, λοιπόν, που ο δικομματισμός άρχισε να καταρρέει, τίθεται εξ αρχής το ζήτημα της πολιτικής έκφρασης της αριστεράς, καθώς και των συμμαχιών της. Σήμερα, τρομακτικά μεγάλες μάζες πολιτών προσβλέπουν στην αριστερά για να επιβιώσουν κοινωνικά. Και νομίζω πως ο χώρος μας, πολιτικά, απαντά προς τη σωστή κατεύθυνση, μακάρι δε η προσπάθειά του να ευοδωθεί. Αλλά η πολιτική απάντηση δεν αρκεί. Τα ίδια τα πράγματα εγείρουν απαιτήσεις που την υπερβαίνουν.
Το ίδιο ερώτημα, «ποιοι κάνουμε τι, μαζί με ποιους, ώστε να...», δηλαδή το ερώτημα περί της ενότητας της αριστεράς, των συμμαχιών της και της επόμενης κοινωνικής μέρας, τίθεται με άλλους όρους, δηλαδή με θεωρητικούς και ιδεολογικούς, ακόμα και αισθητικούς όρους, για τους ανθρώπους που δουλειά τους δεν είναι να συνεισφέρουν στην αριστερά πολιτικές επεξεργασίες, αλλά κρίσιμη ευθύνη τους είναι να εισφέρουν ιδέες για το πέραν του άμεσου πολιτικού γίγνεσθαι. Αν εξαιρέσουμε τους γνωστούς πλέον στο πανελλήνιο αριστερούς οικονομολόγους, που έχουν ηγεμονεύσει στη σχετική συζήτηση για το χρέος και την κρίση, επί της επόμενης κοινωνικής μέρας βασιλεύει σιωπή. Αυτό που παγιώνεται είναι μια γενικευμένη αμηχανία, μέσα στην οποία μάλιστα δευτερεύουσες αντιθέσεις, ή και ταυτίσεις, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, απομακρύνοντας έτσι βολικά το ερώτημα, τι κάνουν μέσα στην κρίση οι διανοούμενοι; Μιλάνε ως διανοούμενοι, ή μιλάνε με κάποιον άλλο τρόπο, από τους άπειρους διαθέσιμους, με τους οποίους μπορούν να υπεκφύγουν;
Στα χρόνια που μαθήτευσα δίπλα στον Ελεφάντη, αυτό ήταν το σημαντικότερο που έμαθα. Γιατί αυτό έκανε: μιλούσε ως διανοούμενος, αναλάμβανε τις ευθύνες που του αναλογούσαν, έκρινε πάντα, πολύ συχνά δυσαρεστούσε τους πάντες. Ανέσυρα λοιπόν ένα απόσπασμα, από εκείνο το προ τριακονταετίας κείμενό του, απόσπασμα που νομίζω ότι δίνει ένα στίγμα κι ένα έναυσμα:
Η πίστη σε φαντασιώσεις υπονομεύει κάθε αυθεντική πολιτική συμπεριφορά, ιδίως εκείνη που καλείται να προσδιορίσει σαφέστερα τις ιδέες του σοσιαλισμού, ν’ απαλλαγεί απ’ τον δογματικό αντιδογματισμό, να συλλάβει τις σύγχρονες πραγματικότητες του κοινωνικού, να τους δώσει υπόσταση πολιτική και προοπτική: να τις πολιτικοποιήσει.
[...] Δεν μπορεί να υπάρχει καμιά ενότητα όσων δεν έχουν ξεκαθαρίσει ριζικά τις διαφορές τους με τον προηγούμενο κόσμο τους, όσων δεν έχουν βαθύνει την κριτική τους, όσων δεν έχουν πείσει άλλους με την κριτική τους. Κι απ’ αυτή την άποψη φοβάμαι ότι βρισκόμαστε ακόμη στα διαδικαστικά. Ακόμη χειρότερα: έχει καταργηθεί, μέσα στο γενικότερο κλίμα της απολιτικοποίησης, ακόμα και η διαδικασία. Γι’ αυτό στο ερώτημα, που είναι φυσικό να ανακύπτει, πώς προχωρούμε όσοι τέλος πάντων σε γενικές γραμμές νοιαζόμαστε για την υπόθεση του σοσιαλισμού, δεν θα είχα σπουδαία πράγματα να προτείνω. Ας οξύνει ο καθένας –έκαστος εφ ω ετάχθη- την κριτική του εκεί που βρίσκεται. Θα ενωθούν, πιστεύω, στο τέλος εκείνοι που θα ξεπεράσουν τη σημερινή ήττα των δυνάμεων του σοσιαλισμού, εκείνοι που αποτελεσματικά θα καταπολεμήσουν τους πάσης φύσεως καρεκλορήτορες του «Λαϊκού κινήματος».
Δεν βρισκόμαστε βέβαια στο 1983, που γράφεται αυτό το κείμενο, αλλά στο τέλος των ψευδαισθήσεων. Όμως η απάντηση, στο ερώτημα ποια μπορεί να είναι η επόμενη κοινωνική μέρα, προϋποθέτει να ξεκαθαρίσουμε, «ριζικά», τις διαφορές μας «με τον προηγούμενο κόσμο μας». Όχι να ομφαλοσκοπήσουμε, αλλά να επαναπροσδιοριστούμε. Γιατί είναι πολύ εύκολο να αναπαράγουμε, και μάλιστα συλλογικά ή συνεργατικά, όλες τις παθολογίες της αριστεράς, δηλαδή τους όρους τής ήττας της∙ η πρόκληση της εποχής είναι να ξεπεράσουμε αυτόν τον ορίζοντα, της ιστορικής ήττας «των δυνάμεων του σοσιαλισμού», να «βαθύνουμε τις διασπάσεις» και να εμπεδώσουμε, όχι ευκαιριακά αλλά ουσιαστικά, τη νέα ενότητα, δίνοντας μορφή, χρώμα και νόημα στη νέα λαϊκότητα, που από παντού προκύπτει ως αίτημα ιστορικό.
Γιατί, όπως μας λέει και ο Μισέλ Φουκώ, οι συγκεκριμένοι καθορισμοί της κοινωνικής ύπαρξης, «οφείλουν να περάσουν από τη σκέψη για να βιωθούν, για να γίνουν συμβάν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου