18/2/12

Θερινή ονειροφαντασία

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

Σωτήρης Δημητρίου, Η σιωπή του ξερόχορτου, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 85
    
Σε μια χρονική στιγμή που τα υλιστικά, καταναλωτικά οράματα μιας παραπλανημένης κοινωνίας καταρρίπτονται σαν χάρτινα κάστρα, το μικρό αυτό βιβλιαράκι-παραμύθι για ενήλικες, που ρέει και διαβάζεται απνευστί, ανοίγει κάποιες χαραμάδες στο παγιωμένο, για να φυσήξει ένα φρέσκο αεράκι ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Σε μια εποχή κατήφειας, αμηχανίας και αποπροσανατολισμού, όπου αίρονται οι ακλόνητες βεβαιότητες, προσφέρει παραμυθία και υλικό για αβίαστο στοχασμό και λυτρωτική ονειροπόληση, αλλά και απλές συνταγές επιβίωσης και αναδιοργάνωσης.
Ο συγγραφέας, πιάνοντας το σφυγμό μιας κοινωνίας παραζαλισμένης από τους κάθε λογής καταναγκασμούς, προσταγές και συμμορφώσεις, κατασκευάζει μια ονειρική νησιωτική πολιτεία, για να στεγάσει τους ελεύθερους, δημιουργικούς και στοχαστικούς ανθρώπους της φαντασίας του. Χτίζει, με την ευκολία, την ευστοχία και τη μαγική αποτελεσματικότητα των ονείρων, μια πολιτεία της άμμου, της θάλασσας και του ήλιου. Της ραστώνης και της βραδυπορίας. Ξομπλιάζει τις καθημερινές πρακτικές μιας ανοικτής, εξισωτικής κοινότητας, που ομονοεί στο αυτονόητο με μια αυθόρμητη, παιγνιώδη συμμόρφωση σε απλούς κανόνες συμβίωσης και αλληλοσεβασμού που καθιερώνονται αβίαστα. Μια κοινότητα που επιστρέφει στην παιδική της ηλικία, που αποτινάζει τη σκόνη της ιστορίας της και την εξάρτηση από το μοντέλο «ζω για να καταναλώνω», και ανασυντάσσεται με ορμή και αποφασιστικότητα σε νέες βάσεις.

Η αφήγηση χωρίς σοβαροφάνεια, με μια προφορική αμεσότητα, πειραματίζεται με τη γλώσσα και τις έννοιες. Σαρκάζει τα θέσφατα, περιπαίζει τους θεσμούς, αδιαφορεί για τη συγγραφική αυθεντία. Αγγέλλει έναν αναίμακτο κοινωνικό μετασχηματισμό, που θα σαρώσει τα κράτη-έθνη, τους πατριωτισμούς και τις θρησκοληψίες, γεννώντας έναν άλλο κόσμο, αντεστραμμένο, στον αντίποδα του πραγματικού. Έναν βίο χωρίς πρέπει, θέλω και μπορώ. Χωρίς νευρώσεις, αναστολές, ταμπού, περιορισμούς, εξαρτήσεις και εξαναγκασμούς. Χωρίς το τοτέμ της πυρηνικής οικογένειας, χωρίς σωτήρες με μεγαλόπνοα οράματα, χωρίς την αγωνία του θανάτου. Με λίγη εργασία, πολλή προσφορά κοινωνικού έργου σε ευρείς συλλογικούς σχηματισμούς, άφθονο ελεύθερο χρόνο για αυτοδιάθεση και περισυλλογή. Λιτή τροφή, απλή ενδυμασία, ένα λυόμενο δωμάτιο που μεταφέρεται παντού, και τα λίγα υπάρχοντα να χωρούν σ’ ένα σακίδιο.
Το παιγνιώδες αυτό αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου, με τις ρηξικέλευθες εμπρηστικές ιδέες-σκέψεις, όπως λόγου χάριν την απαγκίστρωση από τα σταθερά ονόματα, τις επαγγελματικές ιδιότητες, την ιδιοκτησία, ακόμα και τον μόνιμο τόπο κατοικίας, από κάθε τι δηλαδή που μας προσδιορίζει σαν άτομα ισοβίως, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη. Τον καλεί να αναλογιστεί, έστω όσο διαρκεί η ανάγνωση, την ανθρώπινη κατάσταση, χωρίς τα γνωστά βάρη και τις αμετακίνητες δουλείες, και να ονειρευτεί τη χαμένη του αμεριμνησία. Την ελευθερία και την αυτοδιάθεση των ζώων και κυρίως των παιδιών, που αντί να αποδέχονται τη δεδομένη σημασία των πραγμάτων αρχίζουν να μαθαίνουν τα αντικείμενα πιάνοντάς τα και χρησιμοποιώντας τα δημιουργικά, απελευθερώνοντας από αυτά νέες σημασιολογικές δέσμες. Αναπολεί την επαναστατική δύναμη της παιδικής νόησης, που είναι απτή και έτσι διατηρεί τη σύνδεση της αντιληπτικότητας με τη δράση. Γράφει με πάθος για σχολεία που καλλιεργούν έναν άλλο τρόπο γνωσιακής δημιουργίας, με την αυθόρμητη μεσολάβηση της φαντασίας, εκτοπισμένο από την αστική εκπαίδευση. Για μια ζωή σε αρμονία με τη φύση, για σχέσεις αλληλεγγύης και στοργής, χωρίς πειθαναγκασμούς και πειθαρχίες. Για τη χρησιμότητα της τεμπελιάς, για πολίτες «άσκοπους», δηλαδή περιοδικά αργόσχολους αλλά πολυμήχανους, που σκαρώνουν ευφάνταστες λειτουργικές μηχανές, πρωτότυπα παιχνίδια και χρήσιμες εφευρέσεις. Για την παιδικότητα των ενηλίκων και την ωριμότητα των παιδιών που συμφύρονται γλυκά. Για χαρούμενες ερωτικές σχέσεις, ανέφελες συμβιώσεις εμπιστοσύνης και στοργής. Για έναν κοινό δημόσιο χώρο ζυμώσεων και επικοινωνίας, και κυρίως για την ανάγκη των ανθρώπων για γνώση και ελευθερία.  
 Η χαρμόσυνη αυτή ουτοπία στην οποία τα πάντα ανατρέπονται δεν είναι πολιτικό μανιφέστο. Δεν χρειάζεται να έχει συνέπεια και συνοχή στόχων και προτάσεων. Μιλά για τηγανητές πατάτες, ζυμωτά καρβέλια και ανθρώπους απόλυτα διαφορετικούς, που κολυμπούν σε μια θάλασσα ήχων και εικόνων, καθώς νέες δυνάμεις και νέες παρορμήσεις κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους.
Όταν δε η νοσταλγία για τις διακρίσεις και τις ευκαιρίες της «οικογενειακής δημοκρατίας», το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης, η αυταρέσκεια και η αυταρχικότητα, θα επιβάλλουν τη συμμόρφωση σε νέες εξουσίες, οι οποίες θα σαρώσουν τις αυθόρμητες αυτές ενεργές συλλογικότητες, οι αποκλίνοντες, οι παράταιροι, οι απόβλητοι, οι αείποτε διαφορετικοί θα βρουν καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα «του μέσα». Θα κατοικήσουν σε μια πτύχωση, ένα χάσμα, μια ρωγμή ανάμεσα σε δυο όμορα κράτη. Σε μια χώρα αδήλωτη και αχαρτογράφητη, όπου μια ξεχασμένη κοινότητα μουσικών, βαρίσκιωτη, καταδεκτική και φιλάνθρωπη, παίζει χθόνιες μελωδίες και εκτελεί ιερατικούς βηματισμούς.
    
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας.                

Δεν υπάρχουν σχόλια: