ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΑΡΗ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΚΛΕΟΠΑΣ, Ποίηση και πολιτική. Φλερτάροντας με την Ουτοπία, εκδόσεις Έψιλον-Ενημέρωση, Αθήνα-Κέρκυρα 2011, σελ. 160
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κανοναρχεί («Είχες χάσει κάτι πολύ περισσότερο. Μιαν ατέλειωτη νεότητα σε κάθε γωνιά της ολόπικρης νόησης») κι ο δημιουργός Ευριπίδης Κλεόπας ακολουθεί το ίσο: ποίηση, αφηγήματα, διηγήματα, δοκίμια, σημειώματα, επιφυλλίδες - δεμένα με ένα αόρατο ψυχικό νήμα, αριστοτεχνικά και χαμηλόφωνα κεντημένα. Διαδρομές στο παρόν και στο απροσδιόριστο μέλλον συμπλέκονται με αναδρομές νοσταλγίας, αγάπης, κριτικής κι απαντοχής. Πρόσωπα ζώντα και ενεργά στην πνευματική και κοινωνική ζωή, μα και άνθρωποι άγνωστοι, τεθνεώτες κι ωστόσο οικείοι, χάρη στις αφηγήσεις ή στις επισημάνσεις του Κλεόπα. Αφανείς γυναίκες κι άνδρες ή επιφανείς στοχαστές της Κέρκυρας, της Ελλάδας, της Κύπρου και του κόσμου. Επιλέγει ο συγγραφέας τον μόνο αποδεκτό και αποτελεσματικό τρόπο επίθεσης, την διά του λόγου επίθεση, όπως καθένας που γνωρίζει καλά πως ο χρόνος είναι άχρονος κι ότι με την προσωποποίησή του («Η Ατέρμονη Αγωνία του Χρόνου») αυτός είναι που αγωνιά κι εμείς, οι δήθεν πεπερασμένοι, τον αμφισβητούμε καίρια – αυτό φαίνεται να προκρίνει και να προτείνει ακούραστος ο Κλεόπας.
Κι όταν φτάνει η στιγμή της κριτικής, τότε, δεν «χαρίζεται» στον τόπο που εδώ και χρόνια τον φιλοξενεί (η αδρανής, τοπικιστική και αντιδραστική προσέγγιση του ιστορικού κερκυραϊκού πολιτισμού δέχεται τα πυρά του στο σημείωμα «Μπορούν τα Επτάνησα να ατενίσουν πέρα απ’ τον Σολωμό και τον Καποδίστρια;»). Με συνεχείς παρενοχλήσεις στους φίλους και ομοιοπαθείς, υπενθυμίζει την απώλεια της νιότης ή της ψευδαίσθησης, μα και το διαμάντι που αποκαλούμε ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ μέσα από την ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ («η Κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος»). Από τον μύθο ή το παρα-μύθι ώς το απώτερο μυστηριώδες άκρο του χρόνου, αλωνίζει και εκτινάσσει στο προσκήνιο δικούς μας και «ξένους» σε 38 κείμενα και 158 σελίδες: Όμηρο, Αίσωπο, Πλάτωνα, Ράσσελ, Μπερλίγκουερ, Ρεμπώ, Αξελό, Μπερξόν, Γραμματικάκη, Farouki, Klein, Μπαρτ και Μπόρχες, Προυστ, και πιο πριν η πανταχού παρούσα Γιαγιά απ’ την Αμμόχωστο να συνομιλεί με τον εγγονό και με τον οικουμενικό ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη («Αμμόχωστος βασιλεύουσα»). Οργανωμένες σκέψεις και συναισθήματα σε τρεις ενότητες («Πολιτική», «Περί τέχνης», «Δεκατρία διηγήματα και ένα δοκίμιο») ισορροπούν το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο στον στοχασμό και το θυμικό του συγγραφέα.
Η Ουτοπία, όχι αυτή η ανεδαφική ξεδοντιάρα γραία αλλά η δοξασμένη και νεανική Οντότητα, με άλλα λόγια η Επανάσταση, μας κλείνει γοητευτική το μάτι. Αυτήν που επιτυχώς ο Χέρμπερτ Μαρκούζε διαπίστωνε όχι ως ανύπαρκτη ή «άνευ τόπου» μα ως συντριβόμενη από τις κατεστημένες δυνάμεις που δεν επιτρέπουν να εγερθεί και να δυναμώσει. Ιδού, παρά τούς κατά τους αιώνες προαναγγελθέντες θανάτους της, διαπερνά τις ενέργειες αναρίθμητων ανθρώπων, και όλα τα κείμενα του τομιδίου αυτού. Η πολιτική εντοπίζεται εδώ ως σχέση ουσίας και φιλοσοφικής αναγκαιότητας, ως οντολογικό γεγονός, όχι ως αποστακτήρας αστικών συνδρόμων και πελατειακών καταδυναστεύσεων. Είναι παρούσα η γιακωβίνικη πρωτοπορία (κι ας υπονοείται μόνο στο κείμενο «Γαλλική Επανάσταση και Ευρώπη»), αλλά και ο πλατωνικός αλτήρας, ο ρουσσωικός οίστρος και ο πρωτοποριακός κοινωνιστικός προβληματισμός του Κάρλ Μαρξ και του Πωλ Λαφάργκ («Το δικαίωμα στην τεμπελιά») στη συνύφανση «κοινωνικής» και «πολιτικής» λογικής. Ιδίως όπως εκδηλώνεται κόντρα στον αμερικανικό καιροσκοπισμό, με την αναγνώριση των βαθέων και παλαιών συναφειών ευρωπαϊκού και αραβικού πολιτισμού∙ στην επαινετική αναφορά για το θάρρος των ζακυνθινών αρχών να αποτρέψουν τη σύλληψη των Εβραίων της Ζακύνθου από τους Ναζί το 1944 («Η συκοφαντία του αίματος»)∙ στον εκτελεσμένο για τα κομμουνιστικά ιδανικά μικρασιάτη αγωνιστή της Αντίστασης και ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Πειραιώς Νίκο Γόδα (1948)∙ στον νεότερο αντάρτη της ΕΟΚΑ, τον απαγχονισμένο για τα εθνικά ιδανικά της Ένωσης Κύπρου-Ελλάδας, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, το φίλιον σφάγιον των πεπολιτισμένων Άγγλων (1957)∙ στην αποσιωπημένη πατριωτική συνδρομή του κερκυραίου πλωτάρχη Λ. Χανδρινού στους πολιορκούμενους Κύπριους της Πάφου το 1974. Από την ίδια ρίζα τρέφεται το νεολαιΐστικο ξεφωνητό στον δικτάτορα Παπαδόπουλο στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Απρίλη του 1969 («Η πρώτη μαζική αντίσταση»), οι ανώνυμοι φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου 1973 (στο αισθητικά επιτυχές διήγημα «Ο μαραθωνοδρόμος»), μα και ο Πίπος που βρέθηκε από την Κασσιόπη της Κέρκυρας να επιβιώνει αγωνιστής βαρκάρης στον ποταμό Μενκόνγκ στο αμερικανόπληκτο Βιετνάμ («Ο βαρκάρης του ποταμού Μενκόνγκ»). Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται ασύμβατα κι ασύνδετα, τότε ρωτήστε τον ασθματικό μα ακατάβλητο κομαντάντε Τσε (σ. 70, 126).
Δεύτερη περιοχή άμυνας κατά της φθοράς και της μικροαστικής αφασίας, στην κατά Κλεόπα συλλογιστική, το χιούμορ. Χιούμορ άφθονο, λεπτό και αγνό, καταλυτικό, ακαταπόνητο και ακαταμάχητο στις δύσκολες ώρες της βιωτής. Διάσπαρτες οι συναφείς σημάνσεις στα άλλα κείμενα (λ.χ. «Εαρινό άρωμα εκλογών»). Ξεχωρίζουν αυτές στα αφηγηματικά, όπου η σάτιρα, ο (αυτο-)σαρκασμός, ο χλευασμός, η ειρωνεία και η νοηματική υπονόμευση ή η ανατροπή των συμβάσεων και των καθιερωμένων στέκουν ανάμεσα στις αράδες τις έντυπες κι αναμένουν να σεργιανήσουν τον αναγνώστη στις πιο ωραίες στιγμές της νιότης ιδίως: «Η πρώτη εταίρα της ζωής μου», «Τι είναι οι μπάντες της Κέρκυρας;», «Τα κοχύλια της Δασιάς», «Φεύγεις; Πού πας;», «Ένας Ιάπωνας στο τρένο», «Η κηδεία», «Το αμάρτημα του πατρός μου», «Τα παιδικά μας σινεμά».
Η ερωτική ουτοπία είναι ένα ακόμη συνδετικό στοιχείο των πολυειδών κειμένων και σταθερή συνιστώσα των λογοτεχνικών καταθέσεων του Κλεόπα σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του και φωτογραφικά λευκώματα. Διαποτίζει υποδόρια μέχρι και φιλοσοφικές επισημειώσεις («Ecce Homo!») και γενικεύσεις για τις πολιτισμικές μυθολογικές αναγωγές της Ευρώπης («Τέσσερεις μυθικές γυναίκες») ή πολιτικά κείμενα διαμαρτυρίας για τις αυταρχικές απαγορευτικές αποφάσεις σε βάρος εκδηλώσεων (του Μ. Θεοδωράκη ή πρόσφατα της Δ. Σαμίου: «Από τους όρνιθες στην Ακρόπολη») ή υπονομευτικές συμπεριφορές για τον ερωτικό διάλογο του καλλιτέχνη/διανοητή με το κοινό του («Περί προσφωνήσεων και πάλι...»). Διαπνέει το σχόλιο για την «πανδαισία μουσικής, χορού και ερωτισμού» στο κίνημα νεολαιίστικης αμφισβήτησης κατά της πολεμικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ («Μιλώντας για το Woodstock στην κόρη μου»)∙ τις σημειώσεις τεχνοκριτικής σχετικά με τη συνάντηση Τέχνης, ζωής, έρωτα και θανάτου στις εικαστικές δημιουργίες («Οι μυστικοί κήποι του Νίκου Κόκκαλη» και «Ανοιχτό παράθυρο...» της Α. Κροκίδη, «Μαύρο πάνω σε Άσπρο» του φωτογράφου Α. Ζήβα). Η απογείωση της γραφής περί έρωτος στις ειλικρινείς και ανυπόκριτες αποδόσεις λογοτεχνικά επεξεργασμένων ερωτικών στιγμών και εμπειριών, νεανικών φαντασιώσεων κι ανεκπλήρωτων ερώτων: «Ηλιοστάλαχτη», «Η πρώτη εταίρα της ζωής μου», “La premiere fois...”, «Η κηδεία», «Τα παιδικά μας σινεμά», «Το αμάρτημα του πατρός μου». Σε τελική ανάλυση ή διαπίστωση: ο νόστος, όπως σ’ όλες τις εκφάνσεις τη λογοτεχνικής δημιουργίας, μάς κλείνει και στην περίπτωση του τομιδίου αυτού εδώ το μάτι...
Ο Γιώργος Μύαρης είναι φιλόλογος στην Κύπρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου