11/2/12

«Σκέψη στην εποχή των τεράτων»

Διαλεκτικές της κριτικής πολιτικής θεωρίας στους καιρούς μας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ

Στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Κεραμιδιώτη, όπου ο Slavoj Zizek διαλέγεται με τον Κώστα Δουζίνα για την κριτική φιλοσοφία στην εποχή μας,[1] τρεις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές μορφές εισάγονται εξ αρχής ως σηματοδότες των διαφορετικών προσανατολισμών της σκέψης που αναστοχάζεται την κοινωνική πραγματικότητα και παρεμβαίνει σε αυτή: ο Σωκράτης, ο Πλάτων, και ο Διογένης.
Ο Σωκράτης ενσαρκώνει τη φιλοσοφική στάση που επιδίδεται σε έναν εσωτερικό κριτικό έλεγχο. Ξεκινά με την αποδοχή βασικών υποθέσεων ενός επιχειρήματος, ή των κατεστημένων κοινωνικών αξιών, και στη συνέχεια «αποδομεί» το επιχείρημα, ή τoν τρόπο πραγμάτωσης των αξιών. Φωτίζει ασυνέπειες στην εκτύλιξη του στοχασμού από δεδομένες προκείμενες ή στην εφαρμογή των αρχών που επικαλούμαστε. Έτσι η σκέψη μπορεί να αναδείξει τον ιδεολογικό πυρήνα των ερμηνευτικών στρεβλώσεων επιμέρους αρχών ή να πιέσει για μια συνεπέστερη υλοποίησή τους. Λόγου χάρη: «Φιλελεύθεροι, θέλετε ισότητα και ελευθερία για όλα τα άτομα, και υποστηρίζετε την οικονομία της αγοράς ως ενσάρκωση αυτών των αξιών; Σύμφωνοι, αλλά η ίση ελευθερία σε ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα καταλήγει πολύ γρήγορα, αν δεν είναι εξ αρχής, η ελευθερία ολίγων αρπακτικών να καταπιέζουν την τυπική και ουσιαστική ελευθερία των πολλών...».

Ο Πλάτων, από την άλλη, εμφανίζεται από τον Ζizek ως εκφραστής μιας υπερβατικής κριτικής που αξιολογεί την κρατούσα πραγματικότητα από τη σκοπιά ενός ουτοπικού εξισωτικού ιδανικού έξω από αυτή (πρβλ. ισότητα των φύλων, κοινοκτημοσύνη και απουσία του θεσμού της δουλείας στην Πολιτεία). Ο Διογένης, τέλος, εκπροσωπεί μια αντινομική, οιονεί αναρχική κριτική που απορρίπτει τους εγκαθιδρυμένους νόμους ως καταπιεστικές συμβάσεις. Αυτή η απόρριψη δεν γίνεται από την οπτική ενός υπερβατικού κόσμου των Ιδεών, αλλά από τη θέση της «φύσης» -αν ως «φύση» θεωρήσουμε ένα σημείο που αναγνωρίζει τη συμβατότητα των κοινωνικών νόμων και τη δυνατότητα ριζικής ελευθερίας και ισότητας πέρα από εξουσιαστικούς θεσμούς. Η «φύση» ανοίγει έτσι μια κοσμοπολιτική προοπτική πανανθρώπινης σύνδεσης πέρα από τα ιστορικά θέσμια των διαφόρων πόλεων.
Η παραπάνω σχηματοποίηση είναι από τις σημαντικότερες εκλάμψεις στη συζήτηση Ζizek-Δουζίνα. Μας επιτρέπει να χαρτογραφήσουμε κυρίαρχες τάσεις και οπτικές στην πολιτική σκέψη του ίδιου του Ζizek αλλά και ευρύτερα της θεωρίας των τελευταίων σαράντα ετών. Το κυριότερο, μας βοηθά να διανοίξουμε γόνιμες ατραπούς για την κριτική πολιτική σκέψη στην εποχή μας. Σήμερα ο κανονιστικός στοχασμός δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει το ιστορικό του ρίζωμα και τη συνακόλουθη μερικότητα και επισφάλειά του. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλει να αναζητεί το υπερβατικό – όχι στη χώρα των Ιδεών ή  του Απόλυτου Όντος, αλλά στην πολιτική πράξη που αίρεται πάνω από έναν κόσμο μαζικής αδικίας και καταπίεσης.
Στο έργο του Ζizek, αυτή η τριάδα της υπερβατικής, της εμμενούς και της αντινομικής κριτικής μπορεί να συσχετιστεί (πέρα από τους συνειρμούς που κάνουν οι ίδιοι οι συνδιαλεγόμενοι):  α) με την «αιώνια Ιδέα» της επαναστατικής-εξισωτικής δικαιοσύνης, β) με τα μικρά πραγματιστικά αιτήματα εντός του καθιερωμένου κοινωνικού πλαισίου, και γ) με την έννοια της «πράξης» (act), αντίστοιχα. Η Ιδέα της Δικαιοσύνης αναβιώνει σε μεγάλες επαναστατικές ρήξεις και υπερβαίνει την ιστορική τους αποτυχία ως μια αναλλοίωτη αλήθεια που στοιχειώνει στο διηνεκές την κοινωνική ζωή. Το νόημά της επιτάσσει αυστηρή εξισωτική δικαιοσύνη (όλοι πληρώνουν το ίδιο τίμημα, υπακούουν στους ίδιους κανόνες κλπ.), τρομοκρατία (αυστηρή τιμωρία όσων παραβιάζουν τα επιβαλλόμενα), βολονταρισμό (δράση ενάντια στις εμμενείς λογικές των κοινωνικών συστημάτων), και πίστη στον λαό (την υπόθεση ότι μια μεγάλη πλειοψηφία υποστηρίζει τα αμείλικτα μέτρα).[2]
Η δεύτερη, εμμενής κριτική ξεκινά από επιμέρους ασυνέπειες ή δυσλειτουργίες ενός δεδομένου συστήματος, π.χ. από τις ελλείψεις στην παροχή καθολικών υπηρεσιών υγείας στις Η.Π.Α.. Τις αξιολογεί και επιχειρεί να τις διορθώσει με εσωτερικούς, κοινά αποδεκτούς όρους του συστήματος, μια πρακτική, ωστόσο, που μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη βαθύτερων αντιφάσεων ή αδυναμιών μιας κοινωνικής συνθήκης. Η απροϋπόθετη «πράξη», τρίτον, αναφέρεται σε ριζικές παρεμβάσεις που ανατρέπουν τις βασικές συντεταγμένες της σκέψης και της δράσης σε ορισμένα κοινωνικά-συμβολικά πλαίσια. Η «πράξη» πραγματοποιεί ό,τι θεωρείται αδύνατο στην προϋπάρχουσα κατάσταση και εγκαθιδρύει νέους ορίζοντες ύπαρξης. Αυτό έκανε, λόγου χάρη, η Οκτωβριανή Επανάσταση.[3]
Με το εν λόγω τρίπτυχο μπορούμε να oριοθετήσουμε μείζονες προσανατολισμούς της κριτικής σκέψης των τελευταίων σαράντα ετών, πέρα από το έργο του Ζizek και τις αδυναμίες του (τη διατήρηση, αφένος, μιας ουσιαστικής «υπερβατικής» αλήθειας που απολυτοποιεί την εξουσιαστική πολιτική της λενινιστικής ηγεμονίας,[4] και την επίκληση, αφετέρου, μιας πράξης απόλυτης νέας δημιουργίας που δεν αναγνωρίζει τους ιστορικούς περιορισμούς της[5]). Καταρχάς, μια στιγμή «υπερβατικής», πλατωνικής κριτικής εντοπίζουμε στο πρώιμο έργο του John Rawls, Θεωρία της Δικαιοσύνης και στην αντίστοιχη ερμηνεία του δικαίου στη Θεωρία της Επικοινωνιακής Δράσης του Jürgen Habermas. Εδώ η σκέψη προσπαθεί να αχθεί πέρα από το κοινωνικο-ιστορικό της ρίζωμα και να συλλάβει κανόνες δικαίου «sub specie aeternitatis». Αυτό το επιδιώκει είτε από μια «πρωταρχική θέση» που θέλει να καλύψει με «πέπλο άγνοιας» τους ιδιαίτερους κοινωνικούς καθορισμούς κάθε θεώρησης του δικαίου, είτε διατυπώνοντας τους διιστορικούς όρους μιας «ιδανικής ομιλιακής κατάστασης», δηλαδή ενός καθολικού πλαισίου διαβούλευσης που προϋποτίθεται σε κάθε ορθολογικό διάλογο.
Εν συνεχεία, και εν αντιθέσει, η λογική της εσωτερικής, σωκρατικής κριτικής αναδεικνύεται εύγλωττα στην προσέγγιση «κοινοτιστών» στοχαστών όπως ο Charles Taylor, o Alasdair MacIntyre και ο Michael Walzer, ή μεταμοντέρνων «ειρωνικών» φιλοσόφων», όπως ο Richard Rorty. Αυτοί επιμένουν ότι δεν διαθέτουμε κανένα υπεριστορικό, αρχιμήδειο σημείο κρίσης των ηθών και των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι η μόνη δόκιμη και γόνιμη κριτική είναι εκείνη που τοποθετείται συνειδητά σε συγκεκριμένα κοινωνικο-ιστορικά συμφραζόμενα, αρθρώνει τις ιδιαίτερες αξίες τους και στηρίζεται σε αυτές για να αξιολογήσει τη συνεπή σύλληψη και πραγμάτωσή τους στις κοινωνικές συνθήκες όπου γίνονται δεκτές.
Η τρίτη οπτική «του Διογένη» εκπροσωπείται τις τελευταίες δεκαετίες από ιστορικιστές, μετα-δομιστές και μετα-μαρξιστές στοχαστές όπως οι Giles Deleuze και Felix Guattari, Michael Hardt και Antonio Negri, Michel Foucault και Koρνήλιος Καστοριάδης, μεταξύ άλλων. Η αφετηρία της κριτικής εδώ είναι κοινή με εκείνη των «κοινοτιστών» καθώς επιμένει στην ιστορικο-κοινωνική κατασκευή των αρχών, των αξιών και των θεσμών. Η κρίσιμη διαφορά της έγκειται στο ότι δεν ασπάζεται το κοινωνικά καθιερωμένο ως αυταξία και δεν περιορίζεται σε μια αξιολόγηση των κοινωνικών συνθηκών εκ των ένδον, από τη σκοπιά των δικών τους κανόνων. Αντίθετα, προβάλλει την έλλειψη αντικειμενικών θεμελίων για κάθε εγκαθιδρυμένη κοινωνική αρχή και τονίζει τη δυνατότητα αμφισβήτησης, αναίρεσης και μετασχηματισμού των κοινωνικών νόμων χάρη στον κατασκευασμένο, τεχνητό χαρακτήρα τους. Η κριτική εμφορείται έτσι από ένα αν-αρχικό πνεύμα, μια ανυποταξία και ετοιμότητα σύγκρουσης με τα ειωθότα, ανάλογη με εκείνη που διέπνεε την αντισυμβατική ηθική του Διογένη.
Αυτή η κριτική σκοπιά είναι εν μέρει εξωτερική σε σχέση με τα εκάστοτε κοινωνικά συγκείμενα, καθώς όχι απλώς δεν ενστερνίζεται επιμέρους αξίες τους αλλά προτείνει τη ριζική αμφισβήτησή τους χωρίς a priori όρια ή αδιαμφισβήτητες προκείμενες: «Είναι δίκαιη η οικονομία της αγοράς; Και τι σημαίνει δίκαιο;..». Το «έξω», όμως, δεν είναι ο τόπος κάποιων υπερβατικών, υπεριστορικών αληθειών, ούτε μια βαθύτερη, πάγια ανθρώπινη φύση πέρα από τις τεχνητές επιβολές των θεσμών. Είναι η θέση που αρνείται το αυταπόδεικτο οποιουδήποτε παραδεδομένου αξιώματος, και υποστηρίζει ότι κανένα δόγμα ή θέσμιο δεν είναι αυτονόητα αναγκαίο γιατί είναι συμβατικό. Σε αυτόν τον κριτικό στοχασμό, αν υπάρχει μια «φύση» πέρα από τις συμβάσεις, αυτή δεν είναι μια καθορισμένη ουσία. Είναι η αποστασιοποίηση από το ιστορικά καθιερωμένο, η οποία αφορμάται από την αναγνώριση της ιστορικής κατασκευής ή από την προβολή μιας ικανότητας γένεσης («φύσης» με την αρχαία έννοια) του καινούριου, όπως η «συντακτική εξουσία» των Hardt και Negri, το «ριζικό φαντασιακό» του Καστοριάδη κ.α., που μπορεί να ξεπεράσει ή να αλλάξει το υπάρχον.
Σε μια εποχή τεράτων, δηλαδή τερατωδών καταστάσεων εξαθλίωσης και καταστροφής, αλλά και πρωτόγνωρων σχηματισμών του νέου που αναδύεται, η κριτική σκέψη οφείλει να εκκινεί από την τρίτη «διογενική» σκοπιά. Πρέπει να τονίζει τη μη αναγκαιότητα των ιστορικών συνθηκών που μας καταδυναστεύουν. Να εκτρέφει τη ριζική αμφισβήτηση των κατεστημένων εξουσιαστικών θεσμών. Να καλλιεργεί μια ετοιμότητα απόρριψης των κοινωνικών θελγήτρων που εξαγοράζουν συνειδήσεις. Να φωταγωγεί τη δυνατότητα «φύσης» άλλων, καινούριων κόσμων.
Αλλά για να έχει απήχηση και να στέκεται αρωγός στο ξεπέρασμα της κατεστημένης αδικίας θα πρέπει να συνυφαίνει την εξωτερική-αντισυμβατική με την εσωτερική και την υπερβατική σκοπιά, να συντάσσει, δηλαδή, τον Διογένη με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Γιατί η ρήξη με τα καθιερωμένα θα είναι μετέωρη και αδύναμη αν δεν επικαλείται ριζωμένες κοινωνικές αξίες, όπως η ελευθερία και η ισότητα, αν δεν απηχεί υπαρκτά κοινωνικά αιτήματα και αν δεν ανταποκρίνεται σε υφιστάμενες ανάγκες. Από την άλλη, θα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια στείρα άρνηση αν δεν αντιπροτείνει κάτι θετικό, έναν καλύτερο κόσμο πέρα από τον σημερινό.
Αλλά η υπερβατική αιχμή του κριτικού στοχασμού δεν θα πρέπει να παραπέμπει σήμερα σε υπερβατικές αλήθειες. Όχι μόνο γιατί είναι εύλογα αμφίβολη η ικανότητα του λόγου να συλλάβει τέτοιες αλήθειες, αλλά και γιατί η επένδυση ενός καθορισμένου κοινωνικού σχήματος με τον μανδύα του αληθινά δίκαιου, ελεύθερου κ.ο.κ. είναι μια δοκιμασμένη συνταγή για μικρές και μεγάλες απολυταρχίες που υποτάσσουν την αυτόνομη δράση των πολλών σε προκάτ μοντέλα. Η υπερβατική διάσταση της κριτικής δεν μπορεί να αρκείται, επίσης, στη γενική επισήμανση μιας ικανότητας δημιουργίας νέων κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η επίκληση είναι σκόπιμη αλλά λίγη όταν επιτακτικά κοινωνικά ζητήματα απαιτούν πιο συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις. Η σκιαγράφηση ουτοπικών εικόνων άλλων κόσμων θα μπορούσε να εκπληρώσει μια υπερβατική κριτική λειτουργία που δεν ενέχει αυταρχικούς κινδύνους εφόσον εμφανίζεται ως ποιητική, φαντασιακή επινόηση και όχι ως σύλληψη της αληθινής ιδανικής Πολιτείας. Αλλά και πάλι θα μπορούσε να έχει εξουσιαστικές συνέπειες στο μέτρο που ο φιλόσοφος προβάλλει ως ποιητής-οραματιστής, και τα παγιωμένα σχήματα προκαταλαμβάνουν τη συλλογική εφεύρεση του καινούριου.
Αν θέλει να αποφύγει και την αυταρχική εκτροπή και τη φαντασιακή καθήλωση, η κριτική θα συμβάλλει στην υπέρβαση συνθηκών αδικίας και υποταγής διερευνώντας τις πραγματικές εκφράσεις της δύναμης δημιουργίας στις συλλογικές πράξεις των σύγχρονων αντιστάσεων. Θα εγκύψει σε αυτές, ανασύροντας το καινούριο που κομίζουν, διερωτώμενη για την αξία και τη δυναμική αυτών των ρηξικέλευθων σκιρτημάτων, αχνογραφώντας τους ορίζοντες που ανοίγουν, τονίζοντας και επιβεβαιώνοντας με συγκεκριμένα παραδείγματα την ικανότητα των πολλών να σπάνε τα δεσμά της κυριαρχίας και να οικοδομούν άλλες κοινωνικές σχέσεις.

Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ

[1] Σκέψη στην εποχή των τεράτων. Με τον φιλόσοφο Slavoj Zizek και τον Κώστα Δουζίνα (φιλόσοφο του δικαίου). Από τη σειρά «Τόποι ζωής, τόποι ιδεών», σκηνοθεσία Γιώργος Κεραμιδιώτης, παραγωγή ΕΤ3. http://www.youtube.com/watch?v=lkWteh9Na9o
[2] Βλ. Slavoj Zizek, In Defense of Lost Causes, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2008, σ.461. Και Αλέξανδρος Κιουπκιολής, «Αναστοχασμοί του πολιτικού και νέα κοινά της ελευθερίας», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 114, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011, σσ. 66-69.
[3] Βλ. Zizek, In Defense of Lost Causes, σ.316.
[4] Βλ. Κιουπκιολής, «Αναστοχασμοί του πολιτικού και νέα κοινά της ελευθερίας», ε.α.
[5] Βλ. Γιάννης Σταυρακάκης, Τhe Lacanian Left, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο, 2007, σσ.109-149.

Δεν υπάρχουν σχόλια: