Η διδασκαλία, ως ένα πραξιακό Είναι-μέσα-στον-κόσμο, πέραν οποιασδήποτε επαγγελματικής κατοχύρωσης και προοπτικής
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ
GEORGE STEINER, Τα μαθήματα των δασκάλων, μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Εκδόσεις Scripta, σελ. 225
Στο κλείσιμο της διδασκαλικής του καριέρας ο George Steiner δίνει μια σειρά διαλέξεων στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, πάνω στο θέμα της διδασκαλίας. Αυτού του διαλεκτικού συμβάντος, που διανοίγει σύμφωνα με τον Alain Badiou ένα από τα ισχυρότερα πεδία της Αλήθειας. Δεν υπάρχουν πολλά. Στον ορίζοντα αυτού του συμβάντος μια ολόκληρη σειρά ερωτημάτων αναδύεται: τι μεταδίδεται στη διδασκαλία; τι είναι το ήδη παραδιδόμενο; η εναποτιθέμενη γνώση; το ίχνος που εκφέρεται εκ νέου σε μια καινή γλώσσα, σε μια άλλη προοπτική ζωής;
Η διδασκαλία αποκαλύπτεται σ’ αυτές τις διαλέξεις ως ένα σχεσιακό περιβάλλον, όχι πάντοτε ισότιμο είναι η αλήθεια, που διευρύνει όμως διαρκώς τις χωροχρονικές του αντοχές στη δοκιμασία του γνωστικού του πεδίου. Είναι μάλιστα τρεις κυρίαρχες αισθητικές διδασκαλίας που ο Steiner θα διακρίνει σ’ αυτά τα μαθήματά του. Η πρώτη, που θα την ονομάσει μάλιστα και «γνήσια διδασκαλία», και είναι αυτή που μεταδίδει τον εξ αποκαλύψεως Λόγο της. Εδώ ο δάσκαλος γίνεται «ένας απλός ταχυδρόμος», καθώς αποσύρεται διαρκώς μπροστά σ’ αυτό που κομίζει, ένα κενό δοχείο, ένας φορέας μετάδοσης μόνο. Το μυητικό περιβάλλον του Πυθαγόρα, ο εσωτερισμός του Πλωτίνου, η μυσταγωγία του Ιάμβλιχου, μαρτυρούν ένα υπερβατικό έτσι περιβάλλον όπου η μαθητεία ασκείται στα μυστικά όρια της δελφικής αποκαλύψεως, μια εμπειρία στα όρια της θεϊκής τάξεως.
Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε το πρότυπο του δασκάλου που αναγνωρίζεται στο πραξιακό του παράδειγμα. «Η υποδειγματική διδασκαλία είναι πράξη και μπορεί να είναι βουβή». Μια επί-δεικτική χειρονομία του δασκάλου, που δεν είναι όμως μια εξιμπισιονιστική γνωστική πιρουέτα αλλά μια δεικτική, από-δεικτική χειρονομία ζωής. Τα μοναδικά παραδείγματα του Σωκράτη και του Ιησού αναδύονται εδώ ως αποκαλυπτικά, σημαίνοντα Είναι. Στην τρίτη κατηγορία οι φουκωικές αναλύσεις που αποκαλύπτουν όλο το εξουσιαστικό περιβάλλον της διδασκαλίας, αυτή την ακαταμάχητη κυριαρχική της πλευρά.
Ο Steiner στις εν λόγω διαλέξεις του δεν αναφέρεται σε εκπαιδευτικά συστήματα αλλά σ’ αυτό το αισθηματικό περιβάλλον που εξυφαίνουν γύρω τους οι μεγάλοι δάσκαλοι, η αβυσσαλέα έλξη που ασκούν στους μαθητές τους. «Σκεφτείτε τον Αλκιβιάδη και τον Σωκράτη, την Ελοΐζα και τον Αβελάρδο, την Άρεντ και τον Χάιντεγκερ», θα πει. Ένα αισθηματοποιημένο περιβάλλον, στα όρια της ερωτικής σαγήνης. Το σωκρατικό παράδειγμα είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικό, μαζί και αυτός ο μυστικός παρακοιμώμενος μαθητής του Ιησού.
Η διδασκαλία είναι για τον Steiner ένα πραξιακό Είναι-μέσα-στον-κόσμο σταθερά πέραν οποιασδήποτε επαγγελματικής κατοχύρωσης και προοπτικής. «Πώς να εκτιμήσουμε και να ξεπληρώσουμε τον Παρμενίδη για ‘το εν’, τον Σωκράτη για την αρετή, τον Καντ για το συνθετικό a priori; Υπάρχει περίπτωση να κατέβουν σε απεργία οι κακοπληρωμένοι μεταφυσικοί, ή να κάνουν επίσχεση εργασίας απέναντι σ’ αυτούς που δεν έχουν να πληρώσουν το magisterium τους;» Αυτό που μεταδίδεται με τη διδασκαλία δύσκολα κοστολογείται, μια θέση που αντιβαίνει στη συνδικαλιστική και δημοσιοϋπαλληλική εξάντληση των σύγχρονων πανεπιστημιακών μας. Η κοστολογημένη διδασκαλία έρχεται, θα πει ο Steiner, με τους σοφιστές, με το πέρασμα από την προφορικότητα στη γραφή, με τον θεσμό των σεμιναρίων και των διαλέξεων. Στον κόσμο της προφορικότητας η γνώση ήταν σύμφωνα με τον Σωκράτη μια ανάμνηση της ψυχής, μια ανάκτηση μόνο, μια εσωτερική κίνηση που μνημόνευε όχι μόνο την αναδυόμενη γνώση αλλά και αυτή την «ακεραιότητα του ανθρώπου». Η γραφή έρχεται ακριβώς στο κενό αυτής της εσωτερικής επικοινωνίας. Πολύ ωραία εδώ ο Steiner υπενθυμίζει την απουσία του Πλάτωνα στο θάνατο του Σωκράτη, όπως και του Παύλου στο θάνατο του Ιησού. Και οι δύο αυτοί πρωτόκλητοι αναπληρώνουν το τραύμα αυτής της απουσίας τους με το κειμενικό, μνημονικό ίχνος που καταθέτουν του δασκάλου τους, ένα ίχνος ξένο όμως στη δική του πραγματικότητα. Ο Σωκράτης, όπως και ο Ιησούς, είναι για τον Derrida αυτοί που δεν έγραψαν.
Οι μεγάλοι δάσκαλοι, σ’ αυτούς άλλωστε αναφέρεται ο Steiner, είναι πάντα μόνοι και υπομένουν τη μοναδική τους θέση. «Ήμουν μες στην ψυχή μου μόνος μου με τον εαυτό μου και στον εαυτό μου μιλούσα όταν σου απαντούσα», θα πει ο Φάουστ του Πεσσόα στον μαθητή του απωθώντας τον. Σ’ αυτή την εκστατική μοναξιά ο Μάρλοου απομακρύνει τους μαθητές του μπροστά στην αποκαλυπτική του τέλους του και ο Εμπεδοκλής θα παρακαλέσει «τον κοντινότερο του μαθητή να τον αφήσει μόνο του στην άκρη του κρατήρα». Από την άλλη όμως υπάρχουν και περιπτώσεις όπου αυτό το συγκρουσιακό περιβάλλον διανοίγει κι έναν ανυπέρβλητο γνωστικό ορίζοντα. Η ιστορικών διαστάσεων διαμάχη του Έντμουντ Χούσσερλ με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, και με όλη την μικροπρέπεια που τη χαρακτήριζε, απ’ τη πλευρά του Χάιντεγκερ τουλάχιστον, αλλά και με αυτή την πρωτογενή και δευτερογενή κειμενική παραγωγή της, τροχοδρόμησε όλη την πορεία της σύγχρονης δυτικής σκέψης. Μια εσωτερική, σχεδόν ιδιωτική συστροφή, που διαμόρφωσε έναν ολόκληρο ορίζοντα ερμηνευτικής.
Στην περίπτωση των μεγάλων δασκάλων η σκέψη αναλαμβάνει τη «σαρκικότητά» της, θα πει ο Steiner. Ολόκληρη η ύπαρξη γίνεται η ύπαρξη της ιδέας, η εγκοσμιότητά της, η γέννηση και η ωρίμανσή της μέσα στον κόσμο. Η κειμενική παραγωγή αφήνει τον αντίκτυπό της στη προφορική σαγήνη των σεμιναρίων, σ’ αυτό το ναρκισσιστικό περιβάλλον όπου οι δάσκαλοι απολαμβάνουν τη λατρευτική προσήλωση των μαθητών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ θα’ ναι πάντα ο Λακάν. Η ίδια η ζωή γίνεται έτσι η «χαρά της σκέψης», μια μυστική, σχεδόν ιδιωτική χαρά, πέρα από το θόρυβο και τις επισημότητες του κόσμου. Ο Αλαίν έτσι, επισημάνει ο Steiner, θα επαναλάβει το τελευταίο του σεμινάριο γιατί στην επίσημη συνεδρία του η πληθώρα και ο θόρυβος των επισήμων δημιούργησαν οικτρές συνθήκες για την πραγματοποίηση του. Η σκέψη θέλει την μυστική της ακρόαση, την απομακρυσμένη της θέση μέσα στο κόσμο για να υπάρξει. Αυτή η ταπεινή, κάποιες φορές, ύπαρξη της μεγάλης ιδέας. «Άνθρωπος θα πει ο Αλαίν δεν είναι κάποιος που ζει αλλά κάποιος που επιζεί». Μια σκέψη που στις δύσκολες μέρες μας αναλαμβάνει την αποκαλυπτική της διάσταση. Οι μοναδικοί δάσκαλοι, έλεγε ο Νίτσε, είναι και ηθικοί δάσκαλοι, διαπλάθουν, ως ζωντανά παραδείγματα οι ίδιοι, τον άνθρωπο. Η περιφρόνηση του Γκαίτε ή του Νίτσε στα πανεπιστήμια εδράζεται, για τον Steiner, στην αδυναμία αυτών των ιδρυμάτων να ανταποκριθούν σ’ αυτή τη μεγάλη, μεταμορφωτική εργασία. Το παράδειγμα έτσι των δασκάλων αναδεικνύεται μέσα στα πανεπιστημιακά περιβάλλοντα ως ένα παραβατικό παράδειγμα. Η περίπτωση του Νίτσε είναι χαρακτηριστική, όπως και η αιρετική θέση που κομίζει του Ζαρατούστρα.
Η άφθαστη αναγνωστική δεινότητα του Steiner, η αισθαντικότητα της σκέψης του, το αναφορικό της εύρος, εξυφαίνουν το διδασκαλικό συμβάν μέσα από έναν ιστό υπερσυνδέσεων. Οι ποιητικές καταγωγές έτσι του Ντάντε, οι παραπομπές του Μάρλοου, οι λαβυρινθώδεις ριζώσεις του Σαίξπηρ, η maitrise του Φλωμπέρ, η φαντασματοποιία του Πεσσόα, όλα ιστορίες μαθητείας και εργαστηρίων, καταθέτουν εδώ, σ’ αυτές τις διαλέξεις, το μοναδικό τους ίχνος. Μια μοναδικότητα που γίνεται όμως αυτή η ίδια η κοινωνία της γνώσης, το αδύνατο της επικοινωνίας της, που καθίσταται μ’ έναν συμβαντικό τώρα τρόπο δυνατό. Και ακριβώς μάλιστα επειδή η σχέση εδώ του Steiner με το θέμα δεν είναι καθόλου φιλολογική αλλά πρωτίστως εσωτερική, έχοντας σπαταλήσει πάνω από τη μισή ζωή του στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, μέσω αυτού του βιβλίου του αποτυπώνεται και κάτι ακόμη: το ίχνος μιας αποκαλυπτικής καθήλωσης, η συμπτωμική εγγραφή του. Ένας ζέων λόγος που πτυχώνει και αναδεύει, και μ’ έναν ασίγαστο νοσταλγικό ρυθμό, αυτή την εσωτερικευμένη, διδασκαλική του εμπειρία.
Ο Απόστολος Αρτινός είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου