4/2/12

Σημειώσεις ιστορίας και ποίησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ, Χρονοσυλλέκτης, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 48

Ο Τάσος Πορφύρης, στα πενήντα χρόνια της διαδρομής του, πατά ταυτοχρόνως σε δύο περιοχές/εφαλτήρια της ποίησής του. Η πρώτη περιοχή είναι η καταγωγική Ήπειρος, για την ακρίβεια η μεθοριακή γραμμή της, δηλαδή η σκηνοθέτησή της ως καταφύγιο της μνήμης, εκεί όπου οι πρόγονοι εγκαταβιούν, εκεί όπου η ιστορία, πάντοτε παρούσα, κατοικεί τον τόπο, τα σπίτια, τους ανθρώπους, διαπερνώντας τα σύνορα, τις εποχές, τα καθεστώτα. Με τέτοιο δραματικό υπόβαθρο, στο δρώμενο το οποίο συνιστά το ποίημα του Πορφύρη λαμβάνει χώρα μια διαρκής και γοητευτική «ανταλλαγή», συναισθηματικών και νοηματικών φορτίων, ανάμεσα στης ιστορίας τους «χαρακτήρες» και στης ζωής τους ανθρώπους.

Έντεκα μήνες το χρόνο το σπίτι είναι δικό τους, μπαίνουν
Από παντού κανένας δεν τους εμποδίζει ψάχνουν για μια
Φωτογραφία των δισέγγονων στο ξεχασμένο λεύκωμα
Αφημένο επίτηδες στην εταζιέρα του τζακιού πλάι στις
Δικές τους το καλοκαίρι βρίσκουμε απομεινάρια από κούτσουρα
Στο τζάκι –παλιά θαλπωρή- με τα δέντρα γυμνά στον κήπο
και τη βροχή ν’ ακούγεται καθώς ροβολάει κουβαλώντας
Αστραπές κι αστροφεγγιές στη βυθισμένη μας στέρνα.
Η δεύτερη περιοχή/εφαλτήριο είναι η ίδια η ποίηση, όπως έχει κατά κόρον θεματοποιηθεί από την «ποίηση ποιητικής», είδος στο οποίο κατέθεσαν συστηματικά τον οβολό τους όλοι οι συγκάτοικοι στη δεύτερη πατρίδα του Πορφύρη, δηλαδή στο περιοδικό «Σημειώσεις», όπου διαρκής η αναρώτηση για την ποίηση, ως εκφραστικό, ως πολιτισμικό, ως υπαρξιακό, ως πολιτικό γεγονός, γιατί ένα παράθυρο η ποίηση, στον κόσμο των ιδεών, στον κόσμο των ανθρώπων, δηλαδή στον κόσμο της ιστορίας τους.

ΣΤΙΧΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
Πρωί πρωί με την καταχνιά  ελέγχει τα αόρατα δίχτυα
Που ‘χε απλώσει αποβραδίς μήπως πιαστεί κανένας στίχος
Από κείνους που παρατούν οι ερωτευμένοι απαρηγόρητους
Στο έλεος της νύχτας και το αγιάζι του πρωινού να τον
Οδηγήσει –παρ’ όλες του τις διαμαρτυρίες- στο ποίημα με τα
Λευκά κελιά και τα ομοιοκατάληκτα κάγκελα.

Έτσι λοιπόν, με τη σειρά του, ο κόσμος της ποίησης, οι δικοί της άνθρωποι, έρχονται και «ακουμπούν» στην ιστορία, μέρος της οι ίδιοι αλλά και διακεκριμένοι εγκάτοικοι, αρθρώνοντας εκείνες τις συνάψεις που διεκδικούν το απλούστερο όλων αλλά πάντα ουσιώδες, δηλαδή τη συνέχεια της ιστορίας, ως ανθρώπινης κατάστασης.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Το καμένο δάσος ξαναγιεννιέται στο στήθος μου
Με τους υπηκόους του περίεργους στο κορμί μου
Ανακλαδίζονται στον ύπνο απ’ τα κουδούνια του
Σκαρισμένου κοπαδιού ο αγέρας παίρνει έναν
Υπνάκο πριν ξεκινήσει για τις φωλιές των σταυραϊτών
«Στα βουνά δεν αστειεύονται» με τον Κρυστάλλη
Και τον Κοτζιούλα...
Μεστό το βιβλίο του Τάσου Πορφύρη, κατασταλαγμένος ο λόγος του, συνοψίζει και ανακαλεί μια αθόρυβη αλλά σημαίνουσα διαδρομή, όντας μια αναβαθμίδα, με θέα προς τα φαράγγια της Ηπείρου και τις αβύσσους της ποίησης, έως «βαθιά στο δάσος με τους αλαφιασμένους υπηκόους του».

Δεν υπάρχουν σχόλια: