ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ, Το ζητούμενο του ανθρώπου, εκδόσεις Πατάκη, σελίδες 270
Τα τελευταία δύο χρόνια, ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα συγκροτείται κατά βάση γύρω από την έννοια της «κρίσης», είτε άμεσα, όταν δηλαδή ειδήμονες και υποτιθέμενοι ειδήμονες αναλύουν τις παραμέτρους του σημαντικότερου κοινωνικού συμβάντος από τη Μεταπολίτευση, είτε έμμεσα, υπό τη μορφή ανακάλυψης της κρίσης ως ενός σύνθετου πλέγματος παραγόντων που αγγίζει κάθε πλευρά της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Το νέο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη εντάσσεται, νομίζω, στην δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό δοκίμιο, που κινείται άνετα ανάμεσα σε πληθώρα ειδών λόγου, από τη νοσταλγική βιογραφική γραφή έως τη συνθηματολογία και τον υψηλό φιλοσοφικό στοχασμό. Η ροή του βιβλίου είναι, θα λέγαμε, συνεχής, ακούμε τον αδιάσπαστο συλλογισμό ενός ανθρώπου των γραμμάτων για ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων, που όλα έχουν όμως έναν κεντρικό πυρήνα, αυτόν που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Ωστόσο, αν και θα μπορούσε να αποτελεί έναν μακροσκελή συνειρμό, το κείμενο έχει γραφεί στο διάστημα 2004-2011, με τον συγγραφέα να προσθέτει τμήματα κατά τόπους, ανάλογα με την εκάστοτε συγχρονία. Έτσι, ως αποτέλεσμα έχουμε μπροστά μας ένα μωσαϊκό από σκέψεις που εκτείνεται σε βάθος μισής δεκαετίας. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως το βιβλίο θυμίζει τη λειτουργία της μνήμης, που σύμφωνα με το παρόν αναδιατάσσει και ανακατασκευάζει το παρελθόν. Αλλά ας περάσουμε τώρα στο περιεχόμενο του βιβλίου, αν και ο συγγραφέας επιμένει στη μη διάκριση περιεχομένου και μορφής.
Το έργο αυτό είναι κατ’ εξοχήν και κατ’ ουσίαν στοχαστικό. Ξεκινώντας από τη νοσταλγική αντιδιαστολή των Σπετσών της δεκαετίας του ’50 με τη σημερινή κατάσταση του νησιού, μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη, καθώς σε αρκετά σημεία παρατηρούμε μια ειδυλλιακή παρουσίαση του «παλιού καιρού», σχήμα ιδιαίτερα σύνηθες σε τέτοιες περιπτώσεις. Η αίσθηση αυτή σύντομα ξεπερνιέται όμως, και ο συγγραφέας επιδίδεται σε μια συνολική κριτική του σύγχρονου, μεταβιομηχανικού ανθρώπου, με ιδιαίτερη έμφαση στον «Νεοέλληνα». Ο Κιουρτσάκης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε όλους μας, κατασκευάζοντας ένα πορτραίτο αυτού του «ανθρωπολογικού», όπως τον ονομάζει, τύπου. Σε όλη την έκταση του βιβλίου παρατηρείται μια έμφαση σε ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, καθώς έτσι ο συγγραφέας θέτει το πρόβλημα υπό ένα αρχετυπικό πρίσμα, που ξεπερνά την παροντικότητα και ανάγεται στη μετάβαση στη Νεωτερικότητα. Έτσι περνά και σε μια αποτίμηση των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008, «συνομιλώντας» με συνθήματα σε τοίχους της Αθήνας και προτείνοντας έναν «μη εξουσιαστικό» λόγο ως απαραίτητο εργαλείο για τη διαφυγή του ανθρώπου από αυτό που περιγράφει ως φυλακή στην οποία είναι κλεισμένος ο καθένας, σε μια εποχή που, αν και υποτίθεται πως το άτομο ως μονάδα αναδύεται από τον σωρό, στην πραγματικότητα αυτό που ο συγγραφέας αντικρίζει είναι μια βουβή και άβουλη μάζα. Η ακροβασία ανάμεσα στον λογοτεχνικό και τον επιστημονικό λόγο αναδεικνύεται εξαιρετικά με το σχήμα που προτείνει για την στρεβλή πορεία της Ελλάδας, σχήμα που θεωρεί ως αίτιο την εισβολή της Νεωτερικότητας στην παραδοσιακή μας χώρα, με ένα τρόπο που δεν επέτρεψε την αφομοίωση των δομών της νέας κατάστασης, σε αντιδιαστολή με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες που συμμετείχαν στη δημιουργία της νέας τάξης πραγμάτων, και άρα την ενέταξαν ομαλά στην κοινωνία και την κουλτούρα τους. Αυτό, βέβαια, δεν οδηγεί τον συγγραφέα σε μία αγιοποίηση της λεγόμενης «προηγμένης Ευρώπης», αλλά σε μια επισήμανση της καθυπόταξης του ανθρώπου στις επιταγές του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς και, πιο συγκεκριμένα, στην αντίθεση προς την ευρωπαϊκή πολιτική της επικυριαρχίας∙ με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει ο Κιουρτσάκης να μπολιάσει την επιστημονική ανάλυση με την κριτική της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας. Αν θέλαμε να κάνουμε μια συλλογική αναφορά στην ιδεολογική προσέγγιση του συγγραφέα, θα μιλούσαμε, νομίζω, για μια απόπειρα «κατευνασμού» των παθών, καθώς αυτό που συνήθως επιλέγεται είναι η μέση οδός, με έμφαση στη χρήση του «ορθού λόγου». Αυτό το τελευταίο στοιχείο μας παραπέμπει σε πολλές φωνές που ακούγονται τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας από τη Φιλελεύθερη πλευρά∙ ακόμα και το αίτημα για έναν λόγο «μη εξουσιαστικό», θα μπορούσε να εγγραφεί στο πλαίσιο αυτό. Ωστόσο ο Κιουρτσάκης σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν προτείνει κάποια φιλελεύθερη ή έστω φιλελευθεροειδή οικονομική προσέγγιση. Περισσότερο πρόκειται για έναν αποστασιοποιημένο, ήπιο, καλλιεργημένο λόγο. Εξάλλου, η στάση του απέναντι στην σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία, της οποίας τη χρήση θεωρεί ως σύμπτωμα της ηθικής κρίσης της εποχής μας, καθώς και η εξύψωση των ολιστικών προνεωτερικών κοινωνιών σε παράδειγμα προς μίμηση, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί της μη φιλελεύθερης αντίληψής του. Θεωρώ πως η στάση απέναντι στην τεχνολογία υπαγορεύεται από τη σύγχυση που προκαλεί σε έναν «προψηφιακό» άνθρωπο ο βομβαρδισμός από ψηφιακή πληροφορία που κατακλύζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Απέναντι σε αυτόν τον βομβαρδισμό, ο συγγραφέας απαντάει με μία αμυντική στάση, τονίζοντας- περισσότερο από όσο ενδεχομένως θα έπρεπε- τις καταστροφικές επιπτώσεις στο κοινωνικό επίπεδο, ανάγοντας ταυτόχρονα την προνεωτερική κοινοτική συγκρότηση ακόμα και σε πανάκεια.
Ωστόσο, το καλύτερο τμήμα του βιβλίου θεωρώ πως είναι το τελευταίο. Σε αυτό, ο συγγραφέας συστηματοποιεί όλες τις διάσπαρτες στο βιβλίο φιλοσοφικές του σκέψεις, φτάνοντας σε μια «μεταφυσική», που καμία σχέση δεν έχει με τη θρησκεία παρά μόνο με την ανθρώπινη, τραγική συνθήκη. Αφορμώμενος από το Αιγαίο πέλαγος και την αρχετυπικότητά του, πλάθει ένα εγκώμιο στον Άνθρωπο και διατρανώνει την πίστη του σε αυτόν, δημιουργώντας σε ορισμένα σημεία μια υπνωτιστική και απόλυτα πνευματική ατμόσφαιρα. Θέλοντας να δώσω μια εικόνα για το σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να θέσω ως οπτικό αντίστοιχο το τελευταίο τμήμα της «Οδύσσειας του Διαστήματος» του Stanley Kubrick. Τη μεγαλοπρεπή αυτή διανοητική «έκρηξη» ακολουθεί ένας χαμηλόφωνος ψίθυρος του συγγραφέα για μία προσωπική παράμετρο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, κλείνοντας έτσι με τον πιο ταιριαστό τρόπο έναν πλήρη διανοητικό χάρτη της εποχής μας. Συνολικά, οι όποιες ενδεχόμενες αδύναμες στιγμές του, κυρίως όσες δαιμονοποιούν σε κάποιο βαθμό την τεχνολογία και όσες ωραιοποιούν τον προνεωτερικό άνθρωπο, σκεπάζονται από τον εξαιρετικό λόγο του συγγραφέα και από τη διανοητική του δύναμη. Πρόκειται για ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο, μια πρόταση ενδοσκόπησης μα όχι ομφαλοσκόπησης, απαραίτητη για όλους σε καιρούς που, όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ο συγγραφέας: «Η Χιροσίμα είναι παντού».
Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου