ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ
Νίκος Γυφτάκης- Χάρης |
Στις όχθες του Δούναβη, φθινόπωρο, εκεί που συναντιέται με τον Σάβο, στην Άσπρη Πόλη, η "Τρόικα" το παλιό μαγαζί. Σκυφτός πάνω από το τραπέζι, κάνει νόημα στον σερβιτόρο: μόνο ρώσικη βότκα, ψελλίζει, και θυμάται, νέος σ' εκείνες τις γειτονιές, τον έρωτα του ενός σπασμού, του μισού οργασμού και της προσδοκίας, θυμάται τα μελιά μάτια της τσιγγάνας, κι ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του, μεσήλικας πια. Άγνωστο πώς βρέθηκε χρόνια μετά στα ίδια μέρη. Η ζωή του περνά μπροστά από τα μάτια του, κορνίζες άλλων εποχών. Γελά με το όνομα του μαγαζιού, που παραπέμπει τις σκέψεις του στα δεινά των ανθρώπων της πατρίδας του, ή αυτής που κάποτε ονόμαζε πατρίδα. Χρόνια τώρα δηλώνει άπατρις και άθεος. Του αρέσουν πάντα οι λέξεις με το στερητικό άλφα. Φανερώνουν μια ασκητικότητα όχι κατ’ ανάγκην ηθική. Ρίχνει μια ματιά έξω. Ομίχλη και βλέπει θολές σκιές να περπατούν σφιχτά αγκαλιασμένες μέσα στην ομίχλη.
Όπως τότε, έτσι και τώρα. Ο χρόνος πάγωσε, δεν μεσολάβησαν ούτε γάμοι, ούτε κηδείες, ούτε πόλεμοι, ούτε οικονομικές καταστροφές. Ζητά ακόμη μια βότκα, πάντα ρώσικη, πάντα χωρίς πάγο, πάντα σε παγωμένο ποτήρι με μια φέτα λεμόνι. Η λήθη. Όλα τα χρόνια αγωνιά να ελευθερωθεί από τις μνήμες του, τους δαίμονες του. Ρωγμές και ματωμένες στιγμές ζευγάρι αχώριστο όλα τα χρόνια της ζωής του. Χαϊδεύει το παγωμένο ποτήρι σαν να χαϊδεύει τον παγωμένο χρόνο. Οι σκιές γίνονται πιο καθαρές, οι σκιές της ομίχλης, σαν να τον πλησιάζουν έξω από τα τζάμια. Το όνομά του χαμένο μέσα στο διαβατήριο, ξεχασμένο σε μια ληξιαρχική πράξη γέννησης∙ το αγνοεί όπως και το επίθετό του. "Πρόσφερα πολλά στην πατρίδα και εκείνη δεν μου έδωσε τίποτε. Δεν θέλω ούτε ξίφη, ούτε σημαία στο φέρετρό μου και το σώμα μου θέλω να αποτεφρωθεί". Θυμάται αυτά τα λόγια ενός στρατηγού που τον έδιωξε η χούντα. Ο στρατηγός που αρνήθηκε την πατρίδα. Ο Θεός και ο Διάβολος εξορίστηκαν από το καιόμενο σώμα. Δεν έχουν θέση σ' αυτό, μόνο η φωτιά έχει θέση. Βλέπει έναν χορό μπροστά του. Το στερητικό άλφα ορθό υπέροχο να χορεύει ένα βαλς με την ξεσκισμένη σημαία που βρέθηκε τυχαία στα πράγματά του, απομεινάρι μιας ακόμη εθνικής γιορτής. Έφυγε από τότε που οι φασίστες ανέλαβαν την εξουσία. Τότε κατάλαβε πως δεν έχει εκεί ούτε μέρες ούτε θέση. Δεν πήρε μαζί του ούτε χώμα ούτε άλλα ενθυμήματα. Δεν του άρεσαν ποτέ αυτές οι γραφικότητες. Ζητά ακόμη μια βότκα, πάντα ρώσικη και πάντα παγωμένη. Βλέπει τα μεγάλα ποτάμια και αναμετρά το αίμα που υπάρχει εντός τους. Ορθόδοξο, μουσουλμανικό, καθολικό. Μόνο ανθρώπινο δεν είναι το αίμα του, είχε πει σαρκαστικά ο ένοικος του τελευταίου ορόφου στο παλιό ξενοδοχείο, το «Μόσκβα».
Παρατηρεί τις φωτογραφίες στους τοίχους του μαγαζιού. Μια γυναίκα μόνη της, με ευγενική φυσιογνωμία. Καπνίζει και πίνει. Ίδια η Λήθη, ίδια η Μνήμη, ίδιο το αποτρόπαιο παιχνίδι των αισθήσεων. Θυμάται τις λέξεις με το στερητικό άλφα. Θυμάται που χάθηκαν οι σκιές, οι μνήμες, τα άγρια πάθη, κι έμεινε η στιγμή να αιωρείται στον χρόνο σαν πυγολαμπίδα, σαν μια άρνηση ολοκληρωτική του παρόντος και του παρελθόντος. Γιατί το μέλλον ακόμη δεν είχε φανεί, ώστε να προλάβει να το αρνηθεί κι εκείνο. Σκύβει νωχελικά και ακουμπά το χέρι του στη φωτογραφία, στο σώμα της ευγενικής κυρίας, λες και περιμένει από τη νύχτα να του φανερώσει τις αλήθειες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου