ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ, Χώρα ιχθυόεσσα, εκδόσεις Παρέμβαση, σελ. 64
Ο λόγος της ποίησης, για το ευρύτερο κοινό, μοιάζει απρόσιτος, δίνει την αίσθηση μιας αυτάρκειας και αυτοαναφορικότητας, που αποτρέπουν τον ενδεχόμενο αναγνώστη από κάθε απόπειρα προσπέλασης του ποιητικού λόγου. Δεν μιλάω για το βαθμό δυσκολίας κάθε ποιήματος, που κι αυτή μπορεί να αποτρέπει, πάντως μέσα από μια διαδικασία όπου διακινούνται πράγματα ανάμεσα στο ποίημα και τον αναγνώστη: το βιβλίο που αφέθηκε αδιάβαστο στη μέση, ακόμα και στη μέση του πρώτου ποιήματος, διαβάστηκε όσο ήταν δυνατόν απ’ τον συγκεκριμένο αναγνώστη, δηλαδή, διαβάστηκε όπως κάθε ποίημα, από συστάσεως του λογοτεχνικού αυτού είδους... Εδώ όμως αναφέρομαι στο αίσθημα της αδιαφορίας, μπρος σε κάτι που δεν λειτουργεί, ούτε καν απωθητικά, και σε αφήνει με εκείνη τη μη-γεύση στα χείλη.
Δεν λειτουργεί; Λάθος. Μάλλον, σου δίνει την αίσθηση της ομοιότητας με άπειρα άλλα ποιήματα που γράφονται και ο καθένας συναντά στο διάβα του. Όμως, και πάλι, όμοια δεν είναι μεταξύ τους αυτά τα ποιήματα, αν τα εξετάσει κανείς προσεκτικά. Ναι, αλλά ο αναγνώστης δεν έχει καμιά υποχρέωση για μια τέτοιου είδους ανάγνωση. Είναι προφανές πως κάτι λείπει, πέρα από τα εγγενή, δηλαδή την απουσία αισθητικής καλλιέργειας του κοινού ή τα προβλήματα του ποιητικού λόγου: όπως μας πληροφορούν οι χρονικογράφοι, και οι δύο αυτές παράμετροι πάντα έτσι είχαν σε κάθε εποχή... Αυτό που συνήθως λείπει, στην περίπτωσή μας, είναι η διαφορά αυτής της ποίησης που προσπερνάμε αδιάφορα, με ό,τι θεωρείται ως τρέχουσα και φθαρμένη, εξαντλημένη ποίηση της εποχής μας, η οποία έχει απαξιωθεί στην κοινή συνείδηση. Αντίθετα, σε εποχές που η ποίηση έχει κοινωνική αίγλη, όπως π.χ. στην περίοδο της μεταπολίτευσης, αυτή ακριβώς η απουσία διαφοράς καταξιώνει πρόσκαιρα οτιδήποτε μοιάζει με την ποίηση της εποχής.
Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει και στην πεζογραφία; Βεβαίως, αλλά εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και μία ακόμη παράμετρο: αυτή έχει αξία χρήσης, ταυτόσημη ίσως με μια τηλεταινία, αλλά πάντως πολύ απτή και συγκεκριμένη, και βέβαια διαχρονική: ο άνθρωπος χρειάζεται μύθο, στόρυ και «χαρακτήρες», όπως χρειάζεται θεό, θεάματα και κυβερνήτες...
Το βιβλίο της Μαρίας Αρχιμανδρίτου, η οποία πρωτοεμφανίζεται με τη συλλογή Λέξεις, το 1977, έχει αποτυπωμένη στις σελίδες του την διανυσμένη διαδρομή της ποιήτριας. Διαθέτει ισχυρές αγκυρώσεις, στην ιστορία της ποίησης, της γλώσσας και του πολιτισμού, ενσωματώνει μια ποικιλία ρυθμών και τρόπων ποιητικών, εκφράζει, με αντιπροσωπευτικότητα, την μακρά παράδοση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης, στις ατραπούς του υπαρξιακού-εσωτερικού προβληματισμού, και επιπλέον περιέχει εξαιρετικά ποιήματα, όπως αυτό:
Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Έσπερνε σπόρους μες στις λέξεις του
Ν’ ανθίσουνε υάκινθοι νοήματα
Και με το χέρι άγρυπνο
Τσουκνίδες και αγριάδες
Απ’ τον ύπνο του καθάριζε
Και έκανε τον παράδεισο να μοιάζει
Άσπρη ασβεστωμένη κάμαρη
Με όσες τον αγάπησαν συνήθειες
Αυτό που κατά τη γνώμη μου ελλείπει είναι η διαφορά του ποιητικού της λόγου από τον λόγο άλλων, ομηλίκων της ή κατά μια δεκαετία πρεσβυτέρων. Όταν στο ίδιο ιδίωμα γράφουν είκοσι ή τριάντα ή και πενήντα ποιητές και ποιήτριες (αναφέρομαι μόνο στους «κεκυρωμένους»...), όταν έχουμε να κάνουμε με μια διαδρομή 34 ετών, εν τέλει με μια ολόκληρη εποχή που πια μας αφήνει χρόνους, τότε τα κριτήρια και οι απαιτήσεις είναι ανάλογα.
Επιπλέον δε, στα χρόνια αυτά υπήρξαν ποιητές που πορεύτηκαν σε περιοχές άγνωστες, μετήλθαν βηματισμών τουλάχιστον «παράξενων», αν όχι πρωτόγνωρων, αποδιάρθρωσαν την ήδη κατακτημένη ποιητική γλώσσα, δοκίμασαν να αρθρώσουν τη δική τους, εν ολίγοις ρίσκαραν τα πάντα. Δεν σημαίνει βέβαια πως αυτόχρημα δικαιώνονται, ως «πρωτοπόροι» και «πειραματιστές». Αυτό που απομένει είναι το πραγματωμένο έργο, που ήδη κρίνεται αλλά και μέλλει να κριθεί, καθώς και μια στάση καλλιτεχνική.
Δεν ξέρω αν είναι σαφές, αλλά την απουσία καλλιτεχνικού ρίσκου χρεώνω στην όντως καλή ποιήτρια Μαρία Αρχιμανδρίτου, καθώς και στη μεγάλη, και σίγουρα σημαντική χορεία ποιητών που εμφανίζονται στα χρόνια του ’70 και του ’80, πατώντας με ασφάλεια στα χνάρια κυρίως των μεταπολεμικών ποιητών, που όμως σήμερα ως απελπιστικά ελάσσονες καταχωρούνται στο παλίμψηστο της νεοελληνικής ποίησης, αφού, όπως μπορούμε να δούμε πια, με την ασφάλεια της απόστασης, κινήθηκαν προβλέψιμα, κάτω από τον βαρύ ίσκιο της γενιάς του ’30, και ως επίγονοι ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, αφού κι αυτοί καμιά διαφορά δεν κατοχύρωσαν, στους τροπισμούς του ποιητικού λόγου.
Σήμερα, μετά από αλλεπάλληλες παρατάσεις, η εποχή της «διάψευσης» και της συνακόλουθης «αμφισβήτησης», δηλαδή αυτών των διαδοχικών επιγονισμών, κλείνει βιαίως. Έρχεται πια ο καιρός των απολογισμών για τα μέχρι τούδε, αλλά και η καινούρια εποχή είναι εδώ, με όλες τις προκλήσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου