26/11/11

Επιβιώνοντας με τη θεωρία

Πανεπιστήμιο και επαγγελματική κριτική

ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Στον ελληνικό χώρο μια περίοδος επιφυλακτικότητας απέναντι στις εντάσεις και επαναστατικές αμφισβητήσεις της θεωρίας οδήγησε στην αναπόφευκτη αποδοχή της, εφόσον έγινε κατανοητό ότι η θεωρία δεν ενισχύει μόνο το έργο του αναγνώστη, αλλά επιπλέον, με τις αρχές και την κριτική της συνήθως βάση, καθιστά συνειδητά τα πλαίσια της ανάγνωσης αλλά και της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου που την επιχειρεί. Βεβαίως, η έλλειψη θεωρητικής παράδοσης στην Ελλάδα δεν διευκολύνει την ύπαρξη αναγνωστών με θητεία σε συγκεκριμένες θεωρητικές σχολές, αλλά η χρήση της θεωρίας γίνεται στο μεγαλύτερο ποσοστό της εκλεκτικά. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να επισημάνουμε ότι η θεωρία δεν αποτελεί όργανο ανάγνωσης, ούτε μεθοδολογία που εφαρμόζεται στα κείμενα για την καλύτερη κατανόησή τους, αλλά αυτοδύναμη επιστημολογική τακτική αναθεώρησης των δεδομένων και αποκάλυψης νέων πραγμάτων σχετικών με τη λογοτεχνία.[1]

Ήδη, πάντως, από τη δεκαετία του 1990 ακούμε εξαγγελίες για το θάνατο της θεωρίας: η λαμπρή ακμή της θεωρίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ καταλήγει στην τελευταία δεκαετία του αιώνα με την εισαγωγή των κειμένων της στα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών, τα εγχειρίδια και τις ανθολογίες. Όπως συνήθως σε περιόδους κρίσης και αλλαγής, ένας θάνατος (ή πολλοί) εξαγγέλλεται. Αν εξαιρέσουμε την πάντα υπαρκτή πιθανότητα ευχαρίστησης για το εκάστοτε τέλος, ο θρήνος για τον θάνατο της θεωρίας φανερώνει τη νοσταλγία των περασμένων ακροτήτων και ορθοδοξιών, αλλά και την ανησυχία για το καλύτερο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον. Χωρίς να ξεχνάμε πως το τέλος ενσωματώνει τον σκοπό νέων εκκινήσεων, πρέπει να παραδεχτούμε ότι πλέον ακόμη και οι αντίπαλοι της θεωρίας δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτή. Η θεωρία έχει καταστεί αναγκαία, ακόμη και για την απλή κατανόηση, εφόσον υπάρχει πια πάντοτε η επιλογή, που ο μεταδομισμός μας προσέφερε, να μην κρίνουμε την αναφορά, αλλά την ίδια την αναφορική της φύση. Επιπλέον, η κριτική χωρίς τη θεωρία περιορίζεται σε παρουσίαση, σημειωματογραφία και “πόλεμο των αστεριών” στις σελίδες των θεαμάτων.
Ενώ λοιπόν το τέλος του 20ού αιώνα σηματοδοτήθηκε από τον πληθωρισμό σχολών και κινημάτων, από την ωρίμανση του φορμαλισμού, τη μυθοκριτική και την κοινωνική κριτική, έως τις νέες εξελίξεις στον μαρξισμό, την ψυχανάλυση, την ερμηνευτική, τις θεωρίες της αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς και την έλευση της μετααποικιακής θεωρίας, του νέου ιστορικισμού, των θεωριών του φύλου κλπ, πολλές από τις νέες σχολές (περί τραύματος, ΜΜΕ, επιτέλεσης, εργατικής τάξης, σώματος, λευκότητας, αφήγησης, μαζικού πολιτισμού, κ.τ.ό.) συγκεντρώθηκαν στην αρχή του 21ου αιώνα κάτω από την ομπρέλα των πολιτιστικών σπουδών, που αντικαθιστούν το λάβαρο του μεταδομισμού.
Προβληματική, αποδυναμωμένη, μερική, πολλαπλασιασμένη αλλά απόλυτα προσαρμοσμένη στην κριτική μας σκέψη, η θεωρία, όπως και η φιλοσοφία, κρύβει κινδύνους. Είναι για αυτό αναγκαίες ορισμένες διευκρινήσεις: Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι στην Ελλάδα η θεωρία δεν είναι το αγαπημένο είδος της ανθρωπιστικής κυρίως διανόησης. Οι προκάτοχοί μας του 20ού αιώνα μιλούσαν κυρίως με λογοτεχνία, δοκίμιο κλπ. και λιγότερο με θεωρία και συστηματική κριτική. Επιπλέον, από την δεκαετία 1980, κατά την οποία επικράτησε η θεωρία στην Ελλάδα, οι συντηρητικοί διανοούμενοι, αφοσιωμένοι στις ηθικές και φορμαλιστικές αναλύσεις των κειμένων του κανόνα, ξεκίνησαν μία αντιθεωρητική εκστρατεία, ενισχυόμενοι τελευταία από τους νεοπραγματιστές, που προβάλλουν τις αρχές της υποδομής έναντι φιλόδοξων μεθοδολογικών ή επιστημονικών σχεδίων. Έτσι, ενώ υπάρχει πάντα η ηθική πλευρά της παραδοσιακής (νεοκριτικής) θεωρίας, μαζί της συμβαδίζει η συγκριτολογική φιλολογική προσέγγιση και η μαρξιστική ανάδειξη των ιδεολογικών βάσεων της αισθητικής. Από την άλλη πλευρά, σε αντιπαράθεση ή παραλληλία, αναπτύσσονται η ερμηνευτική προσέγγιση, με βάση την ευρωπαϊκή φιλοσοφία και τον μεταδομισμό, ο ιστορικισμός, και η κριτική της πρόσληψης, ενώ πιο ανανεωτικές, και μακρύτερα, η πολιτιστική και μετααποικιακή κριτική.
Όμως, δεδομένου ότι η θεωρία είναι ενσωματωμένη στον επαγγελματικό κοινό νου, όλοι στον χώρο υποχρεούνται να έχουν ή να κάνουν θεωρία, μία διαπίστωση, βεβαίως, στην οποία δεν μπορούμε να αποδυναμώσουμε τον θεωρητικό λόγο από τις ιδιαιτερότητές του, τις συγκρούσεις του και  τις κοινωνικά κριτικές του ατζέντες. Η διάκριση μεταξύ υψηλής θεωρίας (Lacan, Foucault, Derrida, Deleuze, Kristeva κλπ) και απλής θεωρίας και μεταθεωρίας είναι και εδώ εμφανής: όχι μόνο οι συντηρητικοί αλλά και φιλελεύθεροι και αριστεροί κριτικοί κατήγγειλαν τη θεωρία για φιλοσοφικό ιδεαλισμό, νομιναλισμό, σκοταδισμό, «σιωπισμό». Η νέα αυτή μεταθεωρητική εξέλιξη ανοίγει τα σύνορα που χώριζαν την κριτική με τη φιλοσοφία, την ιστορία, την κοινωνιολογία, την ψυχανάλυση και την πολιτική.
Με αυτά τα δεδομένα, οι ερωτήσεις περί σκοπιμότητας της ακαδημαϊκής κριτικής και ιδιαιτερότητας του επαγγελματικού κριτικού λόγου στον ελληνικό χώρο στις μέρες μας συνδυάζονται (αν δεν αντικαθίστανται) με τον προβληματισμό μας για το μέλλον του πανεπιστημίου. Η ακαδημαϊκή εταιρικότητα, η περιστασιακότητα στις προσλήψεις (αν ποτέ γίνουν) και ο υποβιβασμός της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης θα καταστήσουν τους μονιμοποιημένους διδάσκοντες, αλλά και τον θεωρητικό τους λόγο, φαντάσματα του εαυτού τους; Η επέκταση των διδακτικών και γραφειοκρατικών καθηκόντων τους θα υποβιβάσουν την έρευνα και θεωρητική τους εξέλιξη; Ή, μήπως, για τους πιο αισιόδοξους –αν υπάρχουν- η κατάργηση των μεμονωμένων τμημάτων και η πολυθεματικότητα των σχολών θα ενισχύσει τη διασπορά της θεωρίας; Ελάχιστοι στην Ελλάδα έχουν αντικείμενο τη θεωρία ή την κριτική, όμως αρκετοί ακαδημαϊκοί ή διανοητές δημιουργούν μέσω αυτής, και αρκετοί νεαροί ερευνητές παρακολουθούν τις νέες της τάσεις: τι είναι “εκτός”, τι “εντός” και τι θα γίνει στο (προς το παρόν σκοτεινό) μέλλον. Οι εποχές αλλάζουν και η θεωρία κατά πόδας τις παρακολουθεί. Η διάλυση της ανώτατης εκπαίδευσης, η παγκοσμιοποίηση, η αστάθεια των κυβερνήσεων, η αβεβαιότητα του εργασιακού καθεστώτος, ο επιχειρησιακός διεθνισμός, η πολυκλαδικότητα των μέσων, το τέλος της αυτονομίας των σφαιρών, η νομιμοποίηση των νεο-δαρβινικών αγώνων για επιβίωση και καθορισμό του μέλλοντος, προσπορίζουν τη θεωρία με νέες δυνατότητες.
Διαβάζοντας τελευταία το βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα για τον Μύθο της γενιάς του Τριάντα αναρωτήθηκα πόσο επίκαιρη είναι η ανάγκη των εκπροσώπων της θρυλικής και για πολλούς βίαια καθοριστικής αυτής γενιάς για επαναπροσδιορισμό του ελληνικού μετά την κρίση: μήπως πρέπει κι εμείς μέσα από τους παραπάνω κοινούς στη δύση προβληματισμούς για τη θεωρητική σκέψη της κριτικής να διαμορφώσουμε το δικό μας μικρό και επικαιρικό μοντέλο θεωρητικής σκέψης πάνω στην κρίσιμη ελληνική παραγωγή, ένα μοντέλο που αν μη τι άλλο θα διαθέτει την πρωτοτυπία της αποδεδειγμένης του μοναδικότητας; Το δίλημμα Δύση ή Ανατολή έχει προ πολλού πάψει να ισχύει μετά το θεωρητικό τέλος κάθε διπολικότητας. Όσο κι αν η οικονομική μας θέση στην Ευρώπη κρίνεται ώρα με την ώρα, η πολιτισμική μας συμμετοχή στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής, βαλκανικής, μεσογειακής κλπ. ταυτότητας είναι δεδομένη. Το δίκτυο αυτό της πολιτισμικής ετερογένειας του Ελληνικού αποκτά τη δική του ύπαρξη, εγκυρότητα, ή αλήθεια. Ο χώρος ακριβώς μεταξύ των διαφορετικών ταυτοτήτων οργανώνει την πολιτική μας τάση, καθώς θέτει το ζήτημα της σύνδεσής τους. Η ταραχή και η αναμονή της αναζήτησης του άγνωστου που συνοδεύει τη διανοητική δραστηριότητα ένωσης των διαφορετικών μας μερών είναι ένα συναίσθημα του “τώρα τίποτα”, του μηδενικού σημείου εκκίνησης, που όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορεί να καλυφθεί με αφηγηματικά γένη. Ο νέος λόγος που θα προκύψει αποτελεί τη δυναμική της σημερινής μας θέσης που καθορίζει τη θεωρητική μας επιβίωση.

Η Ελισάβετ Αρσενίου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης

[1] Είναι δύσκολο να μην υιοθετήσουμε τις συγκεκριμένες επισημάνσεις του Βασίλη Λαμπρόπουλου σχετικά με την ιδιάζουσα θέση της θεωρίας στην Ελλάδα («Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει θεωρία», εφ. Η Αυγή, 05/06/2008). Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για την φασματική υπόσταση της θεωρίας στην ελληνική φιλολογία αλλά και για την κριτική ισχύ του θεωρητικού λόγου είναι και το κείμενο του Δημήτρη Δημηρούλη «Περί θεωρίας (παράκαιρη καταγραφή)», στον τόμο Θεωρία, λογοτεχνία, αριστερά, επιμ. Κώστα Βούλγαρη, Αθήνα: Το πέρασμα 2008, σ. 194-205.

Δεν υπάρχουν σχόλια: