ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ
S. Azzarà, «Settling Accounts with Liberalism: On the Work of Domenico Losurdo», Historical Materialism, 19 (2), 2011
C. Crouch, The Strange Non-Death of NeoLiberalism, Polity Press, 2011
P. Wilby, «Energy tariffs run on the ‘confusing and cheating principle’», guardian.co.uk 21/9/11
Στον ακαδημαϊκό κόσμο συναντάς συχνά φιλελεύθερους που υποστηρίζουν στα γραπτά τους, αλλά καμία φορά και δια ζώσης, το ιδεολογικό ρεύμα του φιλελευθερισμού: τη σημασία της ατομικής ελευθερίας, τους διάφορους κινδύνους της κρατικής εξουσίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά στη πραγματική ζωή δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπίσει κανείς τους φιλελεύθερους. Εννοώ άτομα που θα υποστηρίξουν βεβαίως τις «αγορές» και την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά που συγχρόνως θα τους ανησυχεί η δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων (στη βιομηχανία, στις χρηματαγορές, στα μίντια) ή η κρατική καταστολή. Με ποια έννοια είναι φιλελεύθεροι η Ντόρα Μπακογιάννη ή ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης;
Το πρόσφατο βιβλίο του Domenico Losurdo (Liberalism: a Counter-History, Verso, 2011), στο οποίο οι αναγνώστες μπορούν να βρουν μια πολύ κατατοπιστική εισαγωγή στο άρθρο του Azzarà, μας βοηθά να απαντήσουμε. Ο Losurdo αναλύει την ιστορία του φιλελευθερισμού, ως ρεύματος ιδεών, με διαλεκτική και όχι απαξιωτική προδιάθεση. Το ότι τόσοι πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές και πολιτικοί έχουν από τον 18ο αιώνα υποστηρίξει τη δουλεία, την αποικιοκρατία, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την καταπίεση των φτωχών και περιθωριοποιημένων ομάδων που αντιστάθηκαν στην ενσωμάτωση στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και άλλα πολλά, δεν αποτελεί αντίφαση. Ο φιλελευθερισμός υπήρξε η ιδεολογία των ανερχόμενων τάξεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η ροπή χειραφέτησης του όλου εγχειρήματος ποτέ δεν αποσκοπούσε στο κοινωνικό σύνολο. Οι αστοί χρειάζονταν προστασία από το βασιλιά, από το απολυταρχικό κράτος, και, μέχρι να ενσωματωθούν στη νέα τάξη πραγμάτων, από τους μεγάλους γαιοκτήμονες της φεουδαρχίας. Αλλά αυτή η προστασία των δικαιωμάτων δεν ίσχυε για όλους, και ιδιαίτερα δεν αφορούσε τα κοινωνικά στρώματα που εν δυνάμει αποτελούσαν απειλή για την εξουσία των αστών, είτε αυτά ζούσαν στη μητρόπολη του καπιταλισμού είτε ήταν εκτός των συνόρων.
Κατά καιρούς, με κοοπτάτσια από τα πάνω, άλλα κοινωνικά στρώματα καλούνταν να συμμετέχουν εντός του «ιερού χώρου» της προστασίας των φιλελεύθερων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, ο παλιός μου καθηγητής της ιστορίας στο σχολείο μάς εξηγούσε πως ο Disraeli στο τέλος του 19ου αιώνα θέλησε να «χαρίσει» την ψήφο, σε αυτά τα στρώματα της εργατικής τάξης που θεωρούσε ότι είχαν κερδίσει το σεβασμό της αστικής τάξης με τη σεμνότητά τους, την εργατικότητά τους και την πειθαρχία τους. Αλλά, κατά τον Losurdo, η δημοκρατία συνήθως εισαγόταν με δόσεις, κάτω από την πίεση των υποτελών τάξεων και των «βαρβάρων» του Τρίτου Κόσμου. Και οι μεγαλύτερες οπισθοχωρήσεις, από μέρους των φιλελευθέρων, έγιναν στις πρώτες δεκαετίες μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο καπιταλισμός, θέλοντας και μη, συμβιβάστηκε με τη δημοκρατία.
Αυτός ο συμβιβασμός είναι που βρέθηκε στο στόχαστρο των νεοφιλελευθέρων από το 1980 και μετά. Στο προηγούμενο βιβλίο του (Post-Democracy, Polity Press, 2004) ο Colin Crouch είχε αναλύσει αυτήν τη συρρίκνωση της δημοκρατίας. Παντού οι φιλελεύθεροι συμμετείχαν ενεργά στις ανεξάρτητες αρχές, στην τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής, στην απομόνωση των συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων από τα νέα δίκτυα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Στο νέο του βιβλίο (The Strange Non-Death of NeoLiberalism), ο Crouch επανέρχεται για να αναδείξει το πόσο το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα έχει ενισχύσει τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στην οικονομική σχολή του Σικάγο η έμφαση δίνεται στις αγορές και στη μεγιστοποίηση των αποδόσεων των μετόχων των επιχειρήσεων. Μια επιχείρηση οφείλει να μεγιστοποιήσει αυτές τις αποδόσεις και να μην νοιάζεται για τις επιπτώσεις στους εργαζόμενους, στις τοπικές κοινωνίες όπου δραστηριοποιούνται, στο περιβάλλον. Με αυτό τον τρόπο θα μεγιστοποιηθεί το συνολικό προϊόν, και είναι θέμα πολιτικής, και όχι οικονομικής θεωρίας, αν χρειάζονται, εκ των υστέρων, αναδιανεμητικές ή άλλες παρεμβάσεις.
Αλλά μια άλλη νεοκλασική σχολή, αυτή της δημόσιας επιλογής, μας εξηγεί το πώς η πολιτική πάντα δουλεύει υπέρ των πολιτικών, των γραφειοκρατών και των συντεχνιών, διαστρεβλώνοντας έτσι την οικονομία, με αποτέλεσμα όλοι να χάνουν. Και αυτό ισχύει ακόμα και αν η πολιτική έχει στόχο την προώθηση του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων. Εδώ, οι θεωρητικοί της δημόσιας επιλογής, και του Σικάγο, επιχειρηματολογούν ότι, για διάφορους λόγους, ακόμα και η πολιτική κατά των καρτέλ διαστρεβλώνει την οικονομία. Όπως εύστοχα παρατήρησε κάποτε ο Stiglitz, η έρευνα που βρίσκει επιχειρήματα υπέρ των συγχωνεύσεων μπορεί να μην είναι καλά εμπεριστατωμένη, αλλά είναι συνήθως καλά χρηματοδοτούμενη...
Με το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο, δεν είναι παράξενο που έχουμε οδηγηθεί στην τεράστια αύξηση της δύναμης των μεγάλων επιχειρήσεων. Και όχι βέβαια μόνο της οικονομικής δύναμης. Ο Crouch γράφει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας στις ΗΠΑ από το 2006 μέχρι το 2010 ξόδεψε πάνω από 4 δις δολάρια για πολιτικούς σκοπούς, ενώ τα ιδιωτικά συμφέροντα στην υγεία (ιδιωτικά νοσοκομεία, ασφαλιστικά ταμεία και φαρμακευτικές εταιρίες) απασχόλησαν 6 λομπίστες για κάθε μέλος του αμερικανικού κογκρέσου για να επηρεάσουν το νομοσχέδιο του Ομπάμα για την υγεία! Ο φιλελευθερισμός, με την κριτική που ασκεί στην κρατική εξουσία, αφήνει εκτός θεωρητικού πεδίου το πρόβλημα της ιδιωτικής εξουσίας. Αλλά όπως είδαμε παραπάνω αυτό δεν αποτελεί θεωρητική παράληψη. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι υπέρ των αγορών γενικώς, αλλά υπέρ της ιδιωτικής εξουσίας. Όπως έχουν αναδείξει στοχαστές, όπως ο Bruno Amable και ο David Harvey, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη με το νεοφιλελευθερισμό είναι πως στο στόχαστρο βρέθηκε ένας ορισμένος τύπος κράτους. Και μαζί όλες οι μορφές συλλογικής δράσης, που σκοπό έχουν την αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου και την προστασία ευπαθών κοινωνικών ομάδων από τον ανταγωνισμό. Από αυτή την οπτική γωνία, η καταστολή της 28/29 Ιουνίου, του κινήματος των πλατειών, όπως και παλαιότερα των αντιδράσεων των έγχρωμων στις αποικίες, είναι εντελώς νομιμοποιημένη στη φιλελεύθερη προσέγγιση.
Είναι γνωστή η τεράστια αναδιανομή υπέρ των πλουσίων που σημάδεψε την εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Λιγότερο γνωστό είναι πως αυτή διαδικασία συνεχίζεται απρόσκοπτα σήμερα. Ο Peter Wilby, πρώην αρχισυντάκτης του περιοδικού New Statesman, εξηγεί το πώς οι ιδιωτικοποιήσεις λειτουργούν κατά των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Παίρνει πρωτίστως την αγορά ενέργειας, όπου το προϊόν συνήθως δεν διαφοροποιείται με την ποιότητα – όταν ψωνίζεις ηλεκτρικό ρεύμα δεν είναι σαν να ψωνίζεις φρυγανιέρες. Οι «ανταγωνιστικές» ιδιωτικές εταιρίες ενέργειας, όπως και σε άλλους τομείς (στεγαστικά δάνεια, πρόσβαση στο ιντερνέτ κλπ), ανταγωνίζονται πρωτίστως με βάση την τιμή. Κανονικά, η πιο φτηνή προσφορά θα έπρεπε να σαρώσει όλη τη ζήτηση. Οι εταιρίες αντιδρούν σε αυτό το ενδεχόμενο προσφέροντας πολύπλοκα πακέτα αποπληρωμής, συχνά με χαμηλότερες τιμές σε νέους πελάτες, που είναι δύσκολα να τα συγκρίνουν οι καταναλωτές.
Μέρος του φαινόμενου της χρηματιστικοποίησης των οικονομιών είναι ότι τα νοικοκυριά όλο και περισσότερο πρέπει να έχουν ενεργή συμμετοχή ως καταναλωτές, συγκρίνοντας τα διάφορα πακέτα. Και αυτοί που είναι σε χειρότερη θέση να πράξουν έτσι, κυρίως οι φτωχοί και οι ηλικιωμένοι, χάνουν από αυτή τη διαδικασία. Αλλά ακριβώς επειδή τα πακέτα είναι δύσκολα να τα καταλάβει κανείς, γίνονται αυθαιρεσίες και απάτες από τις επιχειρήσεις. Ο κόσμος διαμαρτύρεται στην κυβέρνηση, που πάντα υπόσχεται καλύτερη και πιο αποτελεσματική ρύθμιση των «αγορών». Αλλά η ισχύς είναι με το μέρος των επιχειρήσεων και έχουν τους πόρους πάντα να είναι ένα βήμα μπροστά από τις ρυθμιστικές αρχές. Οι «αγορές» αποτελούν το περιτύλιγμα των ιδιωτικοποιήσεων – η ουσία είναι η κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων.
Οι «μεγάλες μεταρρυθμίσεις», που θα έπρεπε να κάνουμε ασχέτως Τρόικας, θα οδηγήσουν στην περεταίρω αύξηση των ιδιωτικών εξουσιών. Πολιτικοί, όπως η Μπακογιάννη και ο Χρυσοχοΐδης, αλλά και τόσοι και τόσες πρόθυμοι διανοούμενοι που έχουν ευθυγραμμιστεί με τον νέο εθνικό στόχο, δεν φαίνεται να ανησυχούν για τις συνέπειες αυτών των εξουσιών για τη δημοκρατία και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Τα τρία αναγνώσματα που αναφέραμε στο παρόν άρθρο μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι αυτή η έλλειψη ανησυχίας δεν αντιφάσκει με τη μεγάλη φιλελεύθερη παράδοση.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διδάσκει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου