1/10/11

Το «ανοίκειο» του θανάτου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΖΑΡΙΔΗ

MICHEL DE MUZAN, Στα σύνορα ζωής και θανάτου, Εκδόσεις ΜΕΤΑ, σελ. 166

Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τον θάνατο… Δεν θα ήταν καλύτερο να του παραχωρήσουμε την θέση που του αρμόζει μέσα στην πραγματικότητα και μέσα στις σκέψεις μας και να αναδείξουμε λίγο περισσότερο την ασυνείδητη στάση μας απέναντί του, την οποία ως τώρα καταπιέζουμε με τόση επιμέλεια;
S. Freud «Εμείς κι ο θάνατος» (1915)

Καθένας μας από την ανατολή της ζωής του είναι ταγμένος να βαδίσει την πορεία της φθοράς και πορεύεται άλλοτε αργά και σταδιακά, άλλοτε με έναν βίαιο και καταιγιστικό τρόπο και κάποτε απρόσμενα πρόωρα προς το αναπότρεπτο τέλος. Ωστόσο όλοι πασχίζουμε να σκιάσουμε αυτό το αναπόδραστο πεπρωμένο.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες άλλαξαν συχνά τη θέση τους απέναντι στον θάνατο. Η αίσθηση του τέλους, άλλοτε «εξημερωμένη», άλλοτε πιο «άγρια» και «απειλητική», συνδέεται, ολοφάνερα ή άρρητα, πέρα από τις υποκειμενικές περιδινήσεις, και με τις μεταλλαγές των οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων. Αλλά και στον ψυχαναλυτικό χώρο οι περιπλανήσεις δεν είναι λιγότερες. Ήδη από τις απαρχές της, η ψυχανάλυση προσπάθησε να ιχνηλατήσει την πορεία του θανάτου. Η τρέλα, η μελαγχολία, η επιθετικότητα, η βία του τραύματος είναι μερικές από τις εκφάνσεις του. Η αναθεώρηση του ψυχαναλυτικού Παραδείγματος του 1920 εγκατέστησε τον θάνατο στον πυρήνα της ενορμητικής ζωής ως απαραίτητο διαλεκτικό αντίποδα στην ερωτική ορμή. Όμως η στροφή αυτή δεν έγινε, ούτε γίνεται και σήμερα, δεκτή από όλη την ψυχαναλυτική κοινότητα. Υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στον τρόπο που αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται τον θάνατο οι διάφορες σχολές. Οι περισσότεροι, ωστόσο, υποστηρίζουν την μεγάλη λειτουργική αξία του θανάτου, καθώς μέσα από αυτόν ριζώνει σε κάθε υποκείμενο η αίσθηση της πραγματικότητας. Αυτός τροφοδοτεί την ψυχική σκηνή με τις ποιότητες εκείνες οι οποίες θα πλουτίσουν και θα ωριμάσουν τα δημιουργήματά της. Ας μην λησμονούμε ακόμη ότι το αίνιγμα του θανάτου γονιμοποιεί με πρωτόφαντο τρόπο τις παιδικές αναζητήσεις και τα πρώτα φαντασιακά σενάρια.
Στο κλινικό έργο ο θάνατος αναδύεται κάθε στιγμή. Ιστορικές εγγραφές, διαγενεαλογικές απώλειες, προσωπικά πένθη, σωματικά ίχνη αποζητούν να κυριαρχήσουν στην αναλυτική διεργασία. Παράλληλα εμείς, ως αναλυτές, αντιπαλεύουμε συνεχώς με τα προσωπικά μας βιώματα, τις δικές μας ψυχικές οδύνες και σωματικούς πόνους και καλούμαστε να αναμετρηθούμε με το ερώτημα του θανάτου από την δική μας σκοπιά και με τα θεωρητικά και κλινικά δεδομένα που κατέχουμε. Είναι μια συνεχής, πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και πολύ οδυνηρή πρόκληση, που μπορεί να οδηγήσει σε απρόσμενες αποκαλύψεις, αλλά εξίσου συχνά να εξαναγκάσει σε αμυντικές συσπειρώσεις και κοινότοπες «επιλύσεις».

Η «ευωχία» προ του τέλους

Μια ειδική κατηγορία είναι οι καταληκτικοί ασθενείς που βρίσκονται στα τελευταία στάδια της πορείας τους. Οι εργασίες που μελετούν μεθοδικά την ψυχική τους κατάσταση είναι πολύ λίγες. Οι ψυχιατρικές, κυρίως, έρευνες του K. Eissler, της J. Norton ή της E. Küßler-Ross (μεταξύ άλλων) δεν αρκούν για να απαντήσουν στα πολυάριθμα ερωτήματα που εγείρονται. Ακόμη λιγότερες είναι οι ψυχαναλυτικές μελέτες, καθώς η ίδια η ψυχαναλυτική εργασία, οι όροι διεξαγωγής της, η διάρκειά της και πολλά άλλα θέτουν πολύ σημαντικούς περιορισμούς σε παρόμοιες προσπάθειες.
Ο Michel de M'Uzan είναι ένας από τους λίγους ψυχαναλυτές που αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους δίπλα σε ογκολογικούς καταληκτικούς ασθενείς, πασχίζοντας να χαρτογραφήσει τα τελευταία βήματα της ψυχικής τους πορείας. Έτσι μας προσέφερε πολύτιμες μελέτες-οδηγούς, τόσο για τους κλινικούς, όσο και για τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και το περιβάλλον του.
Στο αίτημα ενός καταληκτικού ασθενή για ψυχαναλυτική εργασία φωλιάζει ένα καίριο παράδοξο. Ενώ βρίσκεται σε ένα ακραίο σημείο, όπου νιώθει να συντρίβονται όλοι οι δεσμοί που τον ενώνουν με τον κόσμο, αποζητά μια ύστατη εμπειρία σχέσης. Πολλοί καταληκτικοί ασθενείς μολονότι γνωρίζουν το τέλος συνταράζονται από μια ισχυρή, παθιασμένη κίνηση. Σα να ξεσπάει μέσα τους ένα λιβιδινικό κύμα, μια απληστία για ζωή, και ενορχηστρώνουν ένα είδος ξέφρενης γιορτής.
Κατόπιν, σα να επιλέγουν ένα πραγματικό πρόσωπο (συγγενή, εραστή, γιατρό, αναλυτή...) τον οποίο αισθάνονται πραγματικά διαθέσιμο, σίγουρο και ικανό να συμπράξει στην επιθανάτια τροχιά τους. Αρπάζονται από το πρόσωπο αυτό με μια τρομακτική δύναμη, που απειλεί να συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Μαζί σχηματίζουν την «τελευταία δυάδα». Η κίνηση αυτή αναβιώνει τον «φαντασιακό σύντροφο» που πλάθουν τα παιδιά, αλλά κυρίως αποτελεί την τελευταία εκδοχή τής συσσωμάτωσης με το μητρικό αντικείμενο. Ας μην λησμονούμε ότι η επίκληση της μάνας λίγο πριν τον θάνατο (της μάνας με όλες τις μεταμορφώσεις που μπορεί να πάρει) ηχεί σαν απροσμέτρητη απελπισία, αλλά ίσως αποτελεί και αναγγελία της ποθητής επανεύρεσης.

Η ωμότητα του θανάτου και το ευτύχημα της ανθρώπινης φαντασίας

Ο θάνατος που προσωποποιείται, που μας επισκέπτεται μέσα από τις ζωές κάποιων αναλυομένων, είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση για κάθε αναλυτή και τον φέρνει αντιμέτωπο με κορυφαία διλήμματα δεοντολογίας και τεχνικής.
Ο καταληκτικός ασθενής συχνά «κοπροποιείται». Παρά τις φροντίδες και τις συναισθηματικές προσφορές, ασυνείδητα φαντάζει σαν κάτι «βρώμικο», «σκοτεινό», «απειλητικό», «απροσδιόριστο» και πρέπει να παραμεριστεί. Αλλά και για τον ίδιο τον ασθενή η υποταγή στο «βιολογικό πεπρωμένο» του περιθωριοποιεί την φωνή του ασυνειδήτου και του στερεί πολλές από τις καινοτόμες ικανότητές του, που ίσως θα του επέτρεπαν να επανασυγκροτεί το παρελθόν του μέχρι την τελευταία του πνοή.
Σκοπός μιας αναλυτικής διαδικασίας με καταληκτικούς ασθενείς είναι κατά τον De M'Uzan να «συνεχιστεί το ψυχικό παιχνίδι μέχρι το τέλος». Η προσπάθεια στοχεύει ώστε να τεθεί ο τρόμος του θανάτου στην επικράτεια του άγχους ευνουχισμού, δηλαδή να ενταχθεί στην ψυχική ζωή. Ο ασθενής νιώθει να ξεπηδούν «προϊστορικά τέρατα» από κάθε σημείο του κορμιού του, να τον καταδιώκουν για να τον εκμηδενίσουν. Η ερωτική διέγερση και κάθε μορφή σαγήνης σιγά-σιγά εξοβελίζονται. Η ψυχική ζωή παραλύει και ο πάσχων εξαναγκάζεται σε μια ναρκισσιστική απόσυρση στα όργανα που «πονούν».
Ο αναλυτής καλείται να «επανασυστήσει» μια σκηνή ευνουχιστικής απειλής. Ο De M'Uzan τονίζει ότι «...ο ευνουχισμός είναι ευτύχημα για την ανθρώπινη φαντασία. Ο φαλλός, ως συμβολικό αντικείμενο, εμπνέει και ορίζει μια σκηνοθεσία ρήξεων, που πρόκειται να έρθουν, ώστε να ανοίξει το πεδίο της αναπαράστασης και να φανεί κάτι καινούργιο...».
Ένα πρώτο θέμα αφορά στο κατά πόσον το αντικείμενο-αναλυτής έχει την προσωπική διαθεσιμότητα αλλά και την επαγγελματική διαμόρφωση ώστε να εκτεθεί στην κτητική κίνηση του θανάτου που τον περικυκλώνει, δίχως να αλλοιωθεί η λειτουργική του επάρκεια. Είναι έτοιμος να ακολουθήσει τον καταληκτικό ασθενή στην βαθιά παλινδρομική πορεία του; Είναι έτοιμος να ανεχθεί να ταλαντεύονται τα όριά του, να αγγίζει την «τρέλα» χωρίς να χάνει την σταθερότητά του και δίχως να οχυρώνεται σε κοινότοπες στάσεις;
Τα συναισθήματα που αναδεύονται στην διεργασία αυτή είναι πολύ έντονα και πολύπλοκα. Ο θυμός αλλά και η αγάπη που εκπέμπει ο καταληκτικός ασθενής είναι απροσμέτρητα. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί (διχοτόμηση, διάψευση κ.ά.) είναι συνήθως αρχαϊκοί και μετασχηματίζονται πολύ δύσκολα. Οι σχέσεις που αναπτύσσει είναι πολύ έντονες και συχνά αποκτούν μια «μανιακή χροιά».
Ο αναλυτής γίνεται ο τελευταίος εκπρόσωπος του κόσμου, το τελευταίο έρεισμα ικανοποίησης και ταυτόχρονα το τελευταίο αντικείμενο που μπορεί να «καταβροχθιστεί», ώστε να νιώσει ο ασθενής μια ύστατη ανάσα ζωής.
Ο αναλυτής πρέπει «...να παρέχει και να διασφαλίζει μιαν ουσιαστική παρουσία, δίχως ελλείμματα και παράλληλα να αποδέχεται μια ασάφεια τού είναι του, να ζει σχεδόν σε μια κατάσταση απουσίας…». Πράγμα δύσκολο, αλλά, ωστόσο, σε κάποιο βαθμό, καθημερινό, καθώς ποτέ δεν φθάνουμε στο σημείο να κατέχουμε μιαν απόλυτα αδιαμφισβήτητη ταυτότητα και όλοι κλυδωνιζόμαστε από ενορμητικές καταιγίδες και αμφισημίες. Με αυτή την παλλόμενη στάση ο αναλυτής προσπαθεί να αποχωρίσει τον καταληκτικό ασθενή από την «θανατηφόρα ύλη». «Να αποκολλήσει μια κύστη σκληρή σαν την πέτρα του μνήματος», γράφει ο De M'Uzan, ώστε να στραφεί σε καινοφανείς αναζητήσεις, έστω και κάτω από την σκιά του θανάτου.
Όμως, όπως ήδη επισημάναμε, η αναλυτική προσπάθεια προσκρούει σε πολλές δυσκολίες. Πέρα από τα πραγματικά εμπόδια που δημιουργούνται από τις σωματικές εκδηλώσεις και τις ειδικές θεραπείες του καταληκτικού ασθενή, ο αναλυτής πρέπει να μετασχηματίσει τα δικά του συναισθήματα, αλλά και να αντιστρατευθεί στην ανάδυση ενός δικού του «μεγαλομανιακού οράματος».

Η ζωή δεν σταματά ...ποτέ

Η πλούσια, εξηντάχρονη ψυχαναλυτική πορεία του Michel de M'Uzan και η κορυφαία συνεισφορά του στο Ψυχοσωματικό Ινστιτούτο των Παρισίων, αλλά και το λογοτεχνικό έργο του, εγγυώνται την ποιότητα της προσφοράς του.
Στο βιβλίο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις ΜΕΤΑ συμπεριλαμβάνονται τέσσερα κείμενα. Τα άρθρα «Η εργασία του τέλους» (1976), «Τελευταία λόγια» (1981), «Ο θάνατος δεν ομολογεί ποτέ» (1996) και η μακρά συνέντευξη με τον L. Kahn (1997), καθώς και τα σημειώματα του επιμελητή και μεταφραστή Γ. Σταθόπουλου.
Ο De M'Uzan προτείνει ένα μοντέλο κατανόησης και τεχνικής, που ξεπηδά από την κλινική εμπειρία και όχι από θεωρητικά σχήματα. Ένα μοντέλο το οποίο μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα καινοτόμο, ωστόσο παρέχει έναν συγκροτημένο και πολύτιμο τρόπο ανάγνωσης και επεξεργασίας της σχέσης του αναλυτή με έναν «μελλοθάνατο» ασθενή. Επιμένει με συνέπεια ότι «...η ψυχή δεν σταματά ποτέ να επιθυμεί... και προσπαθεί να εκπληρώσει το πεπρωμένο της μέχρι την τελευταία στιγμή...», μάλιστα λίγο πριν το τέλος αυτό μπορεί να γίνεται με πιο ακόρεστο και βίαιο τρόπο. Μέσα στην εικοσαετία που καλύπτουν αυτά τα άρθρα, βλέπουμε ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας κάνει τομές, απομακρύνεται από κλασσικές θέσεις και τροποποιεί τις απόψεις του. Ο De M'Uzan ανατρέχει στην ρήση του Λένιν ότι έχουμε κάθε δικαίωμα να ονειρευόμαστε μα πρέπει να σκεφτόμαστε πολύ σοβαρά το όνειρο. Έτσι και η αναλυτική δουλειά με καταληκτικούς ασθενείς απαιτεί να φερόμαστε με μεγάλη σοβαρότητα στην «τρέλα» που απαιτούν αυτές οι καταστάσεις.
Στα άρθρα του υπάρχουν πολλά σημεία που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Είναι γνωστή η διαφοροποίησή του από τις απόψεις του C. David, ο οποίος προτείνει μια βαθμιαία πορεία προς τον θάνατο, «ένα ιδεώδες παραίτησης». Έπειτα, η θέση τού De M'Uzan για την εργασία του τέλους αφήνει ανοικτή την πιθανότητα να παγιδευτεί και ο αναλυτής στην επιθυμία του ασθενούς να νικήσει ακόμη και τον θάνατο ή να ενδώσει σε προσδοκίες μεγαλομανιακής επιβεβαίωσης ή να εκτεθεί στην «νεκροφιλική» επιμόλυνση. Τέλος, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος για την «βιαιότητα» που μπορεί να βιώσει ένας καταληκτικός ασθενής από κάποιες ερμηνευτικές παρεμβάσεις. Ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά και αμφιλεγόμενη, είναι η τοποθέτησή του στο μανιφέστο των Monod, Pauling και Thomson (1974) για την ευθανασία.
H εκδοτική προσπάθεια, παρά τις κάποιες μεταφραστικές αστοχίες, είναι πολύ σημαντική. Ο Γ. Σταθόπουλος, με κλινική πείρα από καταληκτικούς ασθενείς, συγκέντρωσε τα άρθρα και πλούτισε το όλο εγχείρημα. Μέσα από τον τόμο αυτό γνωρίζουμε και άλλες πλευρές του έργου του De M'Uzan, που άρθρα του υπήρχαν ήδη στον συλλογικό τόμο Η άλλη σεξουαλικότητα, εκδόσεις Νεφέλη, 1994, και στον συλλογικό τόμο Ψυχαναλυτική Ψυχοσωματική, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006.

Ο Κώστας Μπαζαρίδης είναι ψυχίατρος, παιδοψυχίατρος-ψυχαναλυτής. Μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: