1/10/11

Μια ποιήτρια

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΑΡΕΤΗ ΓΚΑΝΙΔΟΥ, Ορυκτό φως, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 68

Μια απροσδόκητη είσοδος στον ποιητικό στίβο, της πενηντάχρονης Αρετής Γκανίδου, της οποίας δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι δεν προηγήθηκαν άλλες εκδοτικές δοκιμές, πως αυτό είναι το πρώτο της βήμα, καμωμένο με τόση ωριμότητα και σιγουριά, ώστε να αφήνει ευκρινές το αποτύπωμά του. Αλλά η απορία είναι άνευ νοήματος, χρήσιμη μόνο για την αδιάφορη γραμματολογία, αφού το κατορθωμένο αποτέλεσμα είναι που μετράει, ειρωνευόμενο την ανά δεκαετία διαδοχή των ποιητικών «γενεών», τις παρασιτικές ανθολογίες «νέων» ποιητών, την αειθαλή μίζερη μικροκοσμικότητα του κέντρου της Αθήνας, όπου το πραγματωμένο ποιητικό αποτέλεσμα χωρά πάνω στην περιφερόμενη επισκεπτήρια κάρτα.


Σε κρότο μονοσύλλαβο έσπασε ο ύπνος
κι άνοιξαν διάπλατα τα μάτια του
στο φόβο.

Το κύριο σώμα του βιβλίου αποτελείται από αφηγηματικά ποιήματα που εγγράφονται στη σχετική παράδοση της Γυναίκας της Ζάκυθος, και είναι κατάφορτα ζώσας ιστορίας, παρελθόντος ποιητικού, γνώσης φιλολογικής, κατασταλαγμένης υπαρξιακής αγωνίας. Τα περισσότερα οργανώνονται με βάση ένα πρόσωπο, το οποίο όμως δεν σκιαγραφείται χαρακτηριολογικά, ώστε να αποτελέσει σύμβολο κάποιου τύπου, αλλά αποτελεί απλώς τον καμβά, που πάνω του εγγράφονται όλα τα προηγούμενα.

Γυναίκα 4η (Βαλκάνια)
Ένα πια με το χώμα, έπαψε να μάχεται και να μετρά λυτούς ζωστήρες και κάρφωσε τα μάτια της στα μοσχομπίζελα, που ενθουσιασμένα χόρευαν τα λιγνά κορμάκια τους, σ’ όλο το λιβάδι. Τα μωβ ανθάκια κράτησαν στην απλωσιά τους την αβάσταχτη θλίψη της. Όλα μαζί, σαν ακύμαντη θάλασσα λιλά. Πού και πού άκουγε και μια ριπή απ’ το χωριό. Ξεψύχησε ήσυχα, τη στιγμή που ένας σπασμός την εξόριζε για άλλη μια φορά, οριστικά αυτή, απ’ το κορμί της. Τουλάχιστον αυτή δεν θα γεννούσε τα παιδιά τους, όπως η κόρη της μήνες μετά.

Το εγχείρημα της Γκανίδου «ακουμπά» σε συγκεκριμένες περιοχές της ποιητικής μας παράδοσης, ιδιαίτερα στον δραματοποιημένο λυρισμό του Σικελιανού και του Ελύτη, προϋποθέτει σύγχρονες απόπειρες, όπως το Επεισόδιο του Μπλάνα, αλλά δεν «εφαρμόζει» κάποιες τεχνικές, πόσο μάλλον συνταγές. Η Γκανίδου φτιάχνει μια δικιά της ποιητική, επιτυγχάνοντας μια αρμονική αναλογία ανάμεσα στη λυρική έπαρση της εικόνας και της γλώσσας, από τη μια, και στη δραματική ένταση του λόγου και του βιώματος, από την άλλη. Και το επιτυγχάνει, γιατί δεν καταφεύγει στην οργάνωση του νοήματος ως κατακόρυφου οικοδομήματος, με υλικό τις εικόνες, κυρίως τις εξιδανικευμένες και διά της γλώσσας αποκαθαρμένες εικόνες των εννοιών, καθώς και τις υποστασιοποιημένες εμμονές της ιθαγένειας, αλλά ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση: εδώ, κάτω, όλα έχουν το δικό τους νόημα, έχουν πιο προσιτές τις διαστάσεις, συνιστούν εμάς μέσα στην ιστορία, συνιστούν το ποίημα μέσα στην ποίηση∙ μια ανάσα μόνο αναπέμπουν:

Μετά από λίγο, πάνω απ’ το πρόσωπό της το ακίνητο άρχισαν να στριφογυρνούν δυο μελισσούλες. Εντέλει, διάλεξαν το ένα απ’ τα δυο ανοιχτά της μάτια για να ερωτευτούν κάτω απ’ το φως των Βαλκανίων.
Βλέπεις,
τα μοσχομπίζελα δεν νογούν από συνήθειες ταφικές,
να κλείσουν τα μάτια του νεκρού.
Μόνο άπλωσαν σμήνος τα πέταλά τους,
μαβί διχτάκι
κάτω από την ψυχή της,
με μια τους επιτάφια εκπνοή την πήγαν στ’ άστρα.  

Αφιστάμενη απολύτως από το κυρίαρχο, στις μέρες μας, και απελπιστικά μαζικό, ποίημα-προσωπικό συμβάν, πηγαίνει μετωπικά στα μείζονα, όπου βέβαια καραδοκούν οι κίνδυνοι που έρχονται κατευθείαν από τους εν λόγω ποιητικούς προγόνους. Άλλωστε, οι περισσότεροι που τα τελευταία χρόνια δοκίμασαν κάτι ανάλογο, απ’ αυτούς τους κινδύνους πνίγηκαν, και αφανίστηκαν στη σκιά των προγόνων, που, όπως το ορίζει η Γκανίδου, με «Θριαμβευτικές εικόνες, πρωτοφανείς/ διόρθωναν την ιστορία της Ελλάδας,/ καθαγίαζαν τον άνθρωπο», και μας άφηναν «με μια καινούρια θλίψη». Κι εδώ ακριβώς είναι που συνεχίζει, δηλώνοντας με γενναιότητα:

Διέσχισα το πένθος μου
με την κορδέλα που έδεσα τα παιδικά μου χρόνια.
Είχαν το πείσμα αιχμηρό κι επίμονα τα όνειρα.

Απομένει να δούμε μέχρι πού μπορεί να πάει, και να μας πάει η ποιήτρια, με αυτή την απόφασή της.

Υ.Γ. Κυριολεκτικά «επί του πιεστηρίου», ξεφυλλίζω το τελευταίο τεύχος του καλού περιοδικού της Κοζάνης «Η παρέμβαση», όπου τρία καινούρια ποιήματα της Γκανίδου. Το πρώτο επιβεβαιώνει και συνεχίζει τη διανυσμένη διαδρομή, ενώ, αντίθετα, τα άλλα δύο υπόκεινται ανίσχυρα στην επίδραση του Ελύτη, επίδραση που απειλεί να καταπιεί τα ανθισμένα μπιζέλια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: