1/10/11

Η αερολογοκρατία

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ

Αερολογία, χυδαιστί παπαρολογία, (και, για τους αρχαιομαθείς, επεοπτεροντική ρητορεία ή φιλοσοφία της αμπέλου) καλείται ο λόγος ο οποίος στερείται ουσιαστικού (ή και οποιουδήποτε άλλου) περιεχομένου. Οι αντίπαλοι της πραγματιστικής δημοκρατίας προσάπτουν στους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας (και των προθύμων συμμάχων τους),  τον χαρακτηρισμό του αερολόγου. Θα επιχειρήσω εδώ να αποδείξω με ισχυρά επιχειρήματα τη βαρύτατη πλάνη στην οποία περιπίπτουν οι εμπαθείς αυτοί άνθρωποι.
 Ο έντεχνος λόγος των ειδικευμένων ρητόρων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο διασυρόμενος ανευθύνως ως αερολογικός, διακρίνεται, γενικώς, σε δύο βασικές κατηγορίες: τον απλό και τον σύνθετο. Οι φορείς του απλού λόγου έχουν ως αρχή τους την ανάδειξη της αυτονόητης αλήθειας σε ολοφάνερο πυρήνα της εκάστοτε ασκούμενης, και πάντα γειωμένης, κυβερνητικής πολιτικής. Οι εκφραστές του σύνθετου λόγου, αντιθέτως, παρουσιάζουν την ίδια αλήθεια μέσα από υποδειγματικά λεκτικά φίλτρα, κατανοητά μόνον από στενούς κύκλους μυημένων ή και αποκλειστικά από τον εαυτό τους. Οι δύο αυτές εκδοχές αλληλοσυμπληρώνονται, αποδεικνύοντας τόσο τον πραγματισμό των υπεύθυνων πολιτικών όσο και το υψηλό επίπεδο του στοχασμού τους.

Εμβληματικό παράδειγμα λεκτικής προβολής του αυτονόητου, ως αυταπόδεικτης και αυτοτροφοδοτούμενης αλήθειας, αποτελεί ο λόγος του κεντροδεξιού πολιτικού και επιχειρηματία Στέφανου Μάνου, πρώην υπουργού και βουλευτή του μεγάλου κεντροδεξιού κόμματος, ο οποίος εκλέχτηκε μία φορά και με το μεγάλο κεντροαριστερό κόμμα, και εν συνεχεία ηγήθηκε μερικών business plun  εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών. Σύμφωνα με την πολιτική αντίληψη του ανδρός, η πεποίθηση πολλών πως ζούμε σε έναν σύνθετο και βυθισμένο στην αδικία κόσμο, η γνώση του οποίου απαιτεί διαρκή και αρκούντως επίπονη ανάλυση, αποτελεί μύθευμα. Τα πάντα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας, απολύτως αναγνωρίσιμα και δηλωτικά της μοναδικής εφικτής -και μη επιδεχόμενης ουσιαστικών αλλαγών- πραγματικότητας. 
Η επιχειρηματολογία του κυρίου Μάνου αναπτύσσεται κάπως έτσι: Η χώρα βυθίστηκε στο χρέος και στα ελλείμματα; Όλοι ευθυνόμαστε εξίσου γι αυτό, οπότε όλοι πρέπει να πληρώσουμε για να σωθεί. Οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και μικροί επαγγελματίες διαμαρτύρονται πως οι ίδιοι δεν ευθύνονται, καθώς επιβαρύνονται με το μεγαλύτερο μέρος της φορολογικής πίττας, την ίδια ώρα  που οι μεγαλοκεφαλαιούχοι το γλεντάνε ανενόχλητοι σε βάρος των ίδιων και της οικονομίας; Αστεία πράγματα. Αν δεν υπήρχαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, δεν θα υπήρχαν οι μισθωτοί, άρα και οι συνταξιούχοι. Στην περίπτωση που τα βάρη της κρίσης πέσουν στους πρώτους, οι δεύτεροι θα συντριβούν ολοκληρωτικά. Ναι, αλλά τελικά πληρώνουν το μάρμαρο μόνο οι φτωχοί, ενώ π.χ. οι τραπεζίτες επιδοτούνται με δεκάδες δις. Ωραία λοιπόν, να μην επιδοτούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, να χρεοκοπήσουν, να δούμε τότε τι θα λένε οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι για τις καταθέσεις τους. Τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων φαγώθηκαν σε άτοκες καταθέσεις, απαξιωμένες μετοχές και δομημένα ομόλογα. Και τι να κάνουμε τώρα, να τα αδειάσουμε τελείως, σπαταλώντας τα στις συντάξεις; Μα το ύψος των συντάξεων  καθορίζεται από τις εισφορές των ίδιων των εργαζομένων, οπότε δικαιούνται να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Θα τα έπαιρναν, αν υπήρχαν. Ας διαλέξουν, επιτέλους, οι άνθρωποι. Ή λιγότερα και σίγουρα λεφτά, ή καθόλου συντάξεις. Ένα κι ένα κάνουν δυο.
Στην ίδια με τον Μάνο ρητορική γραμμή κινούνται ο κεντροδεξιός πρώην υπουργός και βουλευτής, που εκλέχτηκε επίσης μια φορά και με το μεγάλο κεντροαριστερό κόμμα, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο κεντροδεξιός υπουργός Γιώργος Σουφλιάς, ο κεντροαριστερός αντιπρόεδρος Θεόδωρος Πάγκαλος και πολλοί άλλοι. Η απλότητα της επιχειρηματολογίας αυτής της κατηγορίας των πολιτικών ρητόρων, τους καθιστά περιζήτητους από τα τηλεοπτικά κανάλια, ειδικά στις περιόδους στις οποίες πρέπει να τεκμηριωθεί η ανάγκη σκληρών θυσιών εκ μέρους των εργαζομένων και των συνταξιούχων, προκειμένου να σωθεί η πληττόμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση η εθνική οικονομία.
Η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία των εκπροσώπων της απλής εκδοχής του έντεχνου πολιτικού λόγου ενισχύεται με ιδανικό τρόπο από τους  ταλαντούχους εκφραστές της σύνθετης τάσης του. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία συναντάμε τρεις διακριτές υποκατηγορίες: Τη γριφολογία, την ολιγολεκτική διάλεκτο και την πλειστολεκτική διάλεκτο.
Πρύτανης της γριφολογικής εκδοχής πολιτικού λόγου στη χώρα μας υπήρξε ο αείμνηστος κεντροδεξιός πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος. Οι λιτοί, στην κυριολεξία δωρικοί, γρίφοι του εντυπωσίασαν το κοινό της εποχής, το οποίο επιδιδόταν σε επίπονες -και συνήθως ανεπιτυχείς- προσπάθειες να τους ερμηνεύσει. Το μυστήριο εντεινόταν εξαιτίας του γεγονότος ότι η βαριά προφορά του μεγάλου αυτού πολιτικού στερούσε από τις ρήσεις του την απαραίτητη άρθρωση.
Μερικοί από τους απλούστερους, και οπωσδήποτε επιδεχόμενους ερμηνείας γρίφους του Καραμανλή είναι οι εξής: «Ή εμείς ή το χάος» (Μήνυμα προσανατολισμού ενάντια στις τάσεις αυτοκαταστροφής του εκλογικού σώματος, και, κατ’ επέκταση, της χώρας). «Έξω πάμε καλά» (Ιδιοφυής ημιπρόταση που υπαινίσσεται υπογείως ότι μέσα δεν πάμε καθόλου καλά). «Η Ελλάς είναι ένα απέραντο φρενοκομείο» (Ψυχιατρική διάγνωση, που μέσα από έξι μόνο λέξεις ερμηνεύει σε βάθος τα αίτια και τις κακοδαιμονίες της ελληνικής κοινωνίας). «Λατρεύω τις σπανακόπιτες» (Έμμεση προτροπή προς το λαό να επιλέγει φτηνές και υγιεινές διατροφικές λύσεις, προκειμένου να διαπαιδαγωγηθεί στην ανάγκη προσαρμογής του στις απαραίτητες πολιτικές λιτότητας).
Μετά τον θάνατο του μοναδικού αυτού ηγέτη και δεδομένου του υψηλού πήχυ τον οποίο ο ίδιος είχε τοποθετήσει στον χώρο της γριφολογίας, η υποκατηγορία αυτή της σύνθετης εκδοχής του έντεχνου πολιτικού λόγου περιέπεσε σε παρακμή, και στις ημέρες μας έχει σχεδόν εκλείψει.
Η ολιγολεκτική διάλεκτος είναι μια υποκατηγορία πολιτικού λόγου που υιοθετείται από πολιτικούς οι οποίοι διαθέτουν σχετικά φτωχό λεξιλόγιο, το οποίο ωστόσο αξιοποιούν ιδανικά μέσω της διατύπωσης ιδιότυπων -και συνήθως δυσανάγνωστων από τους αδαείς πολίτες- προτάσεων. Οι τελευταίες συνοδεύονται κατά κανόνα από στομφώδες και περισπούδαστο ύφος. Η ολιγολεκτική διάλεκτος εκφέρεται από στόματος αρκετών πολιτικών (ανδρών κυρίως) και άνθισε κυρίως στην περίοδο 1975- 1990. Σε αντίθεση με την γριφολογία, οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτού του είδους ανήκουν στην κεντροαριστερά. Ξεχωριστές εκφραστές του υπήρξαν δύο στενοί συνεργάτες του αείμνηστου κεντροαριστερού πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Κίμων Κουλούρης. Ο δεύτερος, εκτός των άλλων, επιδόθηκε ημιεπιτυχώς και στη διαρκή μίμηση του εκφραστικού λόγου και ύφους του ταλαντούχου ηγέτη του.
Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης κατηγορίας, επιχειρώ την κατασκευή δύο προτάσεων αυτού του τύπου: «Το Κίνημά μας ανασυνθέτει τη δυναμική της λαϊκής δυνατότητας με δυναμικό τρόπο στο πλαίσιο του εφικτού και του δυνατού, αξιοποιώντας τη δύναμη που του δίνουν με τους δυναμικούς αγώνες τους οι μη προνομιούχοι». «Η μεγάλη νίκη μας, δεν ανήκει σε μας, αλλά αποκρυσταλλώνει τη λαϊκή απόφαση του λαού να αναδείξει εμάς στην κυβέρνηση και τον λαό στην εξουσία, εν ονόματι των διαχρονικών λαϊκών συμφερόντων και οραμάτων του υπερήφανου λαού μας».
Η πλειστολεκτική διάλεκτος, είναι, κατά γενική ομολογία, η ανώτερη ποιοτικά υποκατηγορία του έντεχνου -και εδώ πραγματικά περίτεχνου- πολιτικού λόγου. Οι πολιτικοί που την υπηρετούν διαθέτουν υψηλότατο δείκτη ευφυΐας, πλούσιο λεξιλόγιο και ευδιάκριτες επικοινωνιακές ικανότητες. Και εδώ ο χώρος της κεντροαριστεράς είναι αυτός ο οποίος φιλοξενεί στους κόλπους του την πλειονότητα των εκλεκτών αυτών δημιουργών, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στον Κώστα Λαλιώτη. Εκτός του γεγονότος ότι ο ξεχωριστός αυτός πολιτικός υπήρξε στενός συνεργάτης του Α. Παπανδρέου και συνδιαμορφωτής της φυσιογνωμίας του μεγάλου κεντροαριστερού κόμματος, διακρίθηκε και σε μια μορφή προσωπικού λόγου, που από πολλούς καταγράφηκε ως «λαλιωτική μιλιά». Ο υψηλός βαθμός περιπλοκότητας της τελευταίας καθιστά τη γλωσσολογική της ανάλυση απολύτως αδύνατη.
Ξεχωριστή σχολή πολιτικού (και όχι μόνο) πλειστολεκτικού λόγου έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια ο γνωστός βουλευτής και συγγραφέας Μίμης Ανδρουλάκης. Ο αναγεννησιακός αυτός άνθρωπος εκφράζει την πολυγνωστική (και κατά τους αντιπάλους του ξερολική) τάση της πλειστολεκτικής διαλέκτου. Σε αντίθεση με τον  υπαινικτικό λόγο άλλων πλειστολεκτούντων ρητόρων, ο λόγος του Ανδρουλάκη, προφορικός και γραπτός, είναι χειμαρρώδης και βρίθει επιχειρημάτων, αντλημένων από τους χώρους της πολιτικής, της επιστήμης, του πολιτισμού, του έρωτα, της γευσιγνωσίας, της φυσικής, της αστρονομίας, της ιατρικής, της φιλοσοφίας, της ψυχανάλυσης, της κοινωνιολογίας, της βιολογίας, της ιντερνετολογίας, των μαθηματικών, της μελλοντολογίας, της οικονομίας, της οινολογίας, της γευσιγνωσίας κ.λπ., και συνοδεύεται, στις ζωντανές εμφανίσεις του, από μια εμβληματικώς διδακτική κίνηση του τεταμένου δείκτη της δεξιάς του χειρός.      
Απαντώντας σε όσους κατηγορούν τον αιρετικό αυτό στοχαστή ότι διακατέχεται από έναν υπερφίαλο και απολύτως ναρκισιστικό θεωρητικό ξερολισμό, υπενθυμίζω ότι η στάση του στη Βουλή κατά τη διάρκεια της ψήφισης του μνημονίου και όλων των λοιπών νομοθετικών ρυθμίσεων για τη διάσωση της χώρας υπήρξε απολύτως υπεύθυνη και ολιγολεκτική. Όσες φορές ο πρόεδρος του ναού της δημοκρατίας τον ρώτησε τι ψηφίζει, εισέπραξε την ίδια περήφανη απάντηση: «Ναι σε όλα!»   
  
Το βιβλίο του Νίκου Κουνενή, με τίτλο «Περί δημοκρατίας: σάτιρα ηθών και θεσμών», θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Ντένη Θεοχαράκη- Χωρίς τίτλο


Δεν υπάρχουν σχόλια: