28/10/11

Όψεις της Εθνικής Αντίστασης στην Ήπειρο

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΟΥΚΑ


Η συγκρότηση του αντιστασιακού κινήματος αποτέλεσε για την ελληνική ιστοριογραφία μια διαδικασία σχεδόν αυτόματη, στη βάση της μεγάλης, νεωτερικού τύπου, διάκρισης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Πολλές όμως διαστάσεις της διαδικασίας πολιτικής και στρατιωτικής κινητοποίησης του αγροτικού πληθυσμού αγνοήθηκαν. Πρόθεση μου στο συγκεκριμένο σημείωμα είναι μια συνοπτική συμβολή στον εμπλουτισμό του πεδίου. Σημείο αναφοράς θα αποτελέσει η συγκρότηση του αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή της Ηπείρου, κυρίως στην ένοπλη εκδοχή του.

Η οργάνωση του ένοπλου αντάρτικου υπακούει σε συγκεκριμένες συνθήκες: στον εξοπλισμό και την κουλτούρα βίας της αγροποιμενικής κοινωνίας, στην διείσδυση των νεωτερικών ιδεών πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής στην περίοδο του Μεσοπολέμου, στο αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης που συνόδευσε την ήττα του 1941, στην οικονομική δυσπραγία που προκάλεσε η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού. Η συγκρότηση των ενόπλων σωμάτων του ορεινού χώρου δεν ήταν μια απλή διαδικασία, αλλά διήλθε συγκεκριμένες φάσεις, που δεν ήταν ενιαίες για ολόκληρη την Ήπειρο.[1] Η μετατροπή του ενόπλου των πρωτόλειων πολιτοφυλακών των χωριών ή του πρώην ληστή σε αντάρτη, του αγρότη-κτηνοτρόφου σε αγωνιστή της μιας ή της άλλης παράταξης, αποτέλεσε ένα σημαντικό διακύβευμα για τις αντιστασιακές οργανώσεις, σε αναφορά βέβαια και με τη διαφορετική δομή τους.
Η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ έγινε, ως γνωστόν, στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1941. Οι συνθήκες συγκρότησης και ανάπτυξης των οργανώσεων, και οι μεταξύ τους σχέσεις, την περίοδο έως το καλοκαίρι του 1942 είναι, σε γενικές γραμμές, γνωστές. Θεωρούμε ότι περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση της νεωτερικής κουλτούρας των δύο συσσωματώσεων, της διάχυσης της στην αγροτική κοινωνία της Ηπείρου, καθώς και των παραγόντων που επέδρασαν στην πολιτική ένταξη των κατοίκων της.
Η έναρξη του εδεσίτικου αντάρτικου έγινε τον Ιούλιο του 1942 στην περιοχή του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες που καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την παραμονή του ηγέτη του ΕΔΕΣ Ναπολέοντα Ζέρβα και των λίγων συντρόφων του στον συγκεκριμένο χώρο. Μετά από την απειλή των «προκρίτων» της Αμφιλοχίας περί κατάδοσης των ανταρτών στους Ιταλούς, τον Σεπτέμβριο του 1942 αποφασίσθηκε η μεταφορά της δράσης στην Ήπειρο. Προσωπικοί και οικογενειακοί ανταγωνισμοί, η αμφίσημη λογική της «φρόνιμης» κοινότητας, μια ορισμένη «παράδοση ανταρσίας» έναντι του κράτους και των θεσμών του, αλλά και η ανάμνηση των αλυτρωτικών αγώνων του παρελθόντος, διαμόρφωναν το σκηνικό στο οποίο φιλοδοξούσε να επιβάλλει την «εθνική επανάστασή» του ο Ζέρβας. Στο πεδίο των στρατιωτικών πρακτικών, την περίοδο αυτή κυριαρχούσε μια παραδοσιακή οπτική υπεράσπισης του χώρου, στο βαθμό που οι «ένοπλοι χωρικοί» με δυσκολία θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν αντάρτες. Ενιαία εμφάνιση δεν υπήρχε, ο οπλισμός ήταν ελάχιστος και απαρχαιωμένος, η βρετανική υποστήριξη περιορισμένη (τουλάχιστον στη φάση αυτή). Έτσι η όλη αντάρτικη δράση εξαντλούνταν στις συμπλοκές ολιγάριθμων ένοπλων χωρικών με ιταλικά στρατεύματα, που εκστράτευαν από την Άρτα στα δύσβατα όρη του Ραδοβιζίου με φανερή απροθυμία.
Το δεύτερο πρόβλημα που ανέκυπτε ήταν φυσικά οι σχέσεις με το ΕΑΜ, το οποίο είχε ήδη εδραιωθεί σε επίπεδο τοπικών επιτροπών. Τα στελέχη του ΕΑΜ Άρτας ήταν ιδιαιτέρως επιφυλακτικά ως προς το ρόλο του Ζέρβα και την απόπειρά του να κυριαρχήσει στην περιοχή, και στήριζαν τις επιλογές τους στη λογική ότι «το ποιόν του Ζέρβα είναι γνωστό στον τόπο μας».[2] Στις πρώτες όμως συνομιλίες των υπευθύνων του τοπικού ΕΑΜ με τον Ζέρβα, υπερίσχυσε η ανάγκη των πρώτων να ενισχυθούν ποικιλοτρόπως, παρά τη διαφαινόμενη διάθεση του τελευταίου «να κυριαρχήσει οπωσδήποτε εις την Ήπειρον». Ο κύριος λόγος για τις διαπραγματεύσεις αυτές ήταν η σχετική καθυστέρηση ανάπτυξης του τοπικού ΕΛΑΣ, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανησυχίας για τη δυναμική της επέκτασης του ΕΔΕΣ.
Θα χρειασθεί το κομβικό γεγονός του Γοργοποτάμου για να μεταβληθεί άρδην η κατάσταση προς όφελος του Ζέρβα. Η εκστρατεία των «ξυπόλητων χωρικών», κατά την έκφραση του Ζέρβα, από την Άρτα στη Φθιώτιδα, υπήρξε η μεγάλη ευκαιρία που ανέμενε η ηγεσία της οργάνωσης. Το επόμενο κρίσιμο σημείο για την επιβίωση του εδεσίτικου αντάρτικου ήταν η είσοδος του Άρη Βελουχιώτη με 400 ελασίτες στην «επικράτεια» του Ζέρβα τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν στο Μοναστήρι της Ροβέλιστας, όπου είχε οχυρωθεί ο Ζέρβας, αποφασίσθηκε η σύναψη νέας συμφωνίας, που έμεινε όμως και αυτή «στα χαρτιά».
Το περιστατικό της Ροβέλιστας δεν ανέτρεψε την οργανωτική επέκταση του ΕΔΕΣ σε περιοχές εκτός νομού Άρτας, όπως στη δυτική Ήπειρο. Από τις 22 Μαρτίου 1943 οι μέχρι τότε ασύνδετες μονάδες του ΕΔΕΣ οργανώθηκαν σε τοπικά Αρχηγεία τα οποία υπήχθησαν στο Γενικό Αρχηγείο των ΕΟΕΑ (Εθνικαί Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών). Στρατηγικό κέντρο της όλης απόπειρας αποτέλεσε η περιοχή των Τζουμέρκων στην οποία μεταφέρθηκε και η έδρα της οργάνωσης.[3]
Η εαμική πλευρά δραστηριοποιήθηκε και αυτή προκειμένου να συγκροτήσει αξιόμαχο αντάρτικο. Η αίγλη των κατορθωμάτων του Άρη στη Στερεά, αλλά και η δυναμική ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στις όμορες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ωθούσαν τους Ηπειρώτες σε συντονισμένες ενέργειες. Έτσι τον Μάρτιο του 1943 σε ευρεία σύσκεψη των στελεχών του ΕΛΑΣ Ηπείρου που έλαβε χώρα στα Πιστιανά Άρτας (Παλαιάς Ελλάδας) αποφασίσθηκε ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών και η ενεργότερη διείσδυση στο σύνολο της Ηπείρου.[4] Από την πλευρά του ΕΛΑΣ υπήρχε σε εξέλιξη η οργανωτική ανασυγκρότηση των ομάδων και η ίδρυση αρχηγείων που αργότερα μετεξελίχθηκαν σε συντάγματα. Η οργανωτική δομή ήταν η ίδια με την υπόλοιπη χώρα και την αποτελούσαν ένας στρατιωτικός, ένας πολιτικός υπεύθυνος, και ένας καπετάνιος.
Παρά τις διαφορές στη συγκρότησή τους, στο πεδίο της ένοπλης δράσης οι τεχνικές των δύο οργανώσεων ήταν παρόμοιες. Και οι δύο αντάρτικοι στρατοί αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη ευκολία τα ιταλικά στρατεύματα, ήρθαν όμως σε δύσκολη θέση όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν τον έλεγχο της Ηπείρου, το καλοκαίρι του 1943. Ο νέος αντίπαλος ήταν διαφορετικός, αποφασισμένος να καταστείλει το αντάρτικο, και έτοιμος να λάβει και τα σκληρότερα μέτρα, εάν η κατάσταση το επέβαλε.
Η εμφύλια σύγκρουση ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1943, καθόρισε οριστικά τις σχέσεις των οργανώσεων μεταξύ τους και μετέβαλλε αποφασιστικά την κατάσταση στην Ήπειρο. Η ταυτόχρονη παρέμβαση των Γερμανών, με ευρείες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, ουσιαστικά διέσωσε τις δυνάμεις του Ζέρβα, ο οποίος έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει σε σύναψη «συμφωνίας κυρίων» μαζί τους.
Μετά την προσωρινή λήξη των (ταυτόχρονων) εμφυλίων συγκρούσεων, με τη συμφωνία της Πλάκας (29 Φεβρουαρίου 1944), είχε καταστεί σαφές και στους δύο αντιπάλους ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για μια ευρεία πολιτική προσέγγιση. Η ανακωχή που υπογράφηκε δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας στο πεδίο αυτό. Οι ευεργετικές συνέπειες της συμφωνίας (ο τερματισμός των συγκρούσεων, η απελευθέρωση των αιχμαλώτων κλπ) δεν μπορούσαν να αναιρέσουν την κατάσταση αυτή. Στο στρατιωτικό πεδίο η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για ανακατατάξεις και αλλαγές στη δομή των οργανώσεων. Η διαδικασία της αποκαλούμενης «στρατιωτικοποίησης» του ΕΔΕΣ ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1944 με τη διάλυση των προγενέστερων σχηματισμών (Αρχηγεία, Υπαρχηγεία κλπ) και το σχηματισμό τεσσάρων μεγάλων σωμάτων. Επρόκειτο για τις VIII, ΙΙΙ, Χ και ΙΧ Μεραρχίες των ΕΟΕΑ.
Από την άλλη πλευρά, εμφανίσθηκε η ανάγκη ισχυροποίησης της τοπικής VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Το όλο εγχείρημα παρουσίαζε δυσκολίες εξαιτίας των γενικότερων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ήπειρο το 1944. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα ορεινά της Άρτας, κινητοποιήθηκαν ιδιαίτεροι μηχανισμοί που οδήγησαν στη συγκρότηση του σώματος των «Καραϊσκάκηδων», με όρους παραδοσιακού τύπου, που εξέπληξαν τον Στέφανο Σαράφη όταν επισκέφθηκε την περιοχή τον Ιούλιο του έτους αυτού.
Το τέλος της Κατοχής δεν έφερε την αποστράτευση των ανταρτών. Η ένοπλη σύρραξη ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ τον Δεκέμβρη του 1944, με αποκορύφωμα την πολυαίμακτη μάχη της Άρτας, άφησε πικρές κληρονομιές στην περιοχή. Όλα ήταν έτοιμα για τη νέα αναμέτρηση, που θα διεξάγονταν πλέον με διαφορετικούς όρους. Οι «δυο όχθες» χωρίζονταν πλέον με βαθύ μίσος, και το τραγούδι της Κατοχής: «ο Άρης πάει κατ’ τα Άγραφα κι ο Ζέρβας κατ’ το Βάλτο», που τραγουδούσαν ελασίτες και εδεσίτες, παρέμεινε μια θολή και παράδοξη ανάμνηση.

O Βαγγέλης Τζούκας είναι Δρ. Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου

[1] Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση της διαδικασίας αυτής, βλ. Βαγγέλης Τζούκας, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο-τοπικότητα και πολιτική ένταξη, διδακτορική διατριβή, Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2003.
[2]  Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γ. Μαλτέζου (Τζουμερκιώτη). Βλ. Γ. Μαλτέζος, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, Βόλος, 1987
[3] Για την Αντίσταση στην περιοχή των Τζουμέρκων, βλ. Στ. Φίλος, Τα Τζουμερκοχώρια, Αθήνα, 2000, σελ. 178-315, όπως και τις δημοσιεύσεις του ίδιου συγγραφέα στα προηγούμενα τεύχη των Τζουμερκιώτικων Χρονικών. Για μια ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών δομών που κατέστησαν δυνατή την επιβίωση του αντάρτικου στη συγκεκριμένη περιοχή, βλ. Β. Τζούκας, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ, ό.π., σελ. 232-272.
[4] Για τη σύσκεψη αυτή, βλ. Αλέκος Κουτσούκαλης, Η εθνική αντίσταση του νομού Άρτας, Αθήνα, Ιωλκός, 1983, τμ. 2, σελ. 11-14. 

1 σχόλιο:

a.kaliakatsos είπε...

ΚΑΛΙΑΚΑΤΣΟΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ "Σκόρπια φύλλα της ζωής μου"
Τυπογραφείο Αφοι Κοντορούση. www.kontorousis.gr