15/10/11

Το ανθρώπινο κοπάδι

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΞΕΝΟΦΩΝ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ, Ψάρι με κεφάλι και ουρά, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 204
    
Ο Ξενοφών Μαυραγάνης είναι ένας πραγματικός ευπατρίδης. Η ιδιαίτερη πατρίδα του η Λέσβος αλλά και η θετή του πατρίδα η Θεσσαλονίκη είναι φανερό ότι καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μερίδιο στην καρδιά του και μονοπωλούν τους στοχασμούς του. Είκοσι πέντε μικρά αφηγήματα αποτυπώνουν με ευαίσθητες αποχρώσεις και φωτοσκιάσεις την ανθρωπογεωγραφία των δύο αυτών τόπων με επίκεντρο την μετανάστευση. Νοσταλγικές αναδρομές, βιωματικές διηγήσεις, ανακαλούν στιγμές και γεγονότα από τον βίο των ανθρώπων που αγάπησαν τον τόπο τους, εξαναγκάστηκαν από τις περιστάσεις να τον εγκαταλείψουν, επέστρεψαν στα στερνά του βίου τους ή αποξεχάστηκαν σε ξένη γη για να ταφούν εκεί.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου με την ευγένεια και το άρωμα άλλων εποχών, οι ιστορίες των ανθρώπων που αποφάσισαν να φύγουν από τη Λέσβο για να βρουν την τύχη τους στην άλλη άκρη του κόσμου, αλλά και οι ιστορίες όσων βασανισμένοι, ανέστιοι και πένητες αναζήτησαν καταφύγιο στη δική μας χώρα, εγκαταλείποντας πίσω τους πατρίδες που μαστίζονταν από την πείνα και την ανέχεια και σπαράσσονταν από πολέμους, διαδέχονται η μία την άλλη. Αναπτύσσονται ισότιμα και ισοδύναμα με μια απόλυτη συμμετρία συναισθημάτων. Ο συγγραφέας παρακολουθεί αμερόληπτα και ευπροσήγορα τις απεγνωσμένες κινήσεις του ανθρώπινου αυτού κοπαδιού που μετακινείται από τόπο σε τόπο για να επιβιώσει. Αφηγείται με ευαισθησία και διεισδυτικότητα τα πάθη και τις αγωνίες του να ξαποστάσει, να προσαρμοστεί, να προκόψει, να ριζώσει στα ξένα μέρη, κοντά σε άγνωστους ανθρώπους, μακριά από οικεία ήθη, έθιμα και συνήθειες, έξω από το λίκνο της γλώσσας και του τόπου.
Τα αφηγήματα μιλούν για νεαρές κοπέλες που μετανάστευσαν στη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Αμερική τη δεκαετία του τριάντα, για να μη γυρίσουν ποτέ. Για γριές μανάδες που ξέμειναν πίσω να περιμένουν γιους και κόρες που ξενιτεύτηκαν. Να ονειρεύονται με ανοικτά μάτια στιγμές χαράς που παρήλθαν και να κλαίνε φιλώντας φωτογραφίες εγγονών που δεν θα γνωρίσουν, δεν θα σφίξουν στην αγκαλιά τους και δεν θα κανακέψουν ποτέ. Μικρές ιστορίες σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα διαδέχονται η μια την άλλη αποτυπώνοντας έρημα χωριά που μαραζώνουν, κλειδωμένα αρχοντικά πέτρινα σπίτια που ρημάζουν, εύφορους τόπους που μένουν ανεκμετάλλευτοι. Για μια χούφτα κατοίκους που συντηρούν στοργικά τη μνήμη του τόπου με τις τελετουργίες των γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών. Αειθαλείς γέροντες, που όσο αντέχουν ακολουθούν πεισματικά τον κύκλο των εποχών ριζωμένοι στη γη του νησιού τους. Καλλιεργούν στην εύφορη γη την ελιά και το σταφύλι, βόσκουν, αρμέγουν και τυροκομούν τα λίγα ζώα τους. Άνθρωποι που ο καθημερινός μόχθος είναι η άγκυρά τους με τη ζωή και τον τόπο. Άνθρωποι στωικοί που ζουν για να θυμούνται και να προσμένουν με ελπίδα την επιστροφή των δικών τους. Φαροφύλακες στην ερημιά του χειμώνα, που περιμένουν τους επισκέπτες του καλοκαιριού και τους ξενιτεμένους για να ζωντανέψουν τα χωριά, να ανοίξουν τα κλειστά σπίτια, ν’ αποκτήσουν φωνή οι στράτες, οι πλατείες και τα μαγαζιά.
Ο συγγραφέας δεν είναι επιλήσμων. Ο ξένος, ο άλλος, είναι για τον Ξενοφώντα Μαυραγάνη, ο Λέσβιος των αρχών του εικοστού αιώνα που διεκδικούσε μια καλύτερη ζωή πολύ μακριά από την πατρίδα του. Οι ιστορίες των μεταναστών του τόπου μας ρίχνουν ένα φως κατανόησης και συμπόνιας στις ιστορίες των φυγάδων που βρίσκουν καταφύγιο στη χώρα μας για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους: το σμάρι των γυναικών από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που συνωστίζεται στις μεγαλουπόλεις αναζητώντας εργασία, τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων που επιστρέφουν στη χώρα των πατέρων τους ψάχνοντας τον φιλόξενο τόπο που το άλγος του νόστου χάλκευε, για να συναντήσουν την καχυποψία και το αδιέξοδο και εκείνους που ξεβράζει η θάλασσα μισοπεθαμένους στις παραλίες των νησιών μας. Ανθρώπινα ράκη, έρμαια της ανάγκης και της απληστίας των δουλεμπόρων, επικερδές φορτίο στα αμπάρια των σαπιοκάραβων.  
Η αφήγησή του ακουμπά στοργικά στις ζωές ιδιαίτερων ανθρώπων της πατρίδας του. Χαρακτηριστικοί τύποι της Λέσβου και ιστορικά πρόσωπα που μετείχαν και διακρίνονταν στον κοινοτικό βίο, παραμυθάδες και γόητες, αστοί και αριστοκράτες, εραστές της καλοπέρασης και της ωραιότητας, διανθίζουν με την ιδιαιτερότητα του βίου τους τις περιγραφές των τόπων του νησιού. Ένα μωσαϊκό αναμνήσεων, με εικόνες από το Πλωμάρι, την Μυτιλήνη, το Σίγρι, το Παλαιοχώρι και την Μελίντα εμψυχώνονται με γεύσεις και αρώματα από βουτυράτες μυζήθρες και εύγευστα τυριά, μυρωδάτο ούζο, ρακές και τσίπουρα, φρέσκα ζαρζαβατικά και ψάρια, σπάνιους θαλασσινούς μεζέδες, νόστιμα κρέατα και σιροπιαστά γλυκά για να φιλοτεχνήσουν το πορτρέτο του αγαπημένου νησιού.  
Η Γιασεμί, η Αμερισούδα, η Διαμάντω, η Φωτεινή, η Πηνελόπη, η Βαρβάρα, οι ανώνυμες γυναίκες από το πρώην ανατολικό μπλοκ που εργάζονται στα σπίτια μας και κατακλύζουν τις πόλεις μας, ο Γιάννης, ο Μίροσλαβ, ο Φαρχάν, ο Τζίμ ή Ξενοφών, οι άνθρωποι του μόχθου και της ανάγκης διασταυρώνονται στις σελίδες του βιβλίου όπως και οι πατρίδες τους, ανταλλάσσοντας απόγνωση, πόνο, μοναξιά, εγκαρτέρηση, δάκρυα λύπης και χαράς.
«Σε δυο μέρες θα γεύονταν με τους φίλους του τα τυριά που παράγονται ακόμα από τους τελευταίους δύο κατοίκους του Βαλανιά, ενός έρημου τόπου, εκατόν είκοσι δυναμένων οικιών άλλοτε, την ίδια ώρα που η κυρά Πηνελόπη, ανακατεύοντας με τη  μακριά κουτάλα το γάλα να γίνει τυρί, θα ονειρεύεται τα Αυστραλάκια της που ούτε τα είδε, ούτε θα τα δει ποτέ. Ούτε τη φωνή τους θ’ ακούσει, αφού ‘μήδι τηλέφουνου εν έχουμι’»

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας.                                                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια: