10/9/11

Στο πεδίο του πένθους, με φόντο τον ισπανικό εμφύλιο

ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ

ALBERTO MENDEZ, Τα Τυφλά Ηλιοτρόπια, μτφρ. Κωνσταντίνος  Παλαιολόγος, Εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 200

Ομιλείται πλέον μόνο η γλώσσα του ξίφους
ή η διάλεκτος της πληγής
                                                                                                                                         Από το βιβλίο 

Τα Τυφλά Ηλιοτρόπια του Alberto Mendez (1941) είναι το μοναδικό έργο του ισπανού συγγραφέα, ο οποίος πέθανε λίγο μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου του το 2004. Το κείμενο με θέμα τις συνέπειες του ισπανικού εμφυλίου  έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από κοινό και κριτική, και ο συγγραφέας τιμήθηκε μετά θάνατον με το εθνικό βραβείο πεζογραφίας.
Ο Mendez σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία, ήταν ενεργό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Ciencia Nueva. Εμβληματική φυσιογνωμία της ισπανικής διανόησης, άνθρωπος που υπέστη διωγμούς από το καθεστώς του Φράνκο, Ο Mendez ολοκλήρωσε την πνευματική του πορεία και έφυγε από τη ζωή με ένα στοχαστικό έργο, σπαραχτικού λόγου, για τον εμφύλιο, το θάνατο, την απουσία....

Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, συνδεδεμένες επιδέξια μεταξύ τους, που αποτυπώνουν - μακριά από μανιχαϊσμούς -  τη θλίψη και το αίσθημα απώλειας νικητών και ηττημένων. Τέσσερις ιστορίες, τέσσερις ήττες. Ο τίτλος της κάθε ιστορίας δίνει τόσο το χρονικό της πλαίσιο όσο και το ψυχικό στίγμα των ηρώων της. Πρώτη ήττα: 1939 ή αν η καρδιά σκεφτόταν, θα έπαυε να χτυπά.
Το βιβλίο αρχίζει με έναν λοχαγό του φρανκικού στρατού να παραδίδεται στους δημοκρατικούς μια μέρα πριν την ήττα τους, αφήνοντας έτσι κατάπληκτους τόσο τους δικούς του όσο και τους αντιπάλους του. Χωρίς να προσχωρήσει στις τάξεις του εχθρού, αρνείται να συμμεριστεί τη νίκη των δικών του. Στην αντίληψή του, παραδίδεται χωρίς να λιποτακτήσει: «και αυτός τι κάνει εδώ; Είναι λιποτάκτης, απάντησε ένας στρατιώτης. Είμαι ένας παραδομένος, διόρθωσε ο Αλεγκρία» (σελ. 25).
Όταν πέφτει η Μαδρίτη και συλλαμβάνεται ως λιποτάκτης, στη δίκη του ερωτηθείς για τους λόγους της προδοσίας του αρχίζει να απαριθμεί νίκες του εθνικού στρατού. «Ερωτηθείς σχετικά με το αν αποτελούν τα ένδοξα κατορθώματα του Εθνικού Στρατού το λόγο για τον οποίο προδίδει την Πατρίδα, απαντά πως όχι, πως ο πραγματικός λόγος είναι επειδή  δεν θελήσαμε τότε να κερδίσουμε τον πόλεμο κατά του Λαϊκού Μετώπου. Ερωτηθείς αν όντως δεν θέλαμε να κερδίσουμε την Ένδοξη Σταυροφορία, τότε τι θέλαμε, ο κατηγορούμενος απαντά: θέλαμε να τους σκοτώσουμε» (σελ. 38). Ο Αλεγκρία αρνείται τη νίκη–ήττα του πολιτισμού, καταδικάζεται σε θάνατο, για να ανασυρθεί από έναν ομαδικό τάφο. Αποσπασμένος και από τη ζωή και από το θάνατο έχει σωθεί σε ένα τοπίο οριστικής ερήμωσης.
Δεύτερη ήττα: 1940 ή το χειρόγραφο που βρέθηκε στη λησμονιά. Στη δεύτερη ιστορία διαβάζουμε ένα ημερολόγιο. Συγγραφέας του ένα αγόρι δεκαοκτώ χρονών. Με το φόβο ότι θα τον σκοτώσουν οι νικητές, αποφασίζει με τη φίλη του, δεκαέξι χρονών έγκυο, να περάσουν τα σύνορα της Γαλλίας. Στο ταξίδι το κορίτσι πεθαίνει στον τοκετό. Εκείνος εγκαταλείπεται στη θλίψη, και χαμένος στα χιόνια, σε μια καλύβα στα βουνά μαζί με το μωρό, περιμένει να πεθάνουν. «Δίχως την Ελένα δεν θέλω πλέον να φτάσω στο τέλος του δρόμου. Δίχως την Ελένα δεν υπάρχει πλέον δρόμος. Πως διορθώνεται το λάθος του να είσαι ζωντανός;» (σελ. 55). Ο συγγραφέας μας δίνει μια  καταγραφή ακραίου πόνου που αποδομεί τη σχέση με την πραγματικότητα και τη μετατρέπει σε κάτι που βρίσκεται πέρα από οτιδήποτε αναγνωρίσιμο.
Τρίτη ήττα: 1941 ή η γλώσσα των νεκρών. Εδώ ήρωας είναι ένας φυλακισμένος καθηγητής τσέλου που περιμένει την εκτέλεση του. Η ζωή του παίρνει παράταση όταν, κατά τη διεξαγωγή της δίκης του, αποκαλύπτεται ότι γνώρισε το γιο του συνταγματάρχη δικαστή του, ως αιχμάλωτο, πριν τον εκτελέσουν οι δημοκρατικοί για δραστηριότητες του κοινού ποινικού δικαίου. Αρχικά ως πράξη συμπόνιας προς τη μητέρα του νεκρού και στη συνέχεια για λόγους επιβίωσης, θα κρύψει την αλήθεια και θα παρουσιάσει το παιδί τους ως ήρωα του εθνικού στρατού και έτσι θα παρατείνει τη ζωή του από μέρα σε μέρα με τις φανταστικές διηγήσεις του. Βυθισμένος στη δυστυχία και τον παραλογισμό, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης και την θλιβερή της ικανότητα για προσαρμογή. «Ο Χουάν τρομοκρατήθηκε, όταν σκέφτηκε ότι αν μας έθαβαν ζωντανούς στον τάφο, στο τέλος θα καταλήγαμε να αγαπήσουμε τα σκουλήκια» (σελ. 127). Μέσα στην αθλιότητα της φυλακής, απόπειρα ψυχικής διάσωσης αποτελούν τα γράμματα προς τον αδελφό του, η στοργή για έναν συγκρατούμενο του –σχεδόν παιδί- και η επινόηση μιας γλώσσας: πρόκειται για ιδιόλεκτο τρυφερότητας και νοσταλγίας. Στο έσχατο σημείο του κόσμου, ένας λυπημένος άνθρωπος προσπαθεί να σωθεί με τις λέξεις. Μάταια.
Η τελευταία ιστορία, με τίτλο Τέταρτη ήττα: 1942 ή τα τυφλά ηλιοτρόπια, είναι το χρονικό ενός δράματος μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, του θύτη και του θύματος. Δύο παράλληλες αφηγήσεις, ενός παπά, πρώην στρατιώτη του εθνικού στρατού, δασκάλου σε ένα δημοτικό σχολείο, και του μαθητή του. Τέσσερα πρόσωπα και ένα μυστικό του οποίου το βάρος καλείται να φέρει, και ένα επτάχρονο αγόρι: «από όλες τις αναμνήσεις όμως  αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι είχα ένα πατέρα που κρυβόταν σε μια ντουλάπα» (σελ. 146).
Ο ιερωμένος ερωτεύεται τη μητέρα του μικρού μαθητή του, πιστεύει ότι είναι χήρα και την πολιορκεί. Η εμμονή τού φωτισμένου αυτού ανθρώπου βυθίζει στο σκοτάδι την ήδη τραυματισμένη οικογένεια και στον ίδιο αποκαλύπτει την παραμόρφωση της πραγματικότητας: την άλλη όψη της νίκης του.
Το βιβλίο του Mendez εξελίσσεται από θλίψη σε θλίψη. Οι τέσσερις ιστορίες του συγκροτούν ένα ποίημα–απολογισμό της καταστροφής. Με τους χαμένους του ήρωες, νικητές και ηττημένους, μας διδάσκει ότι η τραγωδία μπορεί να αποκτήσει φωνή μόνο στο πεδίο του πένθους και της αποδοχής του ανεπανόρθωτου. Κάθαρση δεν σημαίνει απαλλαγή από την οδύνη μέσω της λήθης. Ίσως ο μόνος δρόμος για συνέχεια μετά το ρήγμα είναι η μνήμη. Η ενσωμάτωση της θλίψης και της οριστικής απουσίας, ως συστατικό στοιχείο της νέας συνθήκης, στην οποία το τραγικό μεταλλάσσει την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει επιταγή συμφιλίωσης, λύση, ούτε αποκατάσταση, υπάρχει όμως, ως δυνατότητα, ο δρόμος της αποδοχής του τραγικού, και όπου αυτός οδηγεί μέσα στην Ιστορία.  

Η Μάγια Στάγκαλη εργάζεται στην Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: