ΔΙΗΓΗΜΑ
«Είναι αδύνατον να αποδείξει κανείς πως η πραγματικότητα των ονείρων είναι μια ψευδαίσθηση, κατώτερη της εν εγρηγόρσει πραγματικότητας»
(Ερνέστο Σαμπάτο)
Ήταν τα δόντια της. Αιχμηρά θρύμματα ανάμεσα και πάνω στην γλώσσα και τα ούλα της. Έφτυνε, και το στόμα της γέμιζε πάλι και πάλι. Περιμάζεψε μερικά στην χούφτα της: γυάλινα, ήταν γυάλινα! Κομματάκια γυαλί λευκό σαν από σπασμένο βάζο! Η κατάπληξή της έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ένα ολόκληρο σχεδόν, μόνο μια γωνίτσα του έλειπε, γυάλινο πώμα προσγειώθηκε φυσικότατα στην ανοιχτή της παλάμη. Και η αηδία συνεχιζόταν. Τα μάγουλά της παρά λίγο να ακουμπούσαν στην εσωτερική τους πλευρά από την προσπάθεια να ελέγξουν την ακατάσχετη παραγωγή, ο φάρυγγάς της συσπώταν, η γλώσσα φρικιούσε, το στομάχι της έπεφτε από κενό σε κενό.
Κι όμως τα δόντια της ήταν στην θέση τους. Τα ένιωθε πανέτοιμα να δαγκώσουν, να αρθρώσουν, να σιωπήσουν, καθώς εκείνη περιπλανιόταν στην λασπωμένη άμμο του Νείλου. Ήταν κι η μητέρα της μαζί – πάντοτε ήθελε να επισκεφθεί την Αίγυπτο. Θα είχε, φαίνεται, παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία. Το νερό του Νείλου είναι πάντα θολό, άκουγε να λένε. Γιατί; Δεν θυμόταν να είχε πάρει απάντηση.
Τα νερά, πάντως, όπου κολυμπούσε τώρα η κυρία Μυρτώ ήταν καταγάλανα – λίγο ταραγμένα αλλά καθαρά. Είχε βουτήξει με τα ρούχα; Δεν την είχε δει να μπαίνει στην θάλασσα. Στην θάλασσα ή στον Νείλο; Και οι κροκόδειλοι; Τα δόντια! Μήπως ήταν δικά τους;
Κατευθυνόταν προς την οδοντίατρο. Μέσα σε ένα ιδιωτικό όχημα. Ποιος οδηγούσε; Έπρεπε να ήταν ήδη εκεί – είχε αργήσει. «Μια χαρά!», της λέει η Ανθή. «Δεν βλέπω τίποτα», «Πού σε πονάει;».
Η θάλασσα του Νείλου είχε αρχίσει να σηκώνει κύμα πέρα στον ορίζοντα. Το στόμα της είχε πια αδειάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου