ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 187
Τα πέντε διηγήματα που απαρτίζουν το παρόν βιβλίο είναι γραμμένα ανάμεσα στο 1965 και στο 1989∙ σε μια περίοδο, που θα τολμούσα να χαρακτηρίσω, σημαδιακή, τόσο για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα, όσο και για τις διεθνείς κοινωνικές-ιδεολογικές εξελίξεις (αποστασία, δικτατορία, διάσπαση του Κ.Κ.Ε., μεταπολίτευση, κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, πτώση του τείχους του Βερολίνου). Γεγονός που δεν μπορεί, παρά να είχε άμεσες -και έμμεσες- επιπτώσεις στον, ούτως ή άλλως, ευαισθητοποιημένο, και παθόντα σε/από τέτοιου είδους συμβάντα και καταστάσεις ποιητή και πεζογράφο της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς Πρόδρομο Μάρκογλου.
Παρέχοντάς του «υλικό» για μιαν «αφηγηματική», αυτή τη φορά, επαναπροσέγγιση και επαναδιαπραγμάτευση προσωπικών του βιωμάτων και κοινωνικής υφής ζητημάτων, ενδεικτικών μιας πραγματικότητας, κάτω από την απατηλά εφησυχασμένη επιφάνεια της οποίας παραμένουν ενεργές εστίες πικρών μνημών, για κάποιους αναζωογονητικών μιας αίσθησης ματαίωσης, διάψευσης και προδοσίας των νεανικών οραμάτων τους.
Η ατμόσφαιρα και στα πέντε διηγήματα του βιβλίου είναι, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, άλλοτε προφανώς και άλλοτε κατά τρόπο έμμεσο, φορτισμένη από μιαν αίσθηση ήττας, ίσως και εγκαρτέρησης, όχι όμως και παραίτησης. Με φόντο την Καβάλα του σήμερα υφέρπουν μνήμες και εντοπίζονται, με άκρα διακριτικότητα, οι συνέπειες ιστορικών, στην πλειονότητά τους, συμβάντων που καθόρισαν τη μοίρα της πόλης και των ανθρώπων της∙ συμβάντων όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, η απηνής καταδίωξη του εβραϊκού πληθυσμού και ο σφετερισμός της περιουσίας του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι διώξεις των αριστερών, ο ψυχρός πόλεμος, η τελευταία δικτατορία, η μικροαστική-κερδοσκοπική νοοτροπία που κυριάρχησε και καθόρισε τους τρόπους και τη συμπεριφορά των επιγόνων, συντηρητικών και αριστερών κλπ. Οι ήρωες και των πέντε ιστοριών, τουλάχιστον οι περισσότερο ενδιαφέροντες ψυχογραφικά, παλινδρομούν ανάμεσα σε ένα συγκεκριμένο ή ευρύτερα νοούμενο, πάντως τραυματικό, παρελθόν και σε ένα επίβουλο παρόν, διαβρωμένο από τις αναθυμιάσεις των όσων έγιναν αλλά και όσων δεν έγιναν, στην ολισθηρή έκταση του οποίου αγωνίζονται να επιβιώσουν, απορημένοι στη θέα ενός κόσμου που τίποτα δεν έχει να τους προσφέρει. Οι όποιες επιλογές τους προσκρούουν στην αδήριτη αναγκαιότητα της καθημερινότητάς τους, καθώς, διακατεχόμενοι, οι περισσότεροι, από τα ματαιωμένα ιδανικά μιας άλλης εποχής, συνειδητά ή ασυνείδητα συγκρούονται με τις επιταγές της εποχής τους, στερημένοι από το δικαίωμα να ονειρευτούν και να διεκδικήσουν το μερτικό τους έστω στην ουτοπία. Η οδυνηρή ανάμνηση της χαμένης συντροφικότητας, εξάλλου, υποδαυλίζει και μεγιστοποιεί την αίσθηση μιας αφόρητης ατομικότητας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το καθένα από τα πέντε διηγήματα που συνθέτουν το παρόν βιβλίο αποτελεί ένα ξεχωριστό, αποσπασμένο από το απερίφρακτο πλέγμα της σύγχρονης ζωής, τμήμα ή, καλύτερα, ένα σκηνικό συγκεκριμένων χωρικών διαστάσεων -οι χρονικές διαστάσεις μάλλον είναι καταργημένες-, όπου εκδιπλώνεται η ζωή και εκδηλώνεται η στάση ζωής των επιμέρους ηρώων του. Ό,τι στο μυθιστόρημα Καταδολίευση (2006) συνέβαινε σε ένα κάπως διευρυμένο αφηγηματικό-μυθιστορηματικό πλαίσιο, εδώ συμβαίνει σε κάπως περιορισμένους χώρους, υπαγορευμένους από τον εκάστοτε, αμέσως ή εμμέσως, έστω και υποθετικά, βιωματικό θεματικό εναυσματικό πυρήνα, με συνέπεια τα πρόσωπα να φωτίζονται από κοντινότερη απόσταση και να είναι ευκρινέστερα τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, οι συσπάσεις της αγωνίας ή οι συνοφρυώσεις της λύπης τους και, προπαντός, οι χειρονομίες που ακολουθούν τους συνεχείς αποχαιρετισμούς με άλλα πρόσωπα, πράγματα, οράματα και ιδέες. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην Καταδολίευση, όπου τα τριάντα τρία, σχετικά σύντομα, κεφάλαιά της αποτελούσαν, κατά κάποιο τρόπο, τμήματα-ψηφίδες μιας αφηγηματικής τοιχογραφίας, κάτω από την επιφάνεια της οποίας η ιστορία εξέπεμπε τις διαβρωτικές του παρόντος οσμές της, εδώ, τα πέντε σχετικά εκτενή αφηγήματα, παρά τη θεματική αυτοτέλειά τους, θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήματα-κεφάλαια ενός εν προόδω ευρισκόμενου μυθιστορήματος. Όπως συνέβαινε στο μυθιστόρημα έτσι κι εδώ, στα διηγήματα, τα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, εν επιγνώσει ή ερήμην τους, είναι θύματα της εποχής. Η διαφορά τους έγκειται, απλώς, στο ότι κάποια απ’ αυτά, έχοντας συλλάβει στρεβλά το νόημα των καιρών κι έχοντας απεμπολήσει τους όποιους ηθικούς, ιδεολογικής κυρίως υφής, ενδοιασμούς τους, με ελαστικοποιημένη τη συνείδησή τους, υπολογίζουν και κερδοσκοπούν, ενώ κάποια άλλα, δέσμια μιας μνήμης τραυματισμένης και τραυματικής, νοσταλγοί μιας άλλης, υπεσχημένης και ουδέποτε βιωμένης πραγματικότητας, εξακολουθούν, θεληματικά ή αθέλητα, να «καθοδηγούνται» και να καταπιέζονται από τις επιταγές μιας δίχως αντίκρισμα, στα σημερινά δεδομένα, ιδεολογίας.
Κι όλ’ αυτά, γιατί, όπως υποστήριζα πριν από χρόνια, μιλώντας για την ποιητική συλλογή του Μάρκογλου Ονείρων κοινοκτημοσύνη (2002), ο συγγραφέας είναι, εν τέλει, ένας «εθισμένος χρήστης της ιστορίας». Και σαν τέτοιος αισθάνεται απέχθεια για όσους, συνειδητά ή από άγνοια, αδιαφορούν για την «υπέρτατη θυσία των αφανών» και, προκλητικά, αρνούνται ή, παραδομένοι σε μια ψευδεπίγραφη, απατηλή, ευμάρεια, δεν μπορούν να ακούσουν τον «καλπασμό των αλόγων της ιστορίας» -που όλα τα αλέθουν»-, ούτε «φωνές αγαπημένες, λόγια του κάτω κόσμου», που ποτέ δεν έπαψαν να ακούγονται.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου