3/9/11

Ταξίδια στα Βαλκάνια (5)

Στρούμιτσα 1325-26

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Sophie Fardella- Cours de Sofy
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (περ. 1290/1 ή 1293/4 - μεταξύ 1358-61), μαθητής του πρωθυπουργού («μεσάζων») και «φιλόσοφου» Θεόδωρου Μετοχίτη, έζησε στην αυλή των δύο Ανδρονίκων Παλαιολόγων, ενώ στον ενδοδυναστικό πόλεμο (1341-47) αρχικά πήρε το μέρος του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού (1347-54). Έχοντας σπουδάσει, ανάμεσα σε άλλα, αστρονομία, κατάφερε, με τη χρήση αστρολάβου, να κάνει παρατηρήσεις που τον οδήγησαν στη σύνταξη ενός νέου ημερολογίου το οποίο ο Ανδρόνικος Β΄ δεν δέχτηκε να το επιβάλει, επειδή φοβήθηκε ότι οι «αμαθείς» θα προξενούσαν «μερισμόν της εκκλησίας» – πολύ αργότερα το ίδιο ημερολόγιο, γνωστό ως Γρηγοριανό, υιοθετήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ το 1582.
Ο Γρηγοράς στον αγώνα για την επικράτηση μιας μυστικής εκδοχής της ορθοδοξίας –τη λεγόμενη ησυχαστική έριδα– συντάχθηκε με τον γνωστό αντι-ησυχαστή Γρηγόριο Ακίνδυνο, δηλαδή τελικά με το μέρος των ηττημένων («φιλόσοφοι»). Μετά το 1347 η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τον αφόρισε. Το τέλος του δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο του δασκάλου του. Πέθανε έχοντας καρεί μοναχός, ενώ το λείψανό του διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Πόλης.
Στη Ρωμαϊκή Ιστορία του περιλαμβάνονται στιγμιότυπα από σκηνές της καθημερινής ζωής, που διακρίνονται για πρωτοτυπία και ζωντάνια, παρά κάποιες υπερβατικές αναφορές. Στο επόμενο απόσπασμα, από επιστολή την οποία περιέλαβε και στη Ρωμαϊκή Ιστορία του, ο Γρηγοράς εξιστορεί το ταξίδι του ως μέλος μιας πρεσβείας προς τη Σερβία, όταν ηγεμόνας ήταν ο Στέφανος Ούρος Γ΄ Ντετσάνσκι (1321-31) σύμμαχος και συγγενής εξ αγχιστείας του Ανδρονίκου Β΄.
Θα παρακολουθήσουμε την πορεία της πολυπληθούς αποστολής από το Στρυμόνα ως τα Σκόπια.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 


Πάσχα στη Στρούμιτσα

Ο Στρυμόνας ξεκινά από πλούσιες πηγές κι έχει βαθιές ρουφήχτρες. Λοιπόν, για να τον περάσουμε με ένα μικρό βαρκάκι, ένας-ένας, δυο-δυο, καμιά φορά και τρεις, με τα υποζύγια, ξοδέψαμε μεγάλο μέρος της ημέρας· γιατί ο αριθμός μας είχε φτάσει τις εφτά δεκάδες, μαζί με τα ζώα δυο φορές! –κι ήλιος είχε ξεπεράσει το μεσημβρινό και προχωρούσε να δύσει στον εσπερινό ορίζοντα. Και ενώ έπρεπε να κάνουμε  σταθμό να καταλύσουμε κάπου εκειδά, εμείς λαθέψαμε και προχωρήσαμε κι άλλο, με την ελπίδα ότι σίγουρα δε θα χρειαζόταν να πορευτούμε δεκαπέντε στάδια [=2,5χλμ.] και γρήγορα θα συναντούσαμε ικανοποιητικά καταλύματα. Αυτές οι ελπίδες μας δεν είχαν καλή τύχη, γιατί πρόσφατα κάποιες αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές είχαν κάνει τον τόπο εκείνο, από τη μια μέρα στην άλλη, έρημο κι ασύχναστο. Περιφερόμαστε σαν τίποτα νομάδες, έχοντας κρεμάσει την τύχη μας στο Θεό και σε αφανέρωτες ελπίδες. Κοντά στ’ άλλα είχε και νυχτώσει, ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι [Οδύσσεια, β 388] – και δεν φαινόταν το φεγγάρι… Έτσι λοιπόν πορευόμαστε μες στο πυκνό σκοτάδι, όπως συμβαίνει, λένε, σε όσους κατεβαίνουν στον Άδη από το Ταίναρο, ή στα υπόγεια μαντεία του Τρυφώνιου [στη Βοιωτία]. Κοντά στην ασέληνη νύχτα είχαμε, βλέπεις, και το σύσκιο από τα γύρω μας υψώματα· οι κορυφές τους μας έκρυβαν την όψη του ουρανού, τόσο που να μην μπορούμε ούτε κοιτώντας τ’ άστρα, όπως λεν, να καθορίσουμε με ακρίβεια κείνη την άτυχη πορεία μας. Ωστόσο εμένα ράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη [δ 481], γιατί είχα μπροστά μου δύσκολο δρόμο και μακρύ [δ 393]. Είχαμε πέσει σε ένα πυκνό κι ανώμαλο θαμνότοπο που είχε κάθε τόσο λόφους πολλούς και φαράγγια. Ούτε που το λογαριάζαμε πια πως τα παπούτσια κι οι χλαμύδες μας κουρελιάζονταν τελείως σκαλώνοντας στ’ αγκάθια, αλλά έφτασε να φοβόμαστε και για τα ίδια μας τα μάτια, έτσι πολλά κι αλλεπάλληλα που πέφταν με εχθρικές διαθέσεις στα πρόσωπά μας τ’ ακρόκλαδα από τα πουρνάρια. Παρατήσαμε λοιπόν τα γκέμια και τα καπίστρια, που με αυτά οδηγούσαμε τα άλογα, και προφυλάγαμε με τα χέρια τα πρόσωπά μας. Στο υπηρετικό προσωπικό που ακολουθούσε, χωρίς να πολυλογαριάζει τους φόβους μας, ήταν μερικοί που τραγουδούσαν λυπητερά τραγούδια, δόξες ηρώων που δεν ξέρουμε· τη φήμη μόνο ακούμε [Ιλιάδα Β 486]. Τα φαράγγια και τα κοιλώματα στα γύρω βουνά έπαιρναν τη φωνή και σαν να ήταν ζωντανά τη διατηρούσαν ακέρια, χωρίς να αλλοιώνουν την άρθρωση, και με τη σειρά τους αντηχούσαν και αντιφωνούσαν, όπως στις χορωδίες ακολουθώντας και τραγουδώντας τη μελωδία που είχε προηγηθεί.
Μέσα σ’ όλα αυτά εγώ προσπαθούσα να πειθαρχήσω τη σκέψη μου, να μη με πνίξουν οι πολλοί φόβοι∙ όμως αυτή αντιστεκόταν κι ήταν φανερό πως δεν έπαυε να μου κατηγορεί την άκαιρη πορεία. Μόνη της γύριζε κι ανακύκλωνε χωσιές και λωποδύτες, μην ξαφνικά μας πέσουν τίποτε φονιάδες από τα σκοτεινά και μας πετσοκόψουν με το σπαθί. Έτσι λοιπόν που πορευόμαστε, ξαφνικά, σηκώνονται κάποιοι από τα πέρα βράχια και τα φαράγγια, τυλιγμένοι σε κάτι μαύρα ρούχα από μαλλί και δέρματα (που τα είχαν γδύσει από τα ζώα, όσοι χρειάστηκαν), δαιμονικά φαντάσματα στ’ αλήθεια! Δεν ήταν ωστόσο οπλίτες πάνοπλοι, αλλά πολύ λαφριά οπλισμένοι, έχοντας οι περισσότεροι στα χέρια τους αγχέμαχα όπλα, λόγχες και πελέκια –τόξα κι ακόντια, μόνο κάτι λίγοι. Στην αρχή μας εξουθένωσαν με τον αιφνιδιασμό και το φόβο. Πώς να μη συμβεί αυτό; Βρισκόμαστε σε ξένους τόπους, σε ώρα δύσκολη, κι από πάνω μιλούσαν ξένη γλώσσα – άποικοι οι περισσότεροι αρχικά των Μυσών που κατοικούν στην πέρα μεριά και ζουν ανακατεμένοι με τους ομόφυλούς μας.
Ύστερα συνεφέραμε και μαζέψαμε τα μυαλά μας. Εκείνοι μας χαιρετούσαν χαρούμενα και φιλικά στη γλώσσα τους και δεν έδειχναν καμιάν απολύτως ληστρική διάθεση, είτε γιατί καθώς ήταν λίγοι και μικρόσωμοι έκριναν πως δεν θα τα κατάφερναν ως αντίπαλοι να πολεμήσουν εναντίον μας, που ήμαστε πολλοί, είτε γιατί τους εμπόδισε ο Θεός. Αυτό το τελευταίο πιστεύω και θεωρώ πολύ πιθανό, γιατί ντόπιοι καθώς ήταν και μαθημένοι να στήνουν ενέδρες σ’ εκείνους τους γκρεμούς, σε ώρα τόσο σκοτεινή, κι έχοντας το σύσκιο του δάσους απροσμάχητο σύμμαχο, θα μας πολεμούσαν τους ξένους, αν ήθελαν, σαν τους τυφλούς κάποιοι που βλέπουν. Παρόλα αυτά, όταν τους χαιρετίσαμε κι εμείς με τον ίδιο τρόπο –υπήρχαν ανάμεσα στους δικούς μας μερικοί που γνώριζαν κάπως τη γλώσσα τους–, με λίγα λόγια, μας εξήγησαν ότι ζουν σε αυτά τα μέρη για να φυλάγουν τους δρόμους και να αποδιώχνουν καθένα που ήθελε να έρθει κρυφά και να ληστέψει τους πιο κοντινούς τόπους.
Της νύχτας το ένα τρίτο είχε περάσει, όπως καταλαβαίναμε από κάποια αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι μας, και να που ακούστηκαν από μακριά γαυγίσματα σκυλιών, σαν τάχα να μας προσκαλούσαν και να μας έδειχναν πως η πολιτεία τους ήταν πολυάνθρωπη και μπορούσε να φιλοξενήσει ταλαιπωρημένους ανθρώπους, όχι βέβαια απόλυτα ικανοποιητικά αλλά και χωρίς μεγάλες ελλείψεις. Εκεί λοιπόν σκορπίσαμε με βιάση, άλλος στα πανδοχεία, σαν να είχαμε βρεθεί σ’ ένα οποιοδήποτε λιμάνι μετά από τρικυμία και ναυάγιο. Λένε πως κάθε ψωμί τού πεινασμένου του φαίνεται γλυκό, αλλά κι εμάς κείνη την ώρα, και μόνο να κυλιόμαστε στις στάχτες μας φαινόταν ευχάριστο και φιλάνθρωπο.
Την επομένη περπατήσαμε όλη μέρα και φτάσαμε σε μια μικρή πολιτεία, για να το πούμε έτσι, πάνω από τα σύννεφα, που οι ντόπιοι την έλεγαν Στρούμμιτζα, απομονωμένη σ’ ένα θεόρατο και τόσο απότομο βουνό, ώστε οι άνθρωποι που κάθονταν στις επάλξεις, όταν τους έβλεπες από την πεδιάδα κάτω, να μοιάζουν με πουλιά. Εδώ γιορτάσαμε και το Άγιο Πάσχα, με κάποια δυσφορία, όχι όπως το είχαμε συνήθεια από παλιά, αλλά το γιορτάσαμε. Για τους κατοίκους είναι, βλέπεις, παραμύθι εκεί η όλη μόρφωση και ο ρυθμός και η μελωδική μούσα της ιερής υμνωδίας –άνθρωποι που οι περισσότεροι μιλούν βάρβαρη γλώσσα και τα ήθη τους ταιριάζουν μια χαρά με τη σκαπάνη. Πέρα από τη μιξοβάρβαρη τη γλώσσα, δεν ήταν και το τραγούδι τους αρμονικό… αλλά αγροίκο και βουνίσιο, όπως θα τραγουδούσαν τα τσομπανόπουλα οδηγώντας το κοπάδι στις ράχες και στις ρεματιές την άνοιξη καθώς ξεχείλισε στους αρμεγούς το γάλα [Β 471].
Εκεί περάσαμε την ημέρα μας αποδίδοντας στη γιορτή αυτά που της ταιριάζουν και στον εαυτό μας κομμάτι άνεση και απραξία. Σκύβοντας πάνω από τα τείχη, σαν από σύννεφα, προς την πεδιάδα, κοιτούσαμε όλα όσα επικράτησε να γίνονται στα πανηγύρια και λογής-λογής χορούς αντρών στην πρώτη νιότη ή και νεότερων. Αυτό μας πρόσφερε το πανηγύρι εκείνο αντί για άλλη χαρά και καλοπέραση, [θέαμα] πολύ πιο ευχάριστο παρά στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, όταν ερχόταν ο καιρός να γιορτάσουν μπροστά στην πόλη οι πρώτοι τα Διάσια, οι άλλοι αυτά που λένε Υακίνθια. Για να είναι η χαρά μας μεγαλύτερη από τη δική τους, είχαμε με το μέρος μας την ευσέβεια κι ακόμα πως βρεθήκαμε ψηλά μες τα βουνά, έξω από τον τόπο μας, μακριά από τους δικούς μας, κι είχαμε βρει έναν τόπο σαν νησί στο μεγάλο πέλαγος. Τότε η χαρά, όποια κι αν είναι, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από όση είναι στην πραγματικότητα.
Από κει, σε τρεις μέρες φτάσαμε στα Σκόπια...

Πηγή: R. Guilland εκδ., Correspondance de Nicéphore Grégoras, Παρίσι 1927, επ. 12 “Τω Ζαρίδη κυρώ Ανδρονίκω”. Nεοελληνική μετάφραση Φάνη Κακριδή, Βήμα της Κυριακής 8-4-1990.

Δεν υπάρχουν σχόλια: