29/7/11

Ο διάλογος της λογοτεχνίας με τη ζωγραφική

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ, Η σχεδία, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 200

Η εικαστική στιγμή, καθώς υλοποιείται σε βάθος χρόνου, μέσα από διαδοχικές αναιρούμενες σκέψεις, έρευνες, απορρίψεις και διαλόγους, συνιστά από μόνη της ιστορικό γεγονός, το οποίο αντικειμενικά διαπραγματεύεται με την λογοτεχνία. Αυτό μοιάζει να ισχυρίζεται ο Μιχάλης Μοδινός στο τελευταίο του μυθιστόρημα που προγραμματικά ασχολείται με το «πώς η καταστροφή γίνεται τέχνη».
Κατ’ αρχήν το ιστορικό πλαίσιο: Στις 17 Ιουνίου του 1816, από το λιμάνι από το οποίο είχε πριν ένα χρόνο αναχωρήσει ο Ναπολέοντας για την εξορία του στην Αγία Ελένη, αποπλέει ένας στολίσκος με επικεφαλής την φρεγάτα «Μέδουσα», το καμάρι του Βασιλικού Ναυτικού και του Λουδοβίκου ΙΗ΄, με κατεύθυνση την Σενεγάλη. Το πλοίο μεταφέρει τον κυβερνήτη και την ομάδα που θα οργανώσει την αποικία με στόχο την επανεγκατάσταση των Γάλλων. Εξ αιτίας κακών χειρισμών –όπως θα αποδειχθεί αργότερα- αλλά και της υπεροψίας του πιστού στους Βουρβόνους πλοιάρχου Σωμαγιέ, η «Μέδουσα» θα αποσπαστεί από τα άλλα τρία σκάφη και θα προσαράξει σε αμμώδεις ύφαλους ανοιχτά των ακτών της Δυτικής Αφρικής.
Καθώς οι λέμβοι δεν ήταν αρκετές για τους τετρακόσιους περίπου επιβάτες, θα κατασκευαστεί μια τεράστια σχεδία, 140 περίπου τετραγωνικών μέτρων, που θα ρυμουλκηθεί προς την ακτή. Σ’ αυτήν επιβαίνουν 150 άτομα –ως επί το πλείστον οι πληβείοι της αποστολής- αλλά και τα βαρέλια με το κρασί που μεταφέρονταν στην αποικία.
Κάποια στιγμή, αδιευκρίνιστα πώς, τα σχοινιά σπάνε και η σχεδία παραμένει ακυβέρνητη στο πέλαγος, έρμαιο των κυμάτων, χωρίς εφόδια, χάρτες και όργανα. Οι λέμβοι δεν επιστρέφουν για να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Όταν, δυο εβδομάδες αργότερα, το πλοίο «Άργος» ανακαλύψει την σχεδία δεν θα έχουν απομείνει πάνω σ’ αυτήν παρά δεκαπέντε άτομα. Είναι οι επιζήσαντες από τις κακουχίες, τις τυφλές εξεγέρσεις, την πείνα και την δίψα, τις κρίσεις τρέλας και την αλληλοεξόντωση, ενώ καταγράφονται και φαινόμενα κανιβαλισμού. Σε ακραίες συνθήκες, ο με αγωνία και προσπάθειες αιώνων δομημένος δυτικός πολιτισμός, καταρρέει στην στιγμή, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους Γκουαρανί, που βλέποντας μετά από μία μάχη τους Ιησουίτες να θάβουν τους νεκρούς τους απορούσαν («Θεέ μου, τόσο χαμένο κρέας!»). Στη Γαλλία ξεσπά πολιτικό σκάνδαλο με ευθείες βολές στην άρτι παλινορθωθείσα Μοναρχία, ενώ το βιβλίο-μαρτυρία των επιζησάντων Κορρεάρ και Σαβινύ θα μετατραπεί σε λαϊκή μυθοπλασία.
Μέσα σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κι ενώ στο καφέ του Κορρεάρ που επονομάσθηκε «Η σχεδία της Μέδουσας» συχνάζουν οι νοσταλγοί της επανάστασης, ο νεαρός ζωγράφος Τεοντόρ Ζερικώ (1791-1824) αποφασίζει να καταθέσει τη δική του εικαστική συνεισφορά στη μυθολογία των γεγονότων. Ο Ζερικώ συνθέτει μια σειρά από σχέδια-στιγμές πριν επιλέξει την τελική εκδοχή, αυτήν της εμφάνισης στον ορίζοντα του ναυαγοσωστικού «Άργος». «Οφείλω να επιλέξω μία και μόνο στιγμή μέσα στην ιστορία», μονολογεί ο μυθιστορηματικός ζωγράφος του Μοδινού. Χαρακτηριστική όμως είναι η αγωνία του Ζερικώ για μια απεικόνιση που θα συνομιλεί με την πραγματικότητα. Όχι μόνον συζήτησε επί μακρόν με τους επιζώντες (τρεις εκ των οποίων, ο τοπογράφος Κορρεάρ –ίσως το alter ego του συγγραφέα– ο μαραγκός του καραβιού τον οποίο πλήρωσε αδρά για να του κατασκευάσει ένα πρόπλασμα της σχεδίας και ο Σαβινύ, ο γιατρός της αποστολής, φιγουράρουν στην τελική μορφή του πίνακα, δίπλα στο κατάρτι της σχεδίας) αλλά και νοίκιασε εργαστήριο απέναντι από το νοσοκομείο Beaujon για να μελετήσει την ανατομία των μελλοθανάτων.
Ο πίνακας θα παρουσιαστεί στο Σαλόνι του Παρισιού το 1819 με τίτλο «Σκηνή Ναυαγίου», αλλά τελικά η ισχυρή ενσωμάτωση του στην ιστορική πραγματικότητα θα κυριαρχήσει. Σήμερα ο τεράστιος πίνακας, μια εικαστική σχεδία διαστάσεων 491Χ716 εκτίθεται στο Λούβρο με τίτλο «Η σχεδία της Μέδουσας». Το συγκυριακό νικήθηκε και «ο πίνακας αρμενίζει τώρα στα πελάγη της ανθρώπινης περιπέτειας» όπως τονίζει ο συγγραφέας.
Αυτή την κατατεθειμένη ιστορικότητα αποφασίζει να προσκομίσει λογοτεχνικά ο Μιχάλης Μοδινός. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι ήρωες των μυθιστορημάτων του φεύγουν σε τόπους -αναφορά ακυρωμένων πολιτιστικών πραγματικοτήτων. Στο συγκεκριμένο τέταρτο μυθιστόρημά του επινοεί την κυρία Ζεπαρντιέ, μια γοητευτική γυναίκα-Ροβινσώνα, που αναζητώντας τη λύτρωση στους «θλιμμένους τροπικούς» επέβαινε στην Μέδουσα, και συζητά συχνά με τον ζωγράφο μεταφέροντας του τα όσα έγιναν στην σχεδία, μέσω της μαρτυρίας του υπηρέτη της Ζαν-Αριστίντ που ήταν ανάμεσα στους διασωθέντες. Γιατί, σε συνθήκες καταστροφής, η κοινωνική ιεραρχία ανατρέπεται δραματικά. Πάνω στην σχεδία ο Ζαν-Αριστίντ, όντας μαύρος, δεν υπέφερε ιδιαίτερα από τον ήλιο και τις κακουχίες. «Με δυο λόγια, ο Ζαν Αριστίντ διαισθανόταν, κύριε Ζερικώ, πως αν ήταν να επιβιώσει κάποιος απ’ αυτό το κακό, θα ήταν ο ίδιος».
Από την «Σχεδία» δεν απουσιάζει η κεντρική προβληματική της σχέσης της ανάπτυξης με τα πολιτιστικά μοντέλα, η οποία άλλωστε δεσπόζει στον δοκιμιακό έργο του Μοδινού που προηγείται χρονικά αλλά γεφυρώνεται με την λογοτεχνική του παραγωγή μετά από μια μακροχρόνια σιωπή. Σύμφωνα με τον David Apster, η αποικιοκρατία αποτελεί μια εκσυγχρονιστική δύναμη και ένα μοντέλο μέσω του οποίου διεθνοποιήθηκε ο εκσυγχρονισμός, ενώ ο Jean Baundrillard χαρακτηρίζει το μοντέρνο ως ένα χαρακτηριστικό τρόπο εκπολιτισμού που αντιτίθεται στον τρόπο της παράδοσης. «Θα εφαρμόσουμε όλες τις σύγχρονες μεθόδους της ιατρικής και της αγρονομίας, της δασολογίας και της μεταλλουργίας» θριαμβολογεί ο κυβερνήτης. «Δεν ξέρω αν η επιστήμη μας έχει πλήρη εφαρμογή στους τροπικούς, ίσως χρειάζεται άλλου τύπου έρευνα» αντιλέγει ο Κορρεάρ. Όλες οι δοκιμιακές ενστάσεις του Μοδινού ξεδιπλώνονται στο πέμπτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ένα από τα μισά του βιβλίου που τιτλοφορούνται «Τι δεν ζωγράφισε ο Ζερικώ».
Με αυτήν την βεβαιότητα της υπεροχής της και του ιστορικού της ρόλου σαλπάρει η «Μέδουσα», αλλά η ανεμόεσσα υπεροψία επί των ιστίων της αγνοεί την εμπειρία. Η άμμος, τα γλαροπούλια και οι γερανοί προαναγγέλλουν τους αμμώδεις υφάλους, αλλά η τεχνολογική αλαζονεία του πλοιάρχου τα αγνοεί. Έντρομη η κυρία Ζεπαρντιέ ανεβαίνει στην κουβέρτα: «Βρισκόμασταν στα ρηχά και δεν ξέραμε πώς να απεμπλακούμε, αυτό ήταν βέβαιο». Η τραγωδία έχει αρχίσει να παίρνει το ιστορικό της σχήμα. Εκτός αυτού, οι τροπικοί πάντα ήταν δύσκολος τόπος για κάθε είδους βεβαιότητες.

Ο Δημήτρης Κωστόπουλος είναι δοκιμιογράφος και συγγραφέας                                                                                                                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια: