ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
«Οι κοσμογονικές μεταβολές στην ιστορία του ανθρώπου, που πραγματοποιήθηκαν στους δύο τελευταίους αιώνες […], σάρωσαν και τον ολότελα αφελή, όσο και χαριτωμένο […] τρόπο, με τον οποίο εκφραζόταν η μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου [μέσω του παραμυθιού]. Αλλά αυτή η ανάγκη δεν ήταν μόνο θέμα μορφής. Ήταν και θέμα ουσίας. Η μορφή άλλαξε, στο βάθος η ανάγκη έμεινε η ίδια. Νέα είδη διηγήσεων εμφανίστηκαν, με τις οποίες ο άνθρωπος ζει τη γοητευτική ψευδαίσθηση της ελευθερίας του από τα δεσμά της ύλης. […] Ο άνθρωπος και σήμερα παραμένει, όπως θα έλεγε ο Πλάτων, «μυθοποιός»».
(Μιχαήλ Γ. Μερακλή, Τα Παραμύθια μας, εκδόσεις Εντός)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΝΟΥΔΑΚΗΣ-ΣΑΝΟΥΔΟΣ, Η Νεράιδα της θάλασσας και Δέκα Λαϊκά Παραμύθια, Εικόνες: Γιώργος Θεοδώρου, εκδόσεις Ταξιδευτής, σελ. 100
Στο Εισαγωγικό Σημείωμα της παρούσας έκδοσης ο Αντώνης Σανουδάκης, μιλώντας για τις μελέτες εκείνες που του έδωσαν «το έναυσμα, κατά τα πρώτα χρόνια τού φιλολογικού και λογοτεχνικού του ξεκινήματος, να ενσκήψει στο νεοελληνικό παραμύθι», αναφέρει και τις Ομηρικές έρευνες του Ι. Θ. Κακριδή, γεγονός καθόλου παράξενο ούτε, βέβαια, τυχαίο, ειδικά αν λάβει κανείς υπ’ όψιν και το βιβλίο τού Uvo Hölscher, Οδύσσεια.
Ένα έπος ανάμεσα στο παραμύθι και το μυθιστόρημα, όπου, μεταξύ άλλων, και σύμφωνα με την εξέταση του γερμανού πανεπιστημιακού, διαπιστώνεται ότι στην αφήγηση της Οδύσσειας (στο μεταίχμιο της μετάβασης από την εποχή της προφορικότητας στην εποχή της γραπτής μορφής της ποίησης) υπόκεινται ορισμένες «μικρές ιστορίες», τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε σε παραμύθια, μύθους, θρύλους και παραδόσεις (ο Σανουδάκης θυμάται τις ιστορίες τής Οδύσσειας κι όταν γράφει το δικό του παραμύθι).
Ένα έπος ανάμεσα στο παραμύθι και το μυθιστόρημα, όπου, μεταξύ άλλων, και σύμφωνα με την εξέταση του γερμανού πανεπιστημιακού, διαπιστώνεται ότι στην αφήγηση της Οδύσσειας (στο μεταίχμιο της μετάβασης από την εποχή της προφορικότητας στην εποχή της γραπτής μορφής της ποίησης) υπόκεινται ορισμένες «μικρές ιστορίες», τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε σε παραμύθια, μύθους, θρύλους και παραδόσεις (ο Σανουδάκης θυμάται τις ιστορίες τής Οδύσσειας κι όταν γράφει το δικό του παραμύθι).
Η προρρηθείσα προφορικότητα, μάλιστα, διασώζεται, ανέλπιστα όσο και ευπρόσδεκτα, στα προσφάτως εκδοθέντα Δέκα λαϊκά παραμύθια, καταγεγραμμένα όλα με μαγνητόφωνο κατά την περίοδο 1975-1993 και, στην συνέχεια, μεταφερμένα στο χαρτί σε άπταιστο λαϊκό κρητικό ιδίωμα. Η ίδια η «μικρή προϊστορία» αυτών των προφορικών αφηγήσεων ξετυλίγεται πολύ ζωντανά από τον συγγραφέα στο Εισαγωγικό Σημείωμά του, καθώς συμπεριλαμβάνονται εκεί και παρατηρήσεις για τον χρόνο, τον χώρο και τον ανθρώπινο περίγυρο εκείνων των αφηγήσεων, όπως και για τις κινήσεις του σώματος και τον τόνο τής φωνής των παραμυθούδων. Αυτή η «μιμική, υποκριτική τέχνη» των θειάδων και γειτονισσών, που απευθυνόταν σε παιδιά (αλλά και σε ενηλίκους) της μετεμφυλιακής εποχής «ως η μόνη τους (σχεδόν) χαρά και διασκέδαση», εντυπώθηκε ανεξίτηλα στην ψυχή τού Αντώνη Σανουδάκη, ο οποίος έχει δραστηριοποιηθεί γενικότερα για την καταγραφή τού πλούσιου λαογραφικού και ιστορικού υλικού τής Χερσονήσου Ηρακλείου (και όχι μόνον), οδηγώντας τον, τελικά, και στην δημιουργία ενός δικού του παραμυθιού, του ενδέκατου στην παρούσα έκδοση, εμπνευσμένου από ένα εκ των προηγουμένων αλλά και διαφοροποιούμενου από εκείνο.
Στο ίδιο Εισαγωγικό Σημείωμα ο Σανουδάκης καταγράφει και ορισμένα πολύ χρήσιμα στοιχεία, τόσο για τις κατηγορίες κατά Aarne–Thompson (πριν την αναθεώρηση του Καταλόγου από τον Hans-Jörg Uther το 2004) στις οποίες ανήκουν τα δέκα παραμύθια, όσο και για τις (κειμενικές) σχέσεις που τα συνδέουν είτε με άλλα ελληνικά παραμύθια είτε με μυθολογικές αναφορές, ιστορικά πρόσωπα και λογοτεχνικά πρότυπα. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται, δε, στο γεγονός ότι δύο από τα παραμύθια συναποτελούνται από πεζή και ποιητική αφήγηση (βλ. σχετικά και την μελέτη «Τα Τραγούδια των Παραμυθιών» στο ως άνω βιβλίο του Μ. Γ. Μερακλή). Τέλος, αναγνωρίζεται από τον υπεύθυνο της έκδοσής τους ότι η γλώσσα των παραμυθιών είναι οπωσδήποτε δύσκολη για τον σημερινό αναγνώστη (ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει το φροντισμένο Γλωσσάρι στο τέλος τού βιβλίου, λειτουργικό, θα έλεγα, και ανεξαρτήτως των παραμυθιών), ενώ, φυσικά, αυτή η γλώσσα είναι θησαυρός για τον ερευνητή και αξίζει να διασωθεί ως «πρότυπο λαϊκού λογοτεχνικού λόγου».
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στην πολύ όμορφη ρεαλιστική εικονογράφηση του τόμου, για τον δημιουργό τής οποίας, όμως, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε κανένα βιογραφικό στοιχείο. Από την άλλη, είναι συγκινητική η έγνοια του Αντώνη Σανουδάκη να απαθανατίσει τα ονόματα των αφηγητριών–παραμυθούδων, προφανώς ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ανιδιοτελή συνεισφορά τους και στην δική του ηθική και ψυχολογική συγκρότηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου