18/6/11

Η κρίση της ΟΝΕ και οι δρόμοι για την Ευρώπη

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΡΓΕΙΤΗΣ & ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΡΑΤΖΑΝΗΣ, Οικονομική πολιτική σταθεροποίησης και αστάθεια στην ΟΝΕ, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 212

Χριστόφορος Κατσαδιώτης- Μανάβικο
Το βιβλίο των Γ. Αργείτη, επίκουρου καθηγητή στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, και του συνεργάτη του Α. Κορατζάνη, εξετάζει κριτικά το μοντέλο της λεγόμενης «νέας συναίνεσης», το οποίο διαμορφώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες στη βάση της πολιτικής φιλοσοφίας του οικονομικού φιλελευθερισμού. Το μοντέλο αυτό, εδώ και δύο δεκαετίες, αποτελεί τη θεωρητική βάση της ασκούμενης πολιτικής και είναι αυτό στη βάση τού οποίου διαμορφώθηκε η συνθήκη του Maastricht και η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η πρωταρχικότητα του αντιπληθωριστικού στόχου, η εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης και η πεποίθηση ότι οι αγορές έχουν την ικανότητα να αυτορυθμίζονται, είναι μερικές από τις κεντρικές ιδέες αυτής της «νέας συναίνεσης».    

Το βιβλίο αναλύει το υπόδειγμα της νέας συναίνεσης σε τρία επίπεδα: πρώτον, σ’ εκείνο των ιδεών, δεύτερον σ’ εκείνο των συμφερόντων και τρίτον στο επίπεδο της πολιτικής και των αποτελεσμάτων της.             

Η αποτυχία του θεωρητικού υποδείγματος στην πράξη

Οι συγγραφείς, με την ανάλυσή τους, καταρρίπτουν την ιδεολογία του μονόδρομου, αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική στο υποτιθέμενο ισχυρό της σημείο, δηλαδή τη ρεαλιστικότητά της. Οι συγγραφείς επαναπροσδιορίζουν την έννοια της «ρεαλιστικής» πολιτικής, μεταθέτοντας τα πεδία αναφοράς, από τη δυνατότητα αποδοχής ή επιβολής μιας πολιτικής σε εκείνα των θεωρητικών παραδοχών, στη βάση των οποίων χαράσσεται πολιτική, τη σχέση αυτών των παραδοχών με την πραγματικότητα, καθώς και τα αποτελέσματα της εν λόγω πολιτικής. Παραθέτουν ένα πλήθος παραδοχών, που η τρέχουσα κρίση έδειξε την αβασιμότητά τους, όπως η θεωρία περί της αποτελεσματικότητας των αγορών και η υποτιθέμενη ικανότητα αυτορρύθμισής τους. Οι λανθασμένες αυτές παραδοχές, εκτός των άλλων, δικαιολόγησαν την χωρίς όρους ή όρια πιστωτική επέκταση, την αποχαλίνωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την παραγνώριση των κινδύνων από τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, παραδοχές που κυριάρχησαν στην άσκηση της πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες και συνέτειναν στην εκδήλωση και την ένταση της κρίσης.
Οι συγγραφείς αμφισβητούν επίσης, με τρόπο πειστικό, την υπόθεση ότι η ελαχιστοποίηση του πληθωρισμού μεγιστοποιεί τις δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Με τη βοήθεια εμπειρικών μελετών, δείχνουν ότι το ύψος του πληθωρισμού, πάνω από το οποίο δημιουργούνται κίνδυνοι αστάθειας ή εμπλοκής της οικονομίας, δεν είναι σταθερό στο χρόνο ούτε είναι το ίδιο μεταξύ των διάφορων οικονομιών. Τούτο σημαίνει πως η εμμονή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να έχει σταθερό «πληθωριστικό στόχο», και μάλιστα κάτω του 2%, στερείται ρεαλιστικής βάσης και στην πραγματικότητα λειτουργεί ως μηχανισμός δημιουργίας ύφεσης, ανεργίας και αναπτυξιακών ασυμμετριών εντός της ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, η σταθερότητα των τιμών, με τον τρόπο αυτό, συνεπάγεται πως το μέγεθος της ύφεσης, το ύψος των μισθών και της ανεργίας, αναδείχνονται σε κεντρικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς στα υποδείγματα που στηρίζονται στη «νέα συναίνεση», γεγονός που επιβεβαιώνεται και στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Ήδη πριν από την κρίση, η ευρωζώνη χαρακτηριζόταν από υψηλή ανεργία και αναιμική οικονομική μεγέθυνση. Όμως η κρίση της ευρωπαϊκής ΟΝΕ δείχνει, με ακόμη πιο αδιαφιλονίκητο τρόπο, την αποτυχία του θεωρητικού υποδείγματος της «νέας συναίνεσης» στην πράξη.  

Η ζώσα αντίθεση κοινωνίας και χρηματιστικού κεφαλαίου

Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας και του περιεχομένου της ρεαλιστικής πολιτικής, στο πεδίο των θεωρητικών παραδοχών και των αποτελεσμάτων της πολιτικής, αναδεικνύει το ερώτημα σχετικά με την κοινωνική μεροληψία των θεωρητικών επιλογών και για τη σχέση ανάμεσα στις θεωρητικές ιδέες, τις κοινωνικές τάξεις και τα κοινωνικά συμφέροντα.
Οι υποστηρικτές της «νέας συναίνεσης» συγκαλύπτουν το ερώτημα μέσα από τη «φυσικοποίηση» των αγορών και την «τεχνικοποίηση» της πολιτικής. Οι αγορές, με έναν τρόπο μυστικιστικό, κατανοούνται ως φυσικές δυνάμεις, που διέπονται από μια «φυσική τάση» να ισορροπούν σε κάποια «φυσικά όρια».
Οι συγγραφείς αποδομούν τα επιχειρήματα αυτά, δείχνοντας ότι, τελικά, δεν είναι οι ιδέες και οι θεωρητικές υποθέσεις που στερούνται ρεαλιστικότητας, αλλά είναι τα συμφέροντα, που οι εν λόγω ιδέες αντιπροσωπεύουν ή εξ αντικειμένου υπηρετούν, που βρίσκονται σε αντίθεση με τις ανάγκες της κοινωνίας.
Οι προσεγγίσεις π.χ. που ιεραρχούν ως πρώτιστο στόχο της πολιτικής τον πληθωρισμό αντί της πλήρους απασχόλησης, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες αλλά εξυπηρετούν πρωτίστως τα συμφέροντα των αγορών χρήματος και κεφαλαίου, των εισοδηματιών και γενικά των κατόχων πλούτου με τη μορφή κινητών αξιών.
Προφανώς, σ’ ένα καθεστώς πλήρους απασχόλησης η σταθερότητα των τιμών είναι ένα κοινό αγαθό που λειτουργεί προς το συμφέρον όλων. Όμως, χωρίς την πλήρη απασχόληση, η αντιπληθωριστική εμμονή εκφράζει μια ταξική μεροληψία, που, για να προστατευθεί η ονομαστική αξία του υπερσυσσωρευμένου κινητού πλούτου και οι απαιτήσεις επί των μελλοντικών κερδών, θυσιάζονται η εργασία, η απασχόληση, τα κοινωνικά, ακόμη και πολιτικά δικαιώματα. Αντίθετα, προσεγγίσεις και στρατηγικές που ιεραρχούν ως πρώτιστο στόχο την πλήρη απασχόληση, εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εργασίας αλλά και της κοινωνίας συνολικά.
Στην πραγματικότητα, επομένως, δεν είναι μόνο η θεωρητική κατασκευή της «νέας συναίνεσης» που δεν είναι ρεαλιστική. Είναι τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου που βρίσκονται σε αντίθεση προς τις ανάγκες της εργασίας και της κοινωνίας συνολικά. Αυτή την υπαρκτή και ζώσα αντίθεση προσπαθεί να αποκρύψει ο κυρίαρχος λόγος, περί μονόδρομων και της απουσίας υποτίθεται ρεαλιστικών εναλλακτικών επιλογών.

Για την επανίδρυση της Ενωμένης Ευρώπης


Το ανά χείρας βιβλίο συνιστά συμβολή ακριβώς στο πεδίο αυτό, της συζήτησης δηλαδή για εναλλακτικές, ως προς το κυρίαρχο μοντέλο, πολιτικές. Οι συγγραφείς θεμελιώνουν την ανάγκη για εναλλακτική πολιτική, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε εκείνο των αποτελεσμάτων της ασκούμενης πολιτικής. Το δίλημμα που αναδεικνύεται είναι σαφές. Η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας στη βάση του κυρίαρχου υποδείγματος περιθωριοποιεί τον κόσμο της εργασίας, συρρικνώνει το κοινωνικό κράτος, αλλά θέτει ερωτήματα ακόμη και για το μέλλον της Ε.Ε. Οι αλλαγές που προωθούνται με το σύμφωνο για το ευρώ και τις άλλες διευθετήσεις που τώρα θεσμοθετούνται, αυξάνουν το δημοκρατικό έλλειμμα και αναζητούν διέξοδο σε νέους μηχανισμούς πειθαρχίας και τιμωρίας, παρά στην κατά μέτωπο αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων. Το βιβλίο λοιπόν συμβάλλει στο να κατανοηθεί η ανάγκη «επανίδρυσης» της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε νέες βάσεις.
Οι συγγραφείς δείχνουν ότι υπάρχει δυνατότητα για μια εναλλακτική πορεία με ένα άλμα της Ευρώπης προς τα μπροστά, με έναν ισχυρό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, με ένα νέο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με μια νέα αρχιτεκτονική, η οποία «θα προτάσσει την πλήρη απασχόληση και την αναδιανομή σε βάρος της χρηματιστικής ελίτ και των κερδοσκοπικών αγορών χρήματος και κεφαλαίου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν (σελ. 193).
Αυτό, βεβαίως, από μόνο του, δεν συνιστά υπέρβαση του καπιταλιστικού χαρακτήρα των οικονομιών της Ε.Ε. ούτε συνδέεται αναπόφευκτα με το στόχο για μια επανίδρυση της Ευρώπης στη βάση του σοσιαλισμού. Όμως ένα τέτοιο άλμα θα συνιστούσε μια ριζική προοδευτική αλλαγή. Προϋποθέτει όμως την ήττα του κυρίαρχου υποδείγματος, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, την αλλαγή των κοινωνικών και των πολιτικών συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και την αποφασιστική διεύρυνση της Δημοκρατίας σε κάθε χώρα ξεχωριστά και στην Ευρώπη συνολικά.
Οι συγγραφείς δεν επεκτείνονται στο πώς μια τέτοια αλλαγή υποδείγματος μπορεί να επιτευχθεί. Μας θέτουν όμως ενώπιον κάποιων θεμελιωδών απαιτήσεων. Η ανάλυσή τους μας υπενθυμίζει ότι μια εναλλακτική στρατηγική θα πρέπει να συγκροτηθεί και στα τρία αυτά επίπεδα, τη θεωρητική θεμελίωση, το κοινωνικό κίνημα, το πολιτικό σχέδιο, πράγμα που, αν και αυτονόητο, συχνά παραγνωρίζεται, ακόμη και στο χώρο της Αριστεράς, είτε εξ αιτίας στείρων δογματισμών είτε εξ αιτίας ενός ατελέσφορου εμπειρισμού και ερασιτεχνισμού.

Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο Αϊνστάϊν λέει πως εάν δεν έχεις το κατάλληλο αποτέλεσμα αλλάζεις τα δεδομένα ανάλογα με την Ευρυζωνική κρίση εφόσον η Απασχόληση δεν αντιστρατεύεται το Κεφάλαιο αλλά το ομώνυμο σύγγραμα τού Μαρξ όπου η Απασχόληση συνιστά μέσον υλοποίησης τού Κεφαλαίου. Ωστόσο μπορεί κανείς να συμβουλευθεί τον επιστημονικό σοσιαλισμό εάν εφαρμόσει Δεδομένα περί της αύξησης των ποσοτικών παραγωγικών δεδομένων αντί να σκιαμαχεί με την εμμονή τού χρηματιστηριακού κεφαλαίου προσφέροντας άλλοθι γκρίζας και ανώφελους διαφημιστικής υπηρεσίας, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως νήμα εξόδου ... από την γενικότερη κρίση.