4/6/11

Το μόνο τίμιο δώρο προ του θανάτου: το πένθος

Μνήμη Γιάννη Βαρβέρη



Αναρωτιέμαι, αν και κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι ο Γιάννης Βαρβέρης, στην τελευταία ποιητική του συλλογή (Ο άνθρωπος μόνος, 2009), θέλησε να «αναμετρηθεί» με ισχυρά σύμβολα και παγιωμένες, απαρασάλευτες, δοξασίες της εκκλησίας, καθώς και με πρόσωπα περιβαλλόμενα τον φωτοστέφανο της αγιοσύνης. Τι μπορεί να ήταν εκείνο που τον ώθησε στην έκφραση των αντιρρητικών, στα πατροπαράδοτα, ενίοτε παραμυθητικά, σύμβολα και κελεύσματα της θρησκείας, απόψεών του. Πιθανότατα η κορυφωμένη, η υπέρογκη υπαρξιακή αγωνία του, σκέφτομαι, και ένας «θυμός λυπημένος» για όλα όσα για καιρό και ακατάπαυστα έθεταν σε δοκιμασία την πνευματική και τη σωματική του υπόσταση× αυτά, σε συνδυασμό με την επίγνωση της θνητότητάς του και την ολοένα διογκούμενη απορία για την προσωπική του μοίρα, τον όπλισαν με το θάρρος να εναποθέσει στον βωμό της υπερυψωμένης, πανίσχυρης και κρατικοποιημένης ματαιότητας τις ζυμωμένες και κραταιωμένες με/από πείρα ζωής αμφιβολίες και αντιρρήσεις του.
Να επιδοθεί -στο πεδίο της ποίησης, στο μόνο πεδίο που αισθανόταν οικεία και ασφαλής- στον αποσκορακισμό βιβλικών προσώπων, συμβάντων και καταστάσεων από τις σκόπιμα μυθοποιημένες και εναρμονισμένες με την έννοια του θείου πτυχές τους, να καταδείξει την ανεπάρκειά τους να προσφέρουν παραμυθία σε κάποιον που, όπως αυτός, αισθάνεται καθημαγμένος και, κυρίως, στερημένος από οποιοδήποτε μεταφυσικό έρεισμα.
Στη σμιλεμένη από το πάθος αυστηρότητα και στο αγέλαστο πρόσωπο του Θεού ο Γιάννης Βαρβέρης, άλλοτε νηφάλιος και άλλοτε οιστρηλατημένος από το αίσθημα της αδικίας, αντιπαραθέτει την προσωπική του οδύνη και τολμά να διεκδικήσει το ελάχιστο: το προνόμιο της μεταθανάτιας ηρεμίας, αφού κι αυτή ακόμα τίθεται εν αμφιβόλω, αν πιστέψει κανείς τα περί «λογοδοσίας» και «κρίσης» στην άλλη παρουσία. Αμφισβητεί το οικοδομημένο με την έπαρση του μαρτυρίου κοσμικοποιημένο χριστιανικό «καθεστώς»× αντιδρά στις παραπλανητικές περί σωτηρίας επαγγελίες, αντιτείνοντας την ταπεινότητα και την οικειοθελή «αποχωρητικότητα», αποδεχόμενος τη σισύφεια μοίρα του ανθρώπου που, δοκιμασμένος, διδαγμένος από την ακύρωση ακόμα και των πιο απλών, καθημερινών, θαυμάτων, δεν προσδοκά και δεν ελπίζει. Αμφισβητεί και είναι πλήρης υποψίας μπροστά στα διατυμπανιζόμενα και καθ’ υπερβολήν προβαλλόμενα λαμπρά βιβλικά παραδείγματα ακλόνητης πίστης× συγκινείται μόνο απ’ όλους όσοι, όπως κι αυτός, ταλανίζονται και ταλαντεύονται ανάμεσα στο εγκόσμιο σωστό και άδικο, ανάμεσα στη φθαρτή τους φύση και στην παραμυθητική ψευδαίσθηση συμμετοχής τους στο θείο.
Αρνείται και αντιστρέφει παραβολές και αλληγορίες× απαρνείται «παραδεδομένες» βεβαιότητες× απεμπολεί ακόμα κι αυτή τη για τον πολύ κόσμο προστατευτική ιδιότητα του μέλους της χριστιανικής κοινότητας και θεωρεί στήριγμά του, επιβεβαίωση και μέτρο της ανθρωπιάς του, την οδύνη. Κλέος του έχει τη συνείδηση της μοναξιάς του και την ενδιάθετη, αμφιρρέπουσα τάση του προς οδυνηρό αλλά και προς το κατευναστικό του πνεύματος και της ψυχής «φαιδρό», με το τελευταίο να λειτουργεί και ως τεκμήριο του στενότατα συνυφασμένου με την ανθρώπινη φύση, παντού και πάντα ελλοχεύοντος, λάθους. Δεν δέχεται την ανθρώπινη φύση του Χριστού, που η παράδοση θέλει μονίμως αυστηρό και αγέλαστο, εκπρόσωπο μιας υπέρτατης δύναμης που, στην εγκόσμια εκδοχή της, επιδιώκει, σχεδόν εκβιαστικά, την ένταξη του ανθρώπου στο ποίμνιο της εκκλησίας, στους κόλπους της οποίας παραιτείται οικειοθελώς από το δικαίωμα της αμφιβολίας και της διαλεκτικής αντιπαράθεσης, με μοναδικό αντίτιμο τη «γλυκιά ψευδαίσθηση» της ελπίδας ή την εξασφάλιση της δυνατότητας  της καταφυγής του μπροστά στον φόβο ή τον κίνδυνο του θανάτου.
Γέννημα θρέμμα της αμφιβολίας, ο Γιάννης Βαρβέρης, αντιδρά, με όση βιαιότητα του επιτρέπει η νηφάλια λύπη του, στο ενδεχόμενο της παντοιοτρόπως καθησυχαστικής θρησκευτικής κατάνυξης  (Κανένας πια μες στην κατάνυξη δεν αμφιβάλλει/ πως με ασφάλεια πλησιάζει η σωτηρία/ Κίνδυνος μέγας/ κι απ’ τον οποίο με τη φυγή μας/ πρέπει να σωθούμε) και απορεί, πώς αγαπημένα του πρόσωπα -οι γονείς του- τον παρέδωσαν, ερήμην του, στην «οργανωμένη ανάσα». Εγκάτοικος της λύπης, αυτός, αρνείται πεισματικά να ενδώσει και να δελεαστεί από τα κελεύσματα και τις υποσχέσεις του ιερατείου× φυλάει σαν πολύτιμα τιμαλφή της ζωής του τις αναπόφευκτες αμαρτίες του, τις οποίες ποτέ δεν πρόκειται να αποκαλύψει ή να επικαλεστεί ενώπιον του Θεού, μόνο και μόνο για να βρει, επιτέλους, το νόημά της η πομπωδώς διατυμπανιζόμενη συγγνώμη του. Όσο για τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης (Χριστούγεννα και Πάσχα), απογυμνωμένες πια από την αίγλη του θαύματος που άλλοτε τις περιέβαλλε, δεν είναι παρά οι συμπληγάδες απ’ όπου περνά ο κάθε απόβλητος ή «ανάπηρος» της ιστορίας, για να βιώσει, στη μοναξιά του, τη γνήσια απελπισία.
Ήδη, από τη συλλογή Στα ξένα (2001), ο Γιάννης Βαρβέρης είχε αρχίσει να εκφράζει, όλο και ευκρινέστερα, το «σύνδρομο του μετανάστη» που τον κατέτρεχε, μην επιτρέποντάς του να αισθάνεται οικείος πουθενά, ούτε καν στο σώμα του, την πιο μακρινή του πατρίδα. Νοσταλγούσε την πατρίδα του και επαναπατριζόμενος νοσταλγούσε τον τόπο της ξενιτιάς του. Εκπατρισμένος ή επαναπατριζόμενος, αισθανόταν ανέστιος, διατηρώντας πάντα νωπές τις μνήμες που αποτελούσαν τον συνδετικό, με αγαπημένα πρόσωπα, τόπους και χρόνους παραμυθητικούς, ομφάλιο λώρο. Μνήμες που τον συνείχαν και τον ενίσχυαν στη «λυπημένη» του προσπάθεια  να ζήσει σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, που όχι μόνο δεν είχε τίποτα να του προσφέρει, αλλά και του επέτεινε την αίσθηση της κοινωνικής δυσανεξίας. Στο σύνδρομο του ξενιτεμένου -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- ήρθε, κάποια στιγμή, να προστεθεί η αίσθηση του «απόβλητου» και του «ανάπηρου» της ιστορίας× η κατασταλαγμένη βεβαιότητα ότι το μόνο τίμιο δώρο προ του θανάτου είναι το πένθος, μπροστά στο οποίο όλες οι άνωθεν ψευδεπίγραφες υποσχέσεις ωχριούν, μην μπορώντας να το υποκαταστήσουν. Τον έθαλπε, πάντως, η σκέψη ότι στάθηκε στη ζωή του «έμπορος κακός», και ότι προσέφερε δωρεάν τα βαρύτιμα σκεύη της ψυχής του, τα ποιήματα, σε αντίθεση με τα «μηδενικού κόστους», αμφίβολης αξίας κι ωστόσο εμφαντικά και εκ του πονηρού  προσφερόμενα προϊόντα του πολυκαταστήματος «Η Ελπίς», τουτέστιν της Εκκλησίας.    

Ο Κώστας Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: