ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πριν από λίγες εβδομάδες το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μετονόμασε την «Αίθουσα Λόγου και Τέχνης» σε «Αίθουσα Λόγου και Τέχνης ‘Δημήτρης Χατζής’», τριάντα ακριβώς χρόνια μετά το θάνατο του Γιαννιώτη λογοτέχνη, φιλολόγου και πολιτικού διανοουμένου. Ως προσκεκλημένος ομιλητής της Φιλοσοφικής Σχολής έδωσε τις εξής διαλέξεις: «Η λαϊκή ποίηση στις βενετοκρατούμενες περιοχές» (29, 30, 31 Μαρτίου 1976) και «Από το Δημοτικισμό στη γενιά του ’30» (29, 30 Μαρτίου 1979). Η αρχική επίσκεψη συνέπεσε με το πρώτο του Πάσχα, «μετά από είκοσι επτά χρόνια ξενιτεμού», στη γενέθλια πόλη. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1976, κυκλοφορεί το Διπλό βιβλίο, για να επακολουθήσει σειρά συνεντεύξεων, και με αφορμή τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου.
Ξαναβλέποντας την εκπομπή του Φρ. Γερμανού «Πορτραίτο» (20.1.1977) και ενθυμούμενος τις ρητές υπομνήσεις του Χατζή, ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω τη «διαλεκτική» αυτής της μυθιστορίας.
Το τριαδικό σχήμα της ιστορίας, με μικρές παραλλαγές στη διατύπωσή του, κυριαρχεί στις συνεντεύξεις και τις διαλέξεις του Χατζή που άμεσα ή έμμεσα αφορούν και το Διπλό βιβλίο. Το αρχικό σημείο αυτών των επεξηγήσεων συνάπτεται με την κατανόηση της ιστορικής αναγκαιότητας της μη επιστροφής («είτε το θέλουμε είτε όχι») στον κόσμο που χάνεται: «Είμαστε όλοι παιδιά της κοινωνίας αυτής», της τωρινής, «όχι μόνο στις οικονομικές μας σχέσεις, όχι μόνο στον τρόπο της ζωής μας αλλά και στις πνευματικές μας δραστηριότητες» (1975/1985: 40).
Το κύριο βέβαια ενδιαφέρον του μυθιστοριογράφου είναι να αποδώσει τον κόσμο που «απέρχεται», τον «μεταβατικό» κι αυτόν που «έρχεται». Τι θα ήταν, απέναντι σ’ αυτήν την τριάδα των κόσμων, μια «καταφατική αντίληψη του ανθρώπου και της ζωής μέσα στον απαρνημένο κόσμο των ιδεών, των αρχών, των μορφών και των κοινωνικών σχέσεων που εξακολουθούν να ισχύουν»; Ακριβώς, «μπορεί να είναι το προμήνυμα της αναγέννησης του αύριο μέσα στην παρακμή του σήμερα». Δηλαδή, τώρα, που το «χτες συνεχίζεται ακόμα, η μετάβαση συνεχίζεται ακόμα και το αύριο δεν υπάρχει ακόμα» (φθιν. 1980: 4). Σ’ αυτό το τρίπτυχο συντίθεται ό,τι ο Χατζής ονομάζει «ιδεολογία», εφόσον διαρκώς ανατροφοδοτείται ως θεωρητική σκευή με τα «βιώσιμα στοιχεία της παράδοσης», με την «αντίληψη των σημερινών προβλημάτων» και με την «προοπτική της αυριανής ζωής» (Νοέμβρ. 1975∙ 16.8. 1985: 43· 1980· 16. 8.1985: 35· βλ. και 1979∙ 2005: 200· 27.11.1974=Γουλανδρής 1991: 715).
Ως προς την εσωτερική κατανομή των κεφαλαίων του Διπλού βιβλίου, με τα «γερμανικά» και αντίστοιχα τα «ελληνικά» θέματα, ο Χατζής υπενθυμίζει ότι η αποβλεπτικότητά του ως μυθιστοριογράφου είναι η αποτύπωση μιας «εποχής δραματικά μεταβατικής». Έτσι, τα τέσσερα κεφάλαια αφορούν τον κόσμο που φεύγει («και μέσα στα ελληνικά δεδομένα αλλά και παγκόσμια») και τα άλλα τέσσερα στον «κόσμο που έρχεται». Ο «φορέας και δημιουργός του καινούργιου κόσμου» σκιαγραφείται «τυφλός και ανοιχτομάτης μαζί», «πανέξυπνος και θεόκουτος», που συνάμα αναζητά στη «μεγάλη πολιτεία να βρει τον εαυτό του». Πρόκειται, επαναλαμβάνοντας τη φράση του μυθιστορήματος, για τον «ξενώτερο απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων» (6.-12.1.1977). Αυτός ο «ξεριζωμένος» και «αλλοτριωμένος» (1975/1989: 194) δίδει ως «μέτρο της δυστυχίας» τη «μοναξιά», ό,τι ακριβώς συνιστά τον «απανθρωπισμό του ανθρώπου» (1979: 13).
Ποιος ακριβώς είναι ο Κώστας της μυθιστορίας; Από το «ξυλάδικο» του Βόλου μεταναστεύει στη Στουγκάρδη για να γίνει στο «Άουτελ» χαμάλης «κανονικότατος», τόσο που μπορεί κάποτε να γράψει «και καμιά διατριβή» για τους χαμάληδες όλου του κόσμου» (20· για τους χαμάληδες και τον «Χαμάλαρο» των Ανυπεράσπιστων βλ. 1966: 59, 62, 63). Γιατί τάχα να τοποθετείται ο συγγραφέας, με ή χωρίς εισαγωγικά, στην «κατώτερη» κλίμακα της χειρωνακτικής εργασίας; Κατά τη διευκρίνιση του Χατζή, μια τέτοια επιλογή επιτρέπει στον ήρωά του να «μιλάει η ψυχή του», σκοπεύοντας «πιο εύκολα» στο «κέντρο» από ό,τι θα ήταν μια διαμεσολαβημένη γνώση «από το σχολειό, από σοφίες ή από φιλοσοφίες και λοιπά» (Νοέμβρ. 1976-Φεβρ. 1977: 43). Και πώς εξωτερικεύεται ο Κώστας; Όχι με τον τρόπο του λοχαγού Λιαράτου, θαμώνα του καφενείου σε μιαν άλλη πόλη της «παρακμής»—με τους δικούς της «νικημένους» και όσους «απόμειναν ξένοι» μέσα της—που «με τους κουτούς ήξερε να μιλάει φιλοσοφώντας και γενικεύοντας» (1963: 130, 132, 153, 155, 133). Αλλά με την αυτοκατανόηση ότι ενεργεί ως «χαζοπούλι»: «έτσι γεννήθηκα — τέτοιος απόμεινα». Βέβαια κυμαίνεται από «και λίγος κουτός» έως «τόσο κουτός άνθρωπος», ως «γάιδαρος» που «δεν καταλαβαίνει», μια και δεν διαθέτει «πολύ μυαλό», έως «όλος ένα λάθος» (10, 25, 11, 72, 46, 144).
Τι μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτόν και την πραγματικότητα; Τι τον αποκόπτει απ’ αυτήν και τον κάνει να νιώθει ότι είναι και δεν είναι μέσα της; Μια «τζαμαρία» τον «χωρίζει απ’ όλα», δηλαδή από τα «μηχανήματα, την παραγωγή, το μηχανισμό της, το σύστημα». Ό,τι βλέπει, «μέσα απ’ αυτήν» τα διακρίνει, ακόμη και τα πρόσωπα: «δεν καλοβλέπει τη μορφή τους, είναι κάπως σα να μην έχουνε πρόσωπα». Το ίδιο συμβαίνει και με τον «μεγάλο κόσμο» που τον αντικρίζει «πίσω από τα τζάμια της νόρμας» του. Συνολικά, οι «τζαμαρίες είναι μπροστά» του και για τούτο «δεν βλέπεται ο κόσμος αυτός, ο σημερινός κόσμος μας». Με κύρια σημεία αναφοράς τους χώρους εργασίας και κατοικίας: «Εκεί πληρώνομαι — και δεν βλέπω τίποτα. Εδώ πληρώνω — και πάλι δεν βλέπω» (11, 26, 58, 186, 61)
Πώς λειτουργεί η «τζαμαρία» ως διαχωριστικό υποκειμένου-αντικειμένου και θεμέλιο της «χαζευτικής επιστήμης» (38); Πρόκειται για τα «simulacra» (βλ. Νούτσος 2002: 186, 450) του καιρού μας, τώρα που ζούμε «σ’ ένα νέο ενδιαίτημα με καθρέπτες, φορτωμένο με πανομοιότυπες εικόνες», στο οποίο έχει «αντικατασταθεί η παλαιότερη, πιο στέρεη πραγματικότητα και οι αναφορές της»; Μάλλον ασκείται η «πολιτική της αγοραφοβίας» (βλ. Νούτσος 2001: 12/13, 31-36) ως χειραγώγηση της προσωπικής ζωής που υποβάλλουν οι θεσμοί του σημερινού κράτους. Δηλαδή η συμβολική βία επιμερίζεται τόσο στην αδυναμία μας να βγούμε μόνοι μας στο δρόμο όσο και στην ανάγκη, εφόσον ο συνεχής εγκλεισμός εγκυμονεί απροσμέτρητους κινδύνους, ενός οδηγού στα βήματά μας, με τα οποία δημοσιοποιούμε στάσεις και αποφάσεις. Η «αγορά» και η έλλειψη πρόσβασης στους εξουσιαστικούς της μηχανισμούς δεν εξυπονοεί απλώς τη συνεπαφή οικονομικού και πολιτικού πεδίου, αλλά και το κομβικό σημείο όλων των σημαινουσών πρακτικών συμπεριφοράς των επικοινωνούντων υποκειμένων.
Πώς θραύεται η «τζαμαρία»; Στο κύριο σώμα του Διπλού βιβλίου ενυπάρχουν απλώς διαδοχικές νύξεις για το πώς «συλλογίζεται» ο Κώστας, χωρίς να «γίνεται βέβαια σοφότερος», και πώς αντιλαμβάνεται να «γίνονται όλα ένας φαύλος κύκλος». Ή, πώς «τετραπλασιάζεται» κάθε βράδυ η «σοφία» του στη «λεωφόρο», όταν κάποτε «κάπου» τον πάει κι αυτόν. Και τούτο όταν εγκαταλείπει τη «βιτρίνα» και με το: «τι λες σύντροφε» να βουΐζει στ’ αυτιά του (ξαφνιασμένος από την ταύτιση της «νόρμας» με τη δουλεία», την προλεταριακή αλληλεγγύη» και τις «δύο μέρες της ανταρσίας») αναζητάει, μάταια για την ώρα, τον «συγγραφέα». Αυτός θα έλθει στο τέλος με το «ξεχωριστό φύλλο» του «δεύτερου» βιβλίου που «ξαναρχίζει» κι αυτό από τη «μεγάλη λεωφόρο», «χαζεύοντας κάποτε, παραπατώντας αλλού, σκοντάφτοντας». Με τη «συνείδηση του εαυτού» να περνάει μέσα από τη «συνείδηση της μοναξιάς» και να φτάνει στις «καινούριες κοινότητες των ανθρώπων» (21, 23, 22, 66, 146, 144, 142, 147, 150, 188, 189, 190, 191). Τούτο συμβαίνει γιατί το «μέτρο της δυστυχίας» είναι πια η «μοναξιά» και επομένως ως λύση συνομολογείται η απόπειρα να «βρούμε άλλους» και να δημιουργήσουμε «σύνολα, κοινότητες, κοινοπραξίες» (14.9. 1979: 13· βλ. και Νοέμβρ. 1975/16.8.1985: 41).
Ειδικότερα, η μυθιστορία της «απο-αποξένωσης» συγκατανεύει ήδη στην όδευση μέσα από την «έρημη λεωφόρο» για να «βρούμε στο τέλος τους άλλους» (190). Ακριβώς για να «κάνουμε μαζί τους δικές μας» αυτές τις «μεγάλες πολιτείες των ξένων» (191). Σ’ αυτήν την «καινούργια ανθρώπινη κοινωνία», στον «δικό μας κόσμο», μέσα στις «καινούργιες κοινότητες των ανθρώπων», θα υπάρξουμε «χωρίς τυράννους, χωρίς σωτήρες αλάθευτους». Δηλαδή «με τη νόρμα τους, που τη θέλεις, χωρίς τους Μύλλερ», αλλά και με την «τάξη τους, που αγαπάς, χωρίς ξανθές της αστυνομίας». Και γιατί όχι «με τους εγκέφαλους στα πάνω πατώματα, που να ’ναι ο ψηλός, να ’ναι από μας». Κοντολογίς, με την «αφθονία τους — που να ’ναι η χρήσιμη και να ’ναι για όλους» (191).
Πρόκειται για έξοχη λογοτεχνική μεταγραφή των παρατηρήσεων του Marx, από τα νεανικά του κείμενα για την άρση όλων των «αποξενώσεων» ως «χειραφέτηση» που ξαναφέρνει τον «ανθρώπινο κόσμο» στον «ίδιο τον άνθρωπο» (1844: 370), ακριβώς ως «positive Aufhebung aller Entfremdung» (Απρ.-Αύγ. 1844: 537), ώς την Κριτική του προγράμματος της Γκότα και του Γ΄ τόμου του Κεφαλαίου. Τουλάχιστον, με την «υπερπήδηση του στενού ορίζοντα του αστικού δικαίου» και με την πραγμάτωση του «αξιώματος»: «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (1875: 21).
Επιπλέον, ο Χατζής, γνωρίζει πολύ καλά τι πρέπει να αποφύγει. Δηλαδή τη μετατροπή αυτού του «αξιώματος» από αξιωματούχους των καθεστώτων των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως εξής: «από τον καθένα συμφώνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του» (βλ. Νούτσος 2008: 156/157). Επρόκειτο κατά τον Marx, για την αρχή του «αστικού δικαίου», αν το «δικαίωμα των παραγωγών είναι ανάλογο προς την εργασία που προσφέρουν». Για τούτο ο συγγραφέας του Διπλού βιβλίου δεν συναινούσε με την ταύτιση των «αναγκών» με τη «δουλειά». Τριγυρνώντας, τουλάχιστον, σε δρόμους της Ουγγαρίας και της DDR έβλεπε καθαρίστριες, μπακάληδες, ανθρακωρύχους, βιομηχανικούς εργάτες, υπουργούς, διοικητικά στελέχη, να αμείβονται ανάλογα με την εργασία τους. Δηλαδή «ανάλογα» με τον καταμερισμό της εργασίας, την κοινωνική ιεράρχηση και το «ποσόν» της «αποξένωσης» που τους βάρυνε.
Έτσι, ο Χατζής έχει την ευχέρεια να επαναλάβει τη βεβαιότητα ότι η «λύση» βρίσκεται στην επίτευξη μιας «νέας κοινωνίας, καινούργιων παραγωγικών και κοινωνικών κοινοτήτων». Μέσα απ’ αυτές τα «άτομα θα ξαναβρούν τις κοινές δραστηριότητες, τα κοινά συμφέροντα και τα κοινά ενδιαφέροντα που θα τα ενώσουν». Κοντολογίς, «αυτό για μένα θα πει σοσιαλισμός» (Νοέμβρ. 1976 – Φεβρ, 1977: 40). Ή, με διαφορετική διατύπωση, ο ίδιος στόχος νοείται ως το «μεγαλειώδες ιστορικό άλμα» για τη «νέα κοινωνία, την κοινωνία της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, όπου τα σκορπισμένα σήμερα άτομα θα ξαναβρούν μέσα στις καινούριες παραγωγικές και κοινωνικές κυψέλες τα κοινά συμφέροντα, τα κοινά ενδιαφέροντα και αν θέλετε, τα κοινά όνειρα» (1980∙ 2005: 367). Βέβαια, και το σχήμα της «άρνησης της άρνησης» αποκτά σ’ αυτήν την προοπτική ένα δίχτυ αυτοπροστασίας για τη «δυνατότητα του ανθρώπου να ξαναφκιάξει τη χαλασμένη ζωή του, αν την είχε ποτέ φκιασμένη» (16.8.1985: 29). Σ’ αυτήν όμως την ιστορική προοπτική ποια είναι η θέση της Ελλάδας; Αυτό είναι θέμα άλλης εργασίας.
Σημείωση: για τις πηγές και τη βιβλιογραφία του παρόντος κειμένου βλ. το βιβλίο μου: Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου