18/6/11

Συνάντησα και «ευτυχισμένους ανέργους»

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τη δεκαετία του ’80 είχε ήδη διαφανεί, ότι το κοινωνικό πρόβλημα της απασχόλησης και ειδικότερα της ανεργίας δεν ήταν κάποιο περιστασιακό επεισόδιο ή κάποιο συγκυριακό φαινόμενο της οικονομικής ανάπτυξης. Οι επιταχυνόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης και η επικράτηση της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης (κοινωνία των πληροφοριών και της γνώσης), αντί να βελτιώσουν τους όρους της κοινωνικής απασχόλησης, δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα, τα οποία συνδέονται όχι μόνο με την κατάργηση θέσεων εργασίας, αλλά προ πάντων με την αποσύνδεση της απασχόλησης από την οικονομική ανάπτυξη.

Σήμερα το κοινωνικό τοπίο της απασχόλησης έχει αποσαφηνισθεί. Ελάχιστοι οικονομολόγοι επιμένουν να αντιμετωπίζουν την ανεργία ως διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης. Εξακολουθούν όμως να εκπονούνται στην Ευρώπη πολιτικά προγράμματα, των οποίων η αφετηρία βρίσκεται στην ιδέα της ανεργίας ως διαρθρωτικού προβλήματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αυτή η ιδέα συγκινεί πολιτικούς και πολίτες στην Ευρώπη κάτω από το ψυχολογικό βάρος του ανέργου. Φαίνεται πως έχουμε εμπλακεί σε έναν ορίζοντα πολιτικών πρωτοβουλιών και συνειδησιακών επιλογών, ο οποίος δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι έχει συντελεσθεί στις μέρες μας μια ριζική τομή, σχετικά με το κοινωνικό πρόβλημα της απασχόλησης.
Ενώ όλοι σχεδόν αντιλαμβανόμαστε ότι οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας δεν είναι πράγματα που κατ’ αναγκαιότητα συνδέονται, ωστόσο όμως εμείς εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε την κοινωνική αυτή γνώση με αμηχανία. Γιατί τι άλλο μπορούν να είναι όλα αυτά τα πολιτικά προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας, εάν όχι αποδείξεις μιας αμήχανης επιστημολογικής στάσης μιας κοινωνίας, η οποία διαθέτει υψηλό βαθμό αναστοχασμού (Reflexion);  Και εάν πράγματι ο 20ός αιώνας μας κληροδοτεί την κοινωνική γνώση, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα της απασχόλησης συνδέεται άρρηκτα με την ίδια την δομή του καπιταλιστικού συστήματος και ότι εάν ο τρίτος βιομηχανικός πολιτισμός επιβεβαιώνει περίτρανα την κοινωνική αυτή γνώση, τότε τα ερωτήματα για τη διαχείριση της κρίσης της απασχόλησης πολλαπλασιάζονται και, όπως φαίνεται, ο μεταμοντέρνος προβληματισμός αποκτά το πάνω χέρι. Ίσως, στην περίπτωση της απασχόλησης, η μετάβαση από την νεωτερική ιδεολογία της εργασίας στη μετανεωτερική πρακτική της ανεργίας να εκφράζει με περισσή σαφήνεια την δομική αλλαγή της ίδιας της καπιταλιστικής μορφής ζωής. Το 1958, η Hannah Arendt ανέλυε την προοπτική μίας «κοινωνίας της εργασίας, που δεν θα έχει αρκετή εργασία», αλλά ταυτόχρονα θα δημιουργούσε τις πραγματολογικές συνθήκες ζωής, οι οποίες θα επέτρεπαν στο άτομο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του.
Ο μετασχηματισμός της ιδεολογίας της εργασίας στις μέρες μας, επιτρέπει την κατάρτιση τριών τύπων πολιτικής της απασχόλησης. Πρώτον, μπορεί να συνεχισθεί η υφισταμένη πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας στα όρια του συνειδησιακού παραδείγματος της κοινωνίας της εργασίας. Δεύτερον, μπορούν να προωθηθούν, σε πολιτικό επίπεδο, οι κοινωνιολογικές ιδέες του «ενδιάμεσου κοινωνικού τομέα εργασίας» (εδώ αναφέρονται κυρίως τα ονόματα των Jeremy Rifkin, Ulrich Beck και André Gorz). Τρίτον, μπορεί να αξιοποιηθούν, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, οι βιωματικές εμπειρίες των ίδιων των ανέργων ή των ατόμων που δεν κατέχουν κάποια θέση εργασίας (ας σημειωθεί ότι τα νοήματα των εμπειριών των ανέργων δεν είναι ιμπρεσιονιστικά, αλλά τείνουν να διαμορφώσουν μια δεσμευτική ιδεολογία περί εργασίας).
Τον πρώτο τύπο πολιτικής της απασχόλησης ακολουθούν τα πολιτικά προγράμματα της Δύσης. Δεν έχει σημασία – για το επίπεδο θεωρητικής ανάλυσης της ιδεολογίας της εργασίας που επιχειρείται εδώ– εάν τα προγράμματα αυτά είναι φιλελεύθερης ή σοσιαλιστικής εμπνεύσεως. Το πρόβλημα της ανεργίας δεν επιλύεται με σχέδια κατάρτισης και επιμόρφωσης του ανθρώπινου δυναμικού, ούτε αντιμετωπίζεται με πολιτικές επιδότησης ή με την δημιουργία νέων βιομηχανικών τομέων. Τα πολιτικά προγράμματα της Δύσης παραμένουν προσκολλημένα στο κλασικό συνειδησιακό παράδειγμα περί εργασίας. Ο εργάτης ή ο εργαζόμενος γενικότερα δημιουργεί την «αφηρημένη ύπαρξη του ατόμου» (Karl Marx). Η διχοτομία ανάμεσα στην αφηρημένη και την συγκεκριμένη ζωή λειτουργεί τελικά εις βάρος της πραγματικής αληθινής ζωής. Ο εργαζόμενος, ως διχασμένο άτομο, οφείλει να αναζητά την πραγματική ικανοποίηση στην εργασία. Το εργοστάσιο, ο τόπος της εργασίας, γίνεται και ο φαντασιακός χώρος της απόλαυσης. Η κοινωνία της εργασίας συνδέεται άρρηκτα με την ιδεολογική κριτική της αλλοτρίωσης.
Η δεύτερη λύση στο πρόβλημα της απασχόλησης χαρακτηρίζεται ως μεταμοντέρνα, εάν ως «μετανεωτερική» θεωρείται κάθε στάση που υπερβαίνει την νεωτερική. Ο αμερικανός οικονομολόγος Jeremy Rifkin, με το βιβλίο του «Το τέλος της εργασίας» (The End of Work 1995), προξένησε μεγάλη εντύπωση στους διεθνείς θεωρητικούς και πολιτικούς κύκλους. Η άποψη που υποστηρίζει συνοψίζεται στα εξής: Πρώτον, η κοινωνία μας θα πρέπει να αναστοχασθεί πάνω στην αναζήτηση ενός εντελώς διαφορετικού συσχετισμού ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και την εργασία. Δεύτερον, η κοινωνία μας θα πρέπει να δημιουργήσει έναν ενδιάμεσο κοινωνικό χώρο ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά και τον κρατικό τομέα. Ο ενδιάμεσος αυτός κοινωνικός χώρος θα απορροφήσει το ανθρώπινο δυναμικό, που παραμένει, από εργασιακής απόψεως, ανενεργό. Τόσο η βασική επιστημολογική θέση του Rifkin περί αναστοχασμού των σχέσεων ζωής και εργασίας, όσο και η πρακτική πρότασή του για την δημιουργία του ενδιάμεσου τομέα εργασίας, αντιστοιχούν στο νέο συνειδησιακό παράδειγμα περί απασχόλησης. Ορθότερο θα ήταν να πούμε ότι αποτελούν έκφραση του μεταμοντέρνου συνειδησιακού παραδείγματος. Οι Γερμανοί θεωρητικοί Ulrich Beck και André Gorz κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Ο Beck σημειώνει με έμφαση: «Αν υπάρχει ανεργία, αυτό οφείλεται στο ότι ο σκοπός της εργασίας είναι τα χρήματα και όχι κάποιος στόχος χρήσιμος από κοινωνικής απόψεως». Ο Gorz, στις δικές του θεωρητικές έρευνες, προσπαθεί να βρει μια διέξοδο ανάμεσα στις πολιτικές του κοινωνικού κράτους και στις επιλογές των συνδικάτων.
Αξίζει τέλος να σταθούμε σε μία ιδιότυπη λύση που προτείνουν οι ίδιοι οι άνεργοι ή γενικότερα τα άτομα που δεν έχουν εργασία. Τον Ιούνιο του 2008 συγκροτήθηκε στο Βερολίνο μία ομάδα ανέργων με την επωνυμία «Ευτυχισμένοι άνεργοι». Η ομάδα αυτή κυκλοφόρησε και ένα μανιφέστο, στο οποίο κεντρική θέση κατέχει η αποδέσμευση της ζωής, της δημιουργικής ζωής, από την εργασία και τα χρήματα. Δεν δέχονται οι «ευτυχισμένοι άνεργοι» τον χαρακτηρισμό του κοινωνικού περιθωρίου. Η εικόνα που έχουν επεξεργασθεί για τον εαυτό τους είναι η εικόνα του «απελευθερωμένου ανθρώπου». Οι πρακτικές ανάγκες της ζωής τους μπορούν να επιλυθούν στα πλαίσια των κοινωνικών μικρο-ομάδων (οικογένεια, γειτονιά, βοηθήματα κ.ά.), αλλά η προοπτική της δημιουργικότητας του ανθρώπου εξαρτάται από τις ίδιες τις ικανότητες του ατόμου. Η ζωή δεν υποθηκεύεται στην αλλοτριωμένη εργασία. «Την ζωή δεν μπορεί κανείς να τη ζήσει», γράφει μια προμετωπίδα στα «Minima Moralia» του Th. W. Adorno. Οι «ευτυχισμένοι άνεργοι» κρατούν βαθειά μέσα τους το μυστικό της ανθρώπινης ευτυχίας. Σηκώνουν στους ώμους τους τον αναστοχασμό, για μία άλλου τύπου σχέση της ζωής με την εργασία.
Τέλος, θα πρέπει να τονισθεί, ότι οι άνεργοι στις σύγχρονες πολύπλοκες κοινωνίες μπορούν και δικαιούνται να αποκτήσουν πολιτική «φωνή» μέσω των κομμάτων της Αριστεράς, η οποία επωμίζεται για μία ακόμη φορά να εκπονήσει προγράμματα θετικής διαμεσολάβησης της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και την εργασία.
Είναι σαφές, ότι τίποτε δεν μπορεί, στις πραγματολογικές συνθήκες της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, να λειτουργήσει, εάν προηγουμένως δεν μεταφρασθεί σε πολιτικό πρόγραμμα. Οι άνεργοι δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως «απελπισμένοι» και ως «αγανακτισμένοι», δηλαδή να εντάσσονται σε πολιτικά υποκείμενα τα οποία δεν υφίστανται. Μπροστά τους και μπροστά μας βρίσκεται ο δρόμος του πολιτικού προσδιορισμού: η Αριστερά, ως ιστορική προοπτική της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, δεν εγγυάται την διοικητική επίλυση του προβλήματος της ανεργίας, αλλά επεξεργάζεται ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα θετικής διαμεσολάβησης των σχέσεων ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και την εργασία. Όλα εξαρτώνται από την κοινωνική συνείδηση του κόσμου μας. Η Αριστερά είναι η μόνη πολιτική δύναμη, η οποία μπορεί να απελευθερωθεί από το «σπήλαιο» της αστικής ιδεολογίας. Το πρόβλημα της ανεργίας δεν είναι τεχνικό και διοικητικό ζήτημα της αστικής κοινωνίας. Αποτελεί συγκροτησιακό στοιχείο της ίδιας της ανθρώπινης κατάστασης (Arendt). Η λύση του σε υπαρκτικό και δομικό πλαίσιο βρίσκεται στην εκπόνηση αριστερών πολιτικών προγραμμάτων απασχόλησης, τα οποία υπερβαίνουν την υφιστάμενη πολιτική και συνειδησιακή πρακτική της απασχόλησης. Η ελπίδα όλων μας που ζούμε και βιώνουμε τις εμπειρίες της αστικής κοινωνίας εκχωρείται στους ανέργους, στους ανθρώπους που ζούνε υπό δύο πραγματολογικά καθεστώτα: πρώτον, του τρόμου του καπιταλισμού και, δεύτερον, της προσδοκίας να φτιάξουμε το μέλλον μας στο μέτρον του ανθρώπου.

Ο Θεόδωρος Γεωργίου είναι καθηγητής Φιλοσοφίας 


Χριστόφορος Κατσαδιώτης- Στα ράφια

Δεν υπάρχουν σχόλια: