Η αγανάκτηση στις πλατείες της Ευρώπης
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κοσμοείδωλο διαμόρφωσε μια αποδεκτή ταυτότητα, για τα εκατομμύρια λαϊκών ανθρώπων που έβγαιναν καθημαγμένοι απ’ τον πόλεμο, συνιστούσε μια πειστική αφήγηση, στη βάση της προόδου, που επικυρώθηκε, αν και ως δυναμική ελέγχθηκε πολιτικά, από το «κοινωνικό συμβόλαιο» της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως, μέσα σε αυτό το κοσμοείδωλο, μέσα σε αυτή την αφήγηση, κανένας δεν ντρεπόταν που ήταν φτωχός - όλοι πίστευαν πως θα βελτιώσουν τη ζωή τους.
Χριστόφορος Κατσαδιώτης- Κινηματογράφος |
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο κατέρρευσε απολύτως με την οικονομική κρίση, που ήρθε να επικυρώσει δραματικά το τέλος της μεταπολεμικής εποχής, τέλος που είχε επέλθει, τόσο ιδεολογικά όσο και γεωπολιτικά, με την πτώση του Τείχους, το 1989. Στα εικοσιδύο αυτά χρόνια, με την πλήρη ιδεολογική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, υπήρξε μια τεράστια αλλαγή: όποιος ήταν φτωχός έπρεπε να νιώθει, και ένιωθε, ένοχος (και ξόδευε δανεικά λεφτά, για να κρύψει την ενοχή του). Με αυτή την έννοια, η σημερινή κρίση είναι πρώτα απ’ όλα κρίση αξιών.
Τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, και οι πολυπληθείς νέοι που όλες αυτές τις μέρες συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες, ελληνικών και ευρωπαϊκών πόλεων, εκφράζουν την αγανάκτησή τους, για πολλά πράγματα συγχρόνως: την οριστική ακύρωση του δεδομένου μέχρι πρότινος «κοινωνικού συμβολαίου», την έκπτωση από την κοινωνική τους θέση, την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους, την αδυναμία τους, οι νέοι, να ενταχθούν στο κλυδωνιζόμενο άρμα της προόδου, την απουσία ελπίδας και προοπτικής.
Όπως είναι φυσικό, ο καθένας πηγαίνει στις πλατείες με όσα κουβαλάει στο κεφάλι του. Και αν το κυρίαρχο ιδεολογικό σχήμα της νεοελληνικής κοινωνίας είναι ο εθνικολαϊκισμός, είναι φυσικό οι περισσότεροι αγανακτισμένοι με αυτό να προσέρχονται. Αυτό το ιδεολογικό σχήμα, που συνοψίζεται με προμετωπίδα του τον Μίκη Θεοδωράκη και το μελοποιημένο «Άξιον εστί», είναι βέβαια πεπαλαιωμένο, αλλά παραμένει ίσως το μοναδικό ισχυρό και συνεκτικό σχήμα που περιγράφει και ταυτοποιεί τη λαϊκότητα, έστω και αν συγχρόνως την ακυρώνει, μέσα από το ιδεολόγημα του «ανάδελφου έθνους» που κατοικεί αυτή τη χώρα: Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια – της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά, στον αιθέρα στέκει να – και στη θάλασσα μόνη της. Γιατί η εθνικολαϊκή αφήγηση υποκαθιστά τη λαϊκότητα: ευνουχίζοντας τη δυναμική της, τη μεταγράφει στους κώδικες της «εθνικής ομοψυχίας», απαλύνοντας κάθε ταξική αναφορά της.
Το θέμα όμως δεν είναι η εύκολη καταγγελία του ιδεολογικού σχήματος του εθνικολαϊκισμού, που, φθάνοντας στην «άνω» πλατεία Συντάγματος, παίρνει ακόμα και αντικοινοβουλευτικές αποχρώσεις, αλλά το ζητούμενο είναι να προσδιορίσουμε τις αιτίες, αφενός της κινητοποίησης τόσων ανθρώπων και αφετέρου της έκφρασής τους με τον εύκαιρο, και έντονα συγκινησιακό εθνικολαϊκό λόγο.
Το αίτημα που αναδύεται από τις πλατείες, αίτημα όχι συγκυριακό, ούτε και οργανωμένο ακόμα ως λόγος πειστικός, αλλά πάντως αίτημα ιστορικό, είναι η διαμόρφωση μιας νέας λαϊκότητας, μέσα σε μια νέα ευρωπαϊκή αφήγηση, που ενδεχομένως θα εκφρασθεί με μια νέα δημοκρατική συνθήκη νομιμοποίησης, που θα καθορίζει τους στοιχειωδώς αποδεκτούς όρους με τους οποίους θα πορευθούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες∙ μέσα από τη διαμόρφωση, εν τέλει, ενός νέου κοσμοειδώλου, το οποίο, όπως όλα τα κοινωνικά κοσμοείδωλα, θα έχει τη γενική αποδοχή, αλλά ταυτόχρονα θα είναι πολυφωνικό και θα διαπερνάται από ανειρήνευτες κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές αντιθέσεις...
Εδώ, ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων, των επιστημόνων, των καλλιτεχνών, είναι κρίσιμος. Μια ματιά να ρίξουμε στον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο, νομίζω πως αρκεί για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος, για το πώς αρθρώθηκε η μεταπολεμική λαϊκότητα, ως μια ευρύτατη πολιτισμική διεργασία. Αντίθετα, η αλαζονεία και η αντιπολιτική ρητορεία, όταν μάλιστα εκφέρεται κάτω από τη μαρκίζα των «πνευματικών ανθρώπων» (όπως π.χ. οι 32 «ανησυχούντες»), δεν οδηγεί παρά στην ανατροφοδότηση και τη «δικαίωση» των πιο ακραίων μορφών εθνικολαϊκισμού, του οποίου το «ανώτατο στάδιο» το γνώρισαν πολύ καλά οι ευρωπαϊκές κοινωνίες με τον φασισμό. Ακριβώς για να μην το ξαναζήσουν, έπραξαν ό,τι έπραξαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες, όχι βέβαια με «εθνική ομοψυχία», αλλά με αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, πάντως με τη συμφωνία ότι η Ευρώπη και οι κοινωνίες της έπρεπε να πάνε μπροστά, με κοινωνικό κράτος, με ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα. Και πήγαν μπροστά μόνο διά της πολιτικής, όχι με την, δήθεν αφ’ υψηλού, απαξίωσή της.
Το ιστορικό αίτημα για μια νέα λαϊκότητα, η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου κοσμοειδώλου, αποτελεί το μέγιστο διακύβευμα της παρούσας κρίσης. Όλοι επ’ αυτού ακριβώς κρινόμαστε, και πρώτα απ’ όλα η Αριστερά, που θα πρέπει να νοηματοδοτήσει την κοινωνική αγανάκτηση. Γιατί το θέμα δεν είναι πώς προσέρχεται ο καθένας στις πλατείες, αλλά πώς θα φύγει, και κυρίως πού θα πάει. Οι διαδικασίες των λαϊκών συνελεύσεων που φουντώνουν στην «κάτω» πλατεία Συντάγματος δείχνουν τη διέξοδο. Τη δε προοπτική, θα την αναδείξουν και θα την υφάνουν, ψηφίδα την ψηφίδα, όσοι πνευματικοί άνθρωποι δεν ανησυχούν για την καθεστωτική βολή τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου