4/6/11

Η ιδέα της ποίησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Γράμματα στον πρίγκιπα, εκδόσεις Μικρή άρκτος, σελ. 96

Χριστόφορος Κατσαδιώτης- Λεωφορείο Ι
Αφού ο «ορίζοντας προσδοκιών» των ίδιων των ποιητών για την τέχνη τους έχει εθιστεί, εδώ και πολύ καιρό, στις χαμηλές πτήσεις, αφού η πολλή συνάφεια, της «ευγενεστέρας των τεχνών», με τα καθημερινά και τα ασήμαντα, την έχει εξομοιώσει με τα ανώφελα ιδιοσκευάσματα αντιβιοτικών του υπαρξιακού άλγους, είναι φυσικό απονενοημένες φωνές να αποτείνονται προς τα άνω, ως αντίδραση στο διαγραφόμενο τέλος.

Και είναι φωνές ζωής, ποιητών ορφανών από τη μάνα-ποίηση, που απευθύνονται, ως τελευταία ελπίδα, στον άγνωστο, και άρα εξιδανικευόμενο πατέρα-ποιητή, που δεν μπορεί παρά ως πρίγκιπας να ανακαλείται. Ο καθείς ορίζει, επιλέγει τους προγόνους του, όπως και στη ζωή, κι έτσι φτιάχνεται μια ποιητική μυθολογία, που προσπαθεί να αντλήσει ζωή και επιβίωση από την αχλύ του παρελθόντος και τη δόξα της καταγωγής.
Το τραγούδι μια θα παίρνει τη δική σου φωνή,
μια τη δική μου. Μπαίνω μες στον ναό
και στον μόχθο σου.
Η συντέλεια είναι κοντά.
Απονενοημένο όμως το διάβημα, αν παραμείνει στο διάλογο και τις μεταμορφώσεις, γιατί συνέχεια δεν υπάρχει χωρίς θάνατο, χωρίς πατροκτονία.
Λατρεμένε μου πρίγκιπα,
ιδανικά αφού σε σφράγισα,
λύνω τον κόμπο και
λευχειμονώ
ήσυχος πια
στον αιώνα.
Ελύτης, Ρίτσος, Μαγιακόφσκι -μια ευδιάκριτη τριάδα ποιητικών πατέρων- και το δίλημμα: η υμνητική οικειοποίησή τους αφήνει ελεύθερο το πεδίο για τον επιθαλάμιο θρήνο στη νεκρή μητέρα, ενώ η γαλαντόμα εξόντωσή τους την ανασταίνει.
Ένα ανάλογο ποιητικό τοπίο, η ίδια αφόρητη αίσθηση, υπήρχε και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τότε, η απονενοημένη αντίδραση πήρε τη μορφή είτε της «μυστικής» εξόδου στην επικράτεια του άρρητου (Σικελιανός), είτε του εστετισμού της καλλιέπειας (Μελαχρινός, Άγρας, Εμμανουήλ). Δύο στάσεις ενδιαφέρουσες, συγκινησιακά φορτισμένες, όμως ατελέσφορες ποιητικά. Άρκεσε το πρώτο «καράβι του εξωτερικού» να αποβιβάσει την πρώτη φουρνιά των νέων ποιητικών ειδήσεων από την Εσπερία, ώστε οι γενναίοι του μεσοπολέμου να παραχωθούν συλλήβδην στην «παράδοση», θαμμένοι μαζί με το αδιέξοδο που πολέμησαν. Η συνέχεια είναι γνωστή, όχι επειδή ο Σεφέρης στριμώχτηκε, μαζί με τον Ελύτη, στην περίοπτη θέση του Παλαμά, αλλά γιατί η ποίηση προχώρησε, με τις τρακατρούκες του Νικολάου Κάλας και τις μεγάλες δρασκελιές του Εγγονόπουλου.
Το αίτημα που εκφράζει η ανά χείρας ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ευθυμιάδη υπόκειται σε αυτή τη συνθήκη, με τρόπο μάλιστα δραματικότερο, γιατί καράβια και «εξωτερικά» δεν υπάρχουν πια. Η συνέχεια, η συνέχεια μετά την ρήξη, δηλαδή τον φόνο του πατέρα, είναι το παν, όλα τα άλλα είναι τίποτα. Κι αν αυτό ακούγεται απόλυτο και ισοπεδωτικό, ίσως και άδικο, για μια ποιητική προσπάθεια που ξεχωρίζει, που λάμπει μέσα στον ωκεανό της φλυαρίας, που ξεχειλίζει από ταλέντο, που δείχνει ικανή για τα περαιτέρω, για του λόγου το αληθές να ένα από τα αρκετά παραδείγματα που πιστοποιούν αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται:
Ο χρόνος είναι το τώρα.
Αυτός ο στίχος είναι τόσο αμήχανος, τόσο βουτηγμένος στο αδιέξοδο, που καταντά κακόηχος, και τραγικά απρόσμενος μέσα σε ένα ποιητικό περιβάλλον που σφύζει από ρυθμό και γλώσσα. Γιατί ο χρόνος είναι τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: