ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
Λέξεις όπως διαμάχη, διένεξη, σύγκρουση και αντιμαχία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον για να περιγράψουν μια από τις πιο σημαντικές αντιπαραθέσεις ιδεών στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Οι ίδιες οι λέξεις μοιάζουν ανεπαρκείς για να περιγράψουν ένα φαινόμενο που σημάδεψε τις εξελίξεις, τόσο στα πεδία της λογοτεχνίας και της κριτικής όσο, ευρύτερα, και στον πολιτισμικό χώρο. Η «πολεμική» ορολογία και οι συναφείς μεταφορές αναδεικνύουν επίσης μια λιγότερο φανερή πλευρά του θέματος: τη διεκδίκηση της εξουσίας στην παραγωγή πολιτισμικού κεφαλαίου. Εικονογραφούν παράλληλα τις αναταράξεις που προκάλεσε στο θεσμικό περιβάλλον μιας εθνικής λογοτεχνίας η αμφισβήτηση της αυτονόητης εξουσίας του κυρίαρχου μοντέλου στην τέχνη.
Η απρόσμενη όξυνση των αντιθέσεων σε έναν χώρο που είχε συνηθίσει σε εκτονωτικούς, δηλαδή ανώδυνους, καβγάδες, προκάλεσε μια γενικευμένη «κρίση» με την ανάφλεξη ιδεολογικών πεποιθήσεων και την υπονόμευση πολιτισμικών στερεότυπων. Οι ιστορικές διαστάσεις αυτής κρίσης σχετίζονται με εθνικές ευαισθησίες και κοινωνικά αδιέξοδα, με συλλογικές αντιφάσεις και πολιτισμικά αδιέξοδα, με το αίτημα για μια εθνική λογοτεχνία ταυτόσημη με την εθνική ζωή. Τα συγκεκριμένα κείμενα συνυφαίνονται με αυτό που αποκαλούμε «ιστορική πραγματικότητα», με έναν διπλό δεσμό, εκείνον της αλληλεπίδρασης.
Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να εννοήσουμε και την εμπλοκή των ατόμων, κυρίως των δύο πρωταγωνιστών. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης επηρέασε περισσότερο, παρά την ισχυρή αντίσταση που συνάντησαν οι απόψεις του, αφού βρήκε τόση απήχηση στη νεώτερη γενιά όση απόρριψη δέχτηκε από τη δική του. Η προκλητική παρέμβασή του επέφερε, όπως ήταν επόμενο, γενική αναστάτωση στη μικρή αθηναϊκή κοινωνία της εποχής. Ο Άγγελος Βλάχος, αντίθετα, υπερασπίστηκε μια λογοτεχνική παράδοση και έναν τρόπο σκέψης που είχαν πολλούς υποστηρικτές, ακόμη και εξ αντανακλάσεως. Ταυτόχρονα όμως όλος αυτός ο μηχανισμός, που λειτουργούσε αυτομάτως σε ζητήματα εθνικής ευαισθησίας, έπασχε από την τυφλότητα που προκαλούν τα αδιάγνωστα αδιέξοδα. Εύλογα επομένως προσέτρεξε να υπερασπίσει την απειλούμενη πρωτοκαθεδρία της ποιητικής «έμπνευσης» από το επεκτατικό ροϊδικό «περιβάλλον». Με αυτόν τον τρόπο, υπεράσπιζε την ελληνική κοινωνία και ποίηση που είχαν υποστεί τη δηλητηριώδη κριτική του αιρεσιάρχη Ροΐδη.
Οι αισθητικές αντιλήψεις του Ιππόλυτου Ταιν λειτούργησαν στο πεδίο αυτό ως πρωταρχικό έναυσμα για τη θεωρητική κάλυψη της ροΐδειας κριτικής. Ίσως είναι υπερβολή να μιλάμε για επίδραση, ίσως να πρόκειται περισσότερο για αξιοποίηση διαθέσιμων πολεμοφοδίων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ένα σύνθετο συμβάν, στο οποίο εντάσσονται ατομικές στρατηγικές, ιδεολογικές επιλογές, φιλοσοφικές αντιλήψεις, λογοτεχνικές τάσεις και θεσμικές κρυσταλλώσεις. Όλα αυτά συνυπάρχουνν ως σημαίνοντες παράγοντες στην αφήγηση μιας πολύπλευρης αντιπαράθεσης, όπου συγκλίνουν η περιγραφή (διεξαγωγή, αντίπαλοι, επιχειρήματα), η απήχηση (αντιδράσεις, συνέπειες) και η ιστορία (χώρος ιδεών, επιστημολογικές προϋποθέσεις, πλέγμα πολιτισμικών σχέσεων). Χρονικά, η διαμάχη συμπίπτει με τον κλονισμό του ρομαντικού κοσμοειδώλου, με την αποσύνθεση ενός τρόπου σκέψης, με την αίσθηση του αδιεξόδου στον κοινωνικό βίο, με την αγωνιώδη αναζήτηση απαντήσεων και, τέλος, με τις πρώτες ενδείξεις ότι κάποιο διάδοχο σχήμα κυοφορείται.
Σε αυτό το κλίμα, η σύγκρουση Ροΐδη–Βλάχου παίρνει τη μορφή εύλογης επιπλοκής, κατανοήσιμου ιστορικού φαινομένου, του οποίου την εκδήλωση διευκόλυνε η έξαψη των αισθημάτων και η ένταση των πεποιθήσεων. Η ρομαντική ποίηση και οι υπερβολές της, η συμπεριφορά (καλλιτεχνική και πολιτική) των ρομαντικών, το εθνικό περιβάλλον, οι εθνικές ανάγκες, η παράδοση, το μέλλον του έθνους (το αίτημα για εθνική αποκατάσταση) και το γλωσσικό πρόβλημα αποτελούσαν τον θεματικό άξονα της κριτικής, πολύ πριν από τη διαμάχη με την οποία επήλθε η κορύφωση εντάσεων και αντιθέσεων που προϋπήρχαν.
Η κύρια συνεισφορά της ήταν η παρουσίαση κριτικών διαφωνιών που αντιπροσώπευαν διαφορετικές αντιλήψεις για την τέχνη και, κατά συνέπεια, για τις εθνικές πραγματικότητες και αναγκαιότητες. Μπορεί να μην έχουμε πλήρη και πειστική θεωρητική διαπραγμάτευση των θεμάτων, έχουμε όμως μια απόπειρα να μην κρατηθούν στο απυρόβλητο αλλά να γίνουν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Ιστορικά, το πεδίο καταλαμβάνεται από την εκπνέουσα ρομαντική αθηναϊκή σχολή, που κυριάρχησε μετά την εθνεγερσία και διαμόρφωσε το πρόσωπο της εθνικής λογοτεχνίας.
Στο πεδίο αυτό, όταν εντείνονται τα αδιέξοδα, αναπτύσσονται τα συμπτώματα της κρίσης και ετοιμάζεται η προοπτική της συνέχειας μέσω της ανατροπής. Στη διαδικασία αυτή η αντίθεση μορφοποιείται σε ιδέες που διατυπώνονται με τη βοήθεια κρίσιμων όρων, όπως το «περιβάλλον» (με την έννοια ενός καθοριστικού αιτίου), η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» (άδηλοι παράγοντες, αόριστες διαθέσεις, ρευστές συνθήκες), η «ελληνική κοινωνία» (όχι ως «λαός» αλλά ως θεσμικό μόρφωμα και ως συλλογικός ψυχισμός), η «επίδραση» (όπως διαπιστώνεται στην εξάρτηση της τέχνης από το περιβάλλον), οι «αισθητικές θεωρίες» (που βασίζονται στην αποδοχή φιλοσοφικών αρχών), η «αιτιότητα» (ο τρόπος να αναγνωρίζουμε, όχι μόνο στη φύση και στην κοινωνία αλλά και στην τέχνη, σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος), η «ρύθμιση» (βασική λειτουργία της κριτικής πράξης, που αντιλαμβάνεται το έργο της ως συστηματική καθοδήγηση και όχι ως συναισθηματική ανταπόκριση), η «γενίκευση» (διαδικασία που οδηγεί από το μερικό στο γενικό και, επομένως, στη συναγωγή καθολικών συμπερασμάτων) και η «αυστηρότητα» (κριτική στάση που αναλαμβάνει να αποτιμήσει τις κρατούσες συμβάσεις και αν χρειαστεί να τις επικρίνει).
Παρακολουθώντας την πορεία των επιχειρημάτων, διαπιστώνουμε ότι ένας νέος τρόπος προσέγγισης των θεμάτων της λογοτεχνίας αναδεικνύεται, ένας τρόπος που διαφοροποιείται από τα καθιερωμένα σχήματα, στις θεωρητικές αρχές, στα μεθοδολογικά μέσα και στις αναλυτικές τεχνικές. Στον βαθμό που η διαμάχη κατόρθωσε να θίξει αυτά τα ζητήματα (και το έκανε με επιτυχία παρά τις αδυναμίες) συνέβαλε σημαντικά στην ενίσχυση της γενικής τάσης για αναθεώρηση των παραδοσιακών αξιών στη λογοτεχνία και στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων για επανακαθορισμό των συμβατικών ορίων στον χώρο της κριτικής. Μετά τη διεξαγωγή της, η κριτική έπαψε να κινείται στον παραδεδομένο χώρο της και ξαναέθεσε τα ζητήματα διαφορετικά – η διαμάχη επηρέασε αποτελεσματικά τις συνειδήσεις και έδωσε καινούργιες προοπτικές στον κριτικό λόγο.
Το ξετύλιγμά της ωστόσο στηρίχτηκε σε γνωστές τακτικές, όπως τις ξέρουμε από συγκρούσεις που προηγήθηκαν. Οι τακτικές αυτές αφορούν τον οξύ τόνο της συζήτησης, την επιθετικότητα των χαρακτηρισμών, την αδιαλλαξία των απόψεων, καθώς και έναν σχολαστικό εγκυκλοπαιδισμό, τον υπερτονισμό των δάνειων στοιχείων, την κατάχρηση ονομάτων και παραθεμάτων. Οι αντίπαλοι και οι σύμμαχοί τους καθόρισαν την τροπή του διαλόγου, ο καθένας ανάλογα με τις αντιλήψεις που υποστήριξε, τις ιδέες που προσκόμισε, τις αντιρρήσεις που πρόβαλε και τη συμπεριφορά, γενικά, που επέλεξε.
Ο Ροΐδης ανέλαβε το δύσκολο έργο του επικριτή θεσμών και του καταλυτή αξιών, στηριζόμενος, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στις δικές του δυνάμεις. Οι αντίπαλοί του, αντίθετα, αντέδρασαν συλλογικά, ευνοημένοι κυρίως από την εγγενή δυσπιστία και τους ενδοιασμούς του κοινωνικού σώματος. Ωστόσο, αυτή η αριθμητική ανισότητα στην αναμέτρηση δεν σημαίνει ότι ο Ροΐδης δεν είχε προσβάσεις στο κοινό ή ότι οι απόψεις του έπεσαν στο κενό. Η αντίδραση που ακολούθησε μαρτυρεί για τη βαθιά εντύπωση που άφησαν οι ιδέες του στους συγχρόνους.
Με τον κύριο αντίπαλό του, τον Βλάχο, τους συνέδεε βέβαια μια κάποια κοινή αγωγή και ένας συναφής χώρος προβληματισμού, αλλά η όλη πολιτεία τους, οι θέσεις και οι επιλογές τους διέφεραν ριζικά. Ο Ροΐδης εμφανίζεται υπέρμαχος ενός αισθητικού επιστημονισμού και μιας φιλοσοφικής αιτιοκρατίας που για πρώτη φορά υπεισέρχονται στο πεδίο της πρακτικής κριτικής σε τέτοια έκταση και με τόση ορμή: στη συζήτηση αυτός είναι ο φορέας των πιο ριζοσπαστικών ιδεών και των πιο αμφιλεγόμενων μεθόδων. Ο Βλάχος, αντίθετα, αντιμετώπισε την πρόκληση με τη συγκροτημένη παιδεία του, με τα δοκιμασμένα παραδοσιακά μέσα. Η αντεπίθεσή του προασπιζόταν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Και οι δύο πάντως μετέχουν στον διάλογο με κάποιον ερασιτεχνισμό. Η φιλοσοφία και η αισθητική δεν τους είναι ιδιαίτερα οικείοι χώροι και η στάση τους απέναντι στις δυσκολίες που συναντούν φανερώνει συχνά έναν δημοσιογραφικό εκλεκτικισμό.
Παρ' όλα αυτά, η θεμελιώδης αντίθεση ανάμεσα στην εθνική/ρομαντική αισθητική του Βλάχου και στην πραγματιστική/αιτιοκρατική κριτική του Ροΐδη είναι προφανής σε όλα τα επίπεδα της διαμάχης – και αυτό ήταν που μέτρησε περισσότερο για την εποχή. Άλλωστε, ως γεγονός της πνευματικής ζωής δεν είναι απομονωμένο και ανεξάρτητο αλλά παράλληλο προς συγκεκριμένες δυνατότητες που το κατέστησαν πραγματοποιήσιμο, ένας δείκτης γενικότερων ανακατατάξεων και μεταβολών στον πολιτισμικό χώρο, ένα σημείο στο οποίο συνέκλιναν οι αναζητήσεις της κριτικής και οι τροπές της λογοτεχνίας.
Η λειτουργία της διαμάχης δεν προσδιορίστηκε μόνον από τη στάση των συζητητών και την ποιότητα της επιχειρηματολογίας αλλά και από τις προεκτάσεις που πήραν οι γνώμες για την εθνική ποίηση, όταν συναντήθηκαν με την ευαισθησία που έδειχνε το κοινό σε τέτοια θέματα. Η απήχηση επομένως υπήρξε εντυπωσιακά μεγάλη, τόσο στους πνευματικούς κύκλους όσο και στα ανώτερα και μεσαία στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας. Η αντίδραση του Τύπου, οι σάτιρες των περιοδικών, τα επώνυμα και ανώνυμα φυλλάδια, οι συζητήσεις και τα σχόλια του κοινού συνιστούν στοιχεία ενδεικτικά για το ενδιαφέρον των ανθρώπων της εποχής που αντιμετώπισαν τη λογοτεχνία ως κρίσιμο εθνικό θέμα. Η πραγματικότητα αυτή ανάγκασε τη νέα γενιά να αντιδράσει άμεσα, δηλαδή να αναμετρηθεί με τον στρεβλό αθηναϊκό ρομαντισμό, να στοχαστεί για τη γλώσσα και τη γραφή και να οργανώσει τη λογοτεχνική στρατηγική της.
Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και Κριτική της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Απόψε εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω «Παρνασσώ» ο κ. Άγγελος Βλάχος θέλει ομιλήσει περί της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως και περί του ποιητού Ζαλοκώστα. Πυκνόν θα έχη το ακροατήριον ο κ. Βλάχος, όστις οσάκις επραγματεύθη τοιαύτα θέματα εν τω συλλόγω τούτω πάντοτε επέτυχεν και επηνέθη δια το ακριβές της κρίσεως.
Εφημερίς (22.4.1877)
Η ομιλία του κ. Βλάχου ενεποίησε καλλίστην εντύπωσιν εις το πολυπληθές ακροατήριον, διότι μετά την επί του δραματικού διαγωνισμού έκθεσιν του κ. Ροΐδου, πρώτος από του αυτού βήματος ελάλησεν ο κ. Βλάχος περί αυτής της ελληνικής ποιήσεως, ην είχε προγράψει ες αεί ο κ. Ροΐδης... [ακολουθεί περίληψη της ομιλίας του Βλάχου] Ενταύθα, εν τω περί του εθνικού βίου μέρει της ομιλίας του κ. Βλάχου, το ακροατήριον εχειροκρότει επανειλημμένως.
Εφημερίς (24.4.1877)
Μαλλιά κουβάρια πιάσθηκαν οι δύο κριτικοί μας.
Ο ένας λέγει: «Ποιητήν δια να βγάλη η γη μας
να γίνη πριν ποιητική κ' η ατμοσφαίρα πρέπει»·
κ' εις τον δικόν μας ουρανόν ό,τι ζητεί δεν βλέπει.
«Ο ποιητής δεν γίνεται, γεννάτ'», ο άλλος λέγει,
αλλ' όμως της γεννήσεως τα όρια εκλέγει·
την Ποίησιν απ' την οδόν Σταδίου εξορίζει,
κ' εις λόγγους μόνον και βουνά μας την περιορίζει.
Δ[ημήτριος] Β[ικέλας] Εστία (26.6.1877)
Χθες εν μεγίστη συρροή φιλομούσου ακροατηρίου, εν ω διεκρίνετο το ωραίον φύλον, εγένοντο τα εγκαίνια των εσπερινών αναγνωσμάτων εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω «Παρνασσώ»... Ο γενικός γραμματεύς του συλλόγου κ. Μιχαήλ Λάμπρος ανέγνωσε μελέτην του κ. Εμμ. Ροΐδου Περί συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής.
Εφημερίς (23.10.1877)
Ολίνσκης τις, Πολωνός την πατρίδα, εστιχούργησεν εν Κωνσταντινουπόλει γαλλιστί ποίημα προς τιμήν του Μουχτάρ-πασά, του ατυχούς Γαζή, όπερ εδημοσίευσε χθες η Καρτερία. Και άλλοι δε και όλοι ξένοι ψάλλουσι νυν την Ιλιάδα της Τουρκίας. Τι λέγει νυν ο κ. Ροΐδης περί της καταστάσεως της ποιητικής ατμοσφαίρας εν Τουρκία, όπου δια τας σπουδαιοτέρας των περιστάσεων μισθώνονται ξένοι ποιηταί και ψάλλουν τόσον θερμώς ως εάν το έκαμνον εξ ιδίας των διαθέσεως; Τι συμπέρασμα εξάγει ο κ. Ροΐδης περί ενοικιαζομένων ποιητών ως περί αγωγιατικών ημιόνων;
Εφημερίς (27.10.1877)
Πυκνόν και αύθις λογίων ακροατήριον επλήρου χθες εσπέρας την αίθουσαν του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσού» όπως ακούση την αναγνωσθείσαν πραγματείαν του κ. Ε. Δ. Ροΐδου Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως.
Ώρα (30.10.1877)
Η περί συγχρόνου ποιήσεως και κριτικής μονομαχία μεταξύ των κκ. Ε. Ροΐδου και Αγγέλου Βλάχου επηκολούθησε χθες εν τω συλλόγω “Παρνασσώ” ένθα το πρώτον εγεννήθη το φιλολογικόν τούτο casus belli. Ο κ. Βλάχος κατήνεγκε ικανά κτυπήματα κατά του κ. Ροΐδου, αλλ' ουχί βεβαίως θανατηφόρα. Ο μεν κ. Ροΐδης ζη, οι δε μάρτυρες δεν ενόμισαν ότι ηδύναντο να αναφωνήσωσι: αλτ! Αφ' εαυτού ο κ. Βλάχος αποχωρεί του πεδίου της μάχης, καθά διεκήρυξεν εν τω τέλει της διατριβής του, ην έσπευσε ν' ακούση πυκνόν ακροατήριον. Αλλ' ο κ. Ροΐδης οφείλει, νομίζομεν, μίαν τουλάχιστον ακόμη φοράν να αποδυθή εις τον αγώνα τούτον της κριτικής. Και τον περιμένομεν.
Εφημερίς των Συζητήσεων (3.12.1877)
Αύριον θα πωλείται εν τοις οδοίς αντί 25 λεπτών Ο Νέος Κριτικός (κ. Ε. Ροΐδης) του κ. Αγγέλου Βλάχου.
Εφημερίς των Συζητήσεων (4.12.1877)
Η ανά τας οδούς σήμερον πώλησις του φυλλαδίου του κ. Βλάχου εις απάντησιν του κ. Ροΐδου, όπερ βεβαίως θέλει μεγάλως διαδοθή, μας απαλλάσσει της οφειλής του να παράσχωμεν περίληψιν των επιχειρημάτων του. Η γνώμη ημών είναι ότι η επιμελής διατριβή αύτη του κ. Βλάχου αξιοπίστως ενισχύει τα και πρότερον υπ' αυτού υποστηριχθέντα, ότι δηλαδή και εν αθλία κοινωνική καταστάσει και όλως αμούσω ποιητής δύναται να γεννηθή και να υπάρξη, ότι δε αδίκως ο κ. Ροΐδης καταδικάζων την ημετέραν ατμοσφαίραν απεφάνθη ότι ούτε παρήγαγεν αύτη ούτε είναι δυνατόν να παραγάγη ποιητάς.
Εφημερίς (4.12.1877)
Ο Ροΐδης με τον Βλάχο πιαστήκανε στα γερά. Μακάρι να βγάλουν τα μάτια τους, για να τελειώση τέλος πάντων αυτή η φασαρία που μας εβγήκε στη μέση.
Αριστοφάνης (8.12.1877)
Την προσεχή Παρασκευήν αναγνωσθήσεται διατριβή του κ. Ροΐδου εις απάντησιν της απαντήσεως του κ. Βλάχου. Εν τη διατριβή ταύτη ο κ. Ροΐδης υπόσχεται να θέση εαυτόν εν τη δεξιά φάλαγγι, εν τη αριστερά τον αντίπαλόν του και εν τω κέντρω τα κείμενα, τα φοβερά κείμενα. (...)
Και νέος αγωνιστής εις τον περί ποιήσεως αγώνα απαλείφεται ο νεαρός ημών φίλος κ. Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, προπαρασκευάζων μακράν ειδικήν μελέτην επί τη βάσει των νεωτάτων τεχνοκριτικών συγγραμμάτων.
Εφημερίς των Συζητήσεων (9.12.1877)
Χθες εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω Παρνασσώ ανεγνώσθη επιστολιμαία διατριβή του εν Βερολίνω πρεσβευτού της Ελλάδος κ. Α. Ρ. Ραγκαβή γραφείσα εις απάντησιν των δύο γνωστών φυλλαδίων του κ. Ε. Ροΐδου. Εν τη μικρά ταύτη διατριβή συντόμως ο κ. Ραγκαβής αντικρούει τας γνώμας του κ. Ροΐδου παραδεχόμενος ότι ποιηταί δύνανται να υπάρχωσιν εις πάσαν εποχήν, είναι δυνατόν όμως απογοητευμένοι ένεκα της ψυχράς διαθέσεως της κοινωνίας προς ανάγνωσιν ποιημάτων να κρεμώσι την λύραν των και να σιγώσιν. Προσέτι ο κ. Ραγκαβής δεν παραδέχεται ότι εν Ελλάδι δεν υπάρχει την σήμερον αντικείμενον εμπνεύσεως όπως γεννήση ποιητάς, διότι προ μικρού, λέγει, ετελέσθησαν τα μεγάλα γεγονότα της ελληνικής επαναστάσεως, κείμενα εις τον ποιητήν ως το ωραιότερον αντικείμενον της υψηλοτέρας εμπνεύσεως, αυτός δε ο οργασμός του έθνους προς την πρόοδον, τα γράμματα και τον πολιτισμόν κείται ως έμπνευσις επίσης υψηλή. Περί δε του κ. Αχιλλέως Παράσχου, ούτινος τα ποιήματα κατέκρινεν ο κ. Ροΐδης ως ασυνάρτητα, καίπερ αναγνωρίσας αυτώ πάθος και ωραίας ποιητικάς εικόνας και μεταφοράς, λέγει δύο τινά: ότι τούτο είναι συστατικόν πρώτιστον της υψηλής τού Πινδάρου ποιήσεως, όστις δι' αυτό δεν παύει εξυμνούμενος ως ο υψιπετέστερος των ποιητών, και ότι η Ελλάς ουδόλως πταίει διά την ασυναρτησίαν ταύτην των ποιημάτων του κ. Α. Παράσχου, ως λέγει ο κ. Ροΐδης. Εν γένει όμως η διατριβή του κ. Ραγκαβή ήτο πολύ σύντομος. Ήδη ο κ. Ροΐδης μέλλων ν' απαντήση λίαν προσεχώς εις τον κ. Α. Βλάχον, διότι προχθές, μη αρκούντων των ιδίων του βιβλίων, εζήτησε τοιαύτα και εκ της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θα λάβη υπ' όψιν βεβαίως και τας γνώμας του κ. Ραγκαβή, εκτός αν δεν δύναται να παλαίση συγχρόνως προς δύο.
Εφημερίς (10.12.1877)
Τα ΚΕΙΜΕΝΑ υπό Ε. Δ. ΡΟΪΔΟΥ εξεδόθησαν, εις παράρτημα της Εστίας, ως απάντησις εις τον Νέον Κριτικόν του κ. Αγγέλου Βλάχου. Τα Κείμενα φέρουσι τον τύπον της τεσσαρακοστής, ην τόσον ευλαβώς, ως γνωρίζομεν, τηρεί ο κ. Ροΐδης. Είναι ισχνά, αληθή κείμενα. Ο κ. Βλάχος κατέστησε τον αντίπαλόν του άχολον. Καμμία αντέγκλησις, καμμία εικών ύβρεως δεν εκφεύγει τα ευαγγελικά χείλη του κ. Ροΐδου. Αλλ' έχουσι νεύρα τα Κείμενα, εισί δυνατά. Εάν η συζήτησις έκλεισεν, τότε έκλεισεν υπέρ του κ. Ροΐδου. Ο Έγελος, ο Λεβέκ, ο Σχλέγελ και ο Άγγελος Βλάχος (του 1866) στεφανούσι τον κ. Ροΐδην. Εφημερίς των Συζητήσεων (25.12.1877)
Προ τεσσάρων ετών, ενώ ο ρωσικός στρατός εβάδιζε προς τον Αίμον, η δ' Ελλάς εφλέγετο υπό του πατριωτικού πόθου να αναμιχθή εις την πάλην, ενώ η νεολαία παρεσκευάζετο προς πόλεμον, αι δ' Ελληνίδες κατεσκεύαζον μοτόν, η αθηναϊκή κοινωνία πυρέσσουσα εν τη προσδοκία σπουδαίων περιπετειών αφ' ων εξήρτητο το μέλλον της πατρίδος, ανεκουφίζετο παρακολουθούσα τας φάσεις φιλολογικού αγώνος, ούτινος οι τε αγωνισταί και οι κριταί συνωθούντο εν ταις αιθούσαις του Φιλολογικού Συλλόγου «ο Παρνασσός».
Juliette Lambert, περ. Παρνασσός, τ. Θ (1885)
Προδημοσίευση από το βιβλίο Εμμανουήλ Ροΐδης – Άγγελος Βλάχος, Η διαμάχη για την ποίηση. Τα κείμενα και οι αντιδράσεις, φιλολογική επιμέλεια Δημήτρης Δημηρούλης, έκδοση Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου