16/4/11

Η ζωή ήταν πάντα κάπου αλλού;

ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΪΤΙΣΟΛΟ, Οικογένεια Μαρξ, μτφρ. Κατερίνα Ρούφου, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 256

ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

Αναστάσιος Καλιακάτσος- Τρεις μάρτυρες ΙΙ
Τι απομένει σήμερα από τη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία του Καρλ Μαρξ; αυτή είναι η κεντρική ιδέα, πάνω στην οποία εξελίσσεται η αφήγηση του μυθιστορήματος. Αν η απάντηση ήταν απλή, το θέμα θα το απαντούσε ένα δοκίμιο, είδος στο οποίο ο συγγραφέας έχει διακριθεί πολλάκις. Το μυθιστόρημά του όμως, με τους μετα-αφηγηματικούς του κώδικες, καταλήγει ότι η αλήθεια διαφεύγει της μυθιστορηματικής κατασκευής, όπως  η ζωή διέφυγε τελικά της μαρξικής θεωρίας.

Έχουμε λοιπόν έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό μορφής και περιεχομένου: ένα μυθιστόρημα που αξιοποιεί στο έπακρο την τεχνική της μεταμυθοπλασίας, για μια πολιτική διαθήκη με πολλαπλές ερμηνείες και την κακοποιημένη εφαρμογή της στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Θα λέγαμε, όπως ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία προσέφερε την ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας, έτσι και η πολιτική πράξη διέψευσε τη μαρξική θεωρία. Η μεταμοντέρνα κατασκευή του Γκοϊτισόλο αναπτύσσεται στις παρυφές αυτών του δύο αξιωμάτων, χωρίς όμως να δημιουργεί ένα σχήμα μιας νέας ορθοδοξίας. Το μυθιστόρημα που κατασκευάζει ο μυθιστορηματικός βιογράφος-ερευνητής του Μαρξ δεν είναι παρά μια μικροαφήγηση, χωρίς αξιώσεις αλήθειας, χωρίς καν τις αξιώσεις ενός επιτυχημένου εμπορικού προϊόντος.
Ο Μαρξ τοποθετείται να ζει στη σημερινή δυτική κοινωνία, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μέσα από την τηλεόραση, που πλημμυρίζει από οικονομικούς πρόσφυγες και που η μόνη αναφορά της στην εποχή που έζησε ο Μαρξ ως ιστορικό πρόσωπο είναι ότι η σημερινή εποχή θυμίζει την προ-βιομηχανική εποχή, την εξαθλίωση της οποίας αποτύπωσε εύστοχα στα μυθιστορήματά του ο σύγχρονος του Μαρξ συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς.
Το πρόσχημα της σύνθεσης της βιογραφίας χάνει την αξιοπιστία του, με τις χρονικές ανακολουθίες ανάμεσα στον ιστορικό και τον μυθιστορηματικό Μαρξ, αλλά και την αποδόμηση των ίδιων των στοιχείων που το αποτελούν. Ο συγγραφέας-βιογράφος-ερευνητής μετασχηματίζεται στον ίδιο τον Μαρξ, η βιογραφία του μετασχηματίζεται σε προσχέδιο μυθιστορήματος, σε σενάριο, σε τηλεοπτική εκπομπή-αφιέρωμα στον Μαρξ και, τέλος, σε ένα απλό προϊόν εργασίας, αποτυχημένο από την άποψη της μαρξικής θεωρίας, αφού στο τέλος μένει απούλητο («τίποτα δεν μπορεί να έχει αξία, αν δεν έχει χρησιμότητα»), δικαιολογημένο όμως από τη σκοπιά του μεταμοντέρνου σκεπτικισμού, ως μια ανολοκλήρωτη αφήγηση. Ο μυθιστορηματικός βιογράφος της οικογένειας Μαρξ δικαιολογεί την επιλογή του για ένα μη ρεαλιστικό μυθιστόρημα: όταν η κοινωνία τυποποιείται από την αυτοκρατορία της εικόνας, η γραφή δεν μπορεί να συντηρεί την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού, αλλά λειτουργεί καλύτερα εικονοκλαστικά.
Ο Μαρξ κρίνεται από διαφορετικές ιδεολογικές και ερευνητικές σκοπιές: του οικονομικού μετανάστη, της ερευνήτριας φεμινιστικών και ανθρωπολογικών σπουδών, του καθηγητή της Οξφόρδης, του φοιτητή μαρξιστικών σπουδών, του πολιτικού επιστήμονα του τρίτου κόσμου κ.ο.κ. Η κριτική στην πολιτική διαθήκη του Μαρξ ασκείται  ως προς τη σύγκρουση της θεωρίας με την πράξη -η οποία αφορά και στην ιδιωτική ζωή του Μαρξ και όχι μόνο στην πολιτική της εφαρμογή-, στην επιθυμία του να δημιουργήσει έναν παγκόσμιο κανόνα που θα εφαρμοστεί σε όλες τις κοινωνίες, καθώς και στον άκρατο οικονομισμό της θεωρίας του, που ισοπέδωσε την ευτυχία τού κάθε ανθρώπου για χάρη της ιδέας της νέας εξουσίας. 
Μέσα από την mise en abyme τεχνική του, το μυθιστόρημα αναγνωρίζει ότι η ζωή κινείται ανεξάρτητα από την ανάλυσή της. Η συνάντηση του συγγραφέα με την υπηρέτρια της οικογένειας Μαρξ είναι ένα από τα πιο συγκινητικά σημεία του μυθιστορήματος: δουλεύοντας αμισθί στην οικογένεια Μαρξ, η υπηρέτρια όταν πέθανε δεν μπόρεσε να αφήσει ούτε το ελάχιστο ποσό στο γιο της, ο οποίος επιπλέον ουδέποτε αναγνωρίστηκε από τον πατέρα του, τον ίδιο τον Μαρξ. Δίπλα από τον τάφο του Μαρξ, η υπηρέτρια λέει στον συγγραφέα ότι το μυθιστόρημά του δεν μπόρεσε να συλλάβει τη δική της έννοια της ευτυχίας∙ το νόημα που είχε η ζωή της δίπλα στην οικογένεια Μαρξ παραμένει απροσπέλαστο για τη φεμινίστρια-ανθρωπολόγο του μυθιστορήματος, που μελετά τη ζωή της οικογένειας Μαρξ. Αντίθετα, οι ορδές των μεταναστών, τις οποίες παρακολουθεί ο συγγραφέας-Μαρξ από την τηλεόραση, να σπεύδουν αφιονισμένοι προς τον παράδεισο του Ντάλλας της Αμερικής για εύκολο χρήμα και σεξ, φανερώνουν την καταπίεσή τους από τα καθεστώτα  από τα οποία προήλθαν. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα κομμάτι ζωής που διέφυγε της παρατήρησης και που συνεχίζει ερήμην της.
Το μυθιστόρημα του Γκοϊτισόλο είναι ένα μυθιστόρημα-ποταμός, που διαθέτει πολλά στοιχεία δοκιμίου, καθώς και σινεφίλ αναφορές. Στην αφήγηση αποφεύγονται οι τελείες, ενώ ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που λένε τα πρόσωπα, παρά τα ίδια τα πρόσωπα ως χαρακτήρες, καθώς τα ονόματά τους, όποτε είναι απαραίτητο, συναντώνται μέσα σε παρενθέσεις, σαν να επρόκειτο για θεατρικά πρόσωπα. Η αφήγηση σπάει σε υποκειμενικές αφηγήσεις, οι οποίες αποκαλύπτονται ως τέτοιες στη συνέχεια μόνο καθώς αποδίδονται εκ των υστέρων σε κάποιο έμψυχο ή άψυχο υποκείμενο, θυμίζοντας έτσι τα υποκειμενικά πλάνα στο σινεμά.
Με το μυθιστόρημά του ο Γκοϊτισόλο επιδιώκει να προσεγγίσει τη θεωρία του Μαρξ ως μια μικροαφήγηση. Η θεωρία του Μαρξ δηλαδή ήταν μια υποκειμενική ερμηνεία της κοινωνίας, που δεν μπόρεσε να συλλάβει την απόλυτη αλήθεια της. Η επίδραση όμως που είχε ο Μαρξ στον ρου της ιστορίας, καθώς και το πέλαγος της εμπειρίας των ανθρώπων που έζησαν στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντιμετωπίστηκαν μέχρι τώρα ως τεκμήρια που καθιστούσαν τη μαρξική θεωρία μια μεγάλη αφήγηση. Ο Γκοϊτισόλο αμφισβητεί αυτήν την προσέγγιση, με ένα μυθιστόρημα αριστοτεχνικά κατασκευασμένο πάνω σε μικροαφηγήσεις, βουτηγμένο τόσο φιλοσοφικά όσο και κατασκευαστικά μέσα στο ρεύμα της μεταμυθοπλασίας.

Η Βιβή Ζωγράφου είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: