22/4/11

Ξημέρωμα Κυριακής του Πάσχα

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

Μερικές καταστάσεις, πώς γίνεται κι έχουμε πάντα την ελπίδα ότι θα πάρουν τέλος; Μάλλον, πρέπει, κάποτε, να πάρουν τέλος, έστω  ψευδαισθητικά. Στις μέρες μας τις αγωνιστικές, τις απόλυτες, τις θυσιαστικές, αν όλοι την πάθαμε, εμείς;  Είναι  πρώτο πληθυντικό και πώς να συνταχθεί με βουκολικά, ειδυλλιακές ψευτιές και ανακρίβειες. Από δω και μπρος καθαρά πράγματα, κάθε φτωχός-φτωχός, κάθε πλούσιος, δεξιόαριστερόσοσιαλιστής-πλούσιος, αλληλούια, μετά χαράς να επαινείς και ν’ αναλύεις.  Αλληλούια.

Αμύθητα πλούσιες γενιές και γενιές, απ’ τον καιρό που ο Πλούταρχος, o Tάκιτος και ο Σουητώνιος συνέδεσαν τον Όθωνα με τον Γάλβα.  Galba και Otho. Ο Όθων αυτοκτόνησε, ο Γάλβας δολοφονήθηκε, τον Βιτέλλιο τον αφήνω στην  άκρη. Από πού να μπεις κι από πού να βγεις.  Πριν το ‘68/’69, σχεδόν ως το 1968/’69 συν άλλες τέσσερεις δεκαετίες, υπήρχε συνεχόμενη η διαφθορά της αγοράς, η τοκογλυφία που έπαιρνε και έδινε. Είχες ανάγκη πέντε λίρες, σου δίνω τρείς και σε τρείς μήνες μου επιστρέφεις έξι, αλλιώς το σπίτι σου είναι δικό μου. Αν δε σε συμφέρει πάρε απ’ την Τράπεζα το νόμιμο τοκογλυφικό δάνειο, αν μπορείς να το πάρεις.     
Αιματορουφήχτρες. Αιματοβυζάχτρες.
Χρηματοαιματοχυσία.
Αιματοδόχος Αιματόχρημα.
Προφανώς με προσωπική εριστικότητα αφορμούνται οι ιστορικοί ή οι βιογράφοι και οι συγγραφείς, με φαντασία και ωραία λόγια τούς ακολουθούν  άθλιοι,  ποιητές και  πολιτικοί, αυτές οι ευσυγκίνητες ομοταξίες, για να καταδείξουν το φαύλο της υπόθεσης του χρήματος  και του έρωτα. Τον τελευταίο τον αφήνουμε προσώρας στην άκρη, μιας και εγγίζει ακόμα θεολογικές θεωρίες και υπαρξιακές αβεβαιότητες, πασπαλισμένες με πολιτικές-ενδοκρινολογικές κλπ ανακατατάξεις, ανά τριετία προς πενταετία, περίπου.                                               
                            ***
Ο Λαζαράκος είχε κληρονομήσει από γέροντα φίλο του, ο οποίος δάνειζε με τον προσδιοριζόμενο από τον Νόμο τόκο, από την Ανάσταση του Λαζάρου και δώθε, σεβαστά ποσά σε δραχμές. Ο γέρων φίλος του  νέου  κατάφερε και μάζεψε πολλά χρήματα. Δεν ξόδεψε ποτέ ούτε ένα καπίκι, όπως έλεγε, για φαγητό και κυρίως για ντύσιμο, ενθυμούμενος ότι το σάβανο του συνονόματου του, φίλου τού Χριστού, είχε κολλήσει στη σάρκα του και δεν βγήκε ποτέ από πάνω του. Το δέρμα του ήταν το σάβανο. Αποκρουστικό. Όπως το πάρει κανείς, κι αν είσαι νεκρός, τι; Έτσι σα να ήταν δεύτερη φορά εν ζωή, με το αιματόχροο ιμάτιό του, έβγαινε έξω από το σπίτι μόνο τις νύχτες κι έκανε μεγάλες βόλτες που κατέληγαν σ’ ένα κήπο με βιολέτες. Τι μοσχοβολιά ο τόπος. Ήσαν τόσο όμορφες που έμοιαζαν με ψεύτικες. Όπως είναι η αλήθεια και το ψέμα. Ποτέ δεν τα ξεχωρίζεις. Ο Λάζαρος του Κυρίου, μετά την Ανάστασή του, είχε στην πράξη κατανοήσει το: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλών, ενός δε έστι χρεία». Της Μάρθας πάντα της χρειαζόταν χρήματα και δεν καταλάβαινε, ως φαίνεται, αυτό το τόσο σημαντικό: «ενός δ’ έστι χρεία». Όλα τ’ ανθρώπινα χρειάζονται χρήματα, κι o Λάζαρος της Ιστορίας μετά την Ανάστασή του, θα χρειαζόταν περιποίηση∙ η περιποίηση χρειάζεται χρήμα. Κι από γενιά σε γενιά, καθώς όλα συμπίπτουν και ξεχνιούνται στις διαβαθμίσεις τους, ό,τι μένει κι είναι το χρειαζούμενο, είναι η μονέδα της απληστίας. Το χρήμα που τίκτεται από το χρήμα. Γαλάτες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Καρχηδόνιοι δάνειζαν με τόκο 18%, κι αν μερικοί καλοί κ’ αγαθοί κατέβαζαν τον τόκο σε 12%, επί Κικέρωνα τον έφθασαν στο 48%, μα ο Κικέρων τι έφταιγε; Ο Κάτων στη σύγκλητο έθεσε στην ίδια θέση τον φόνο με την τοκογλυφία. Μόνο που ο Κάτων ήταν και ο ίδιος τοκογλύφος. Αίμα το ένα,  αίμα και τ’ άλλο. Τη συνιστούσε στο γιό του ως βιομηχανία αντί της γεωργίας. Να μη μιλήσουμε και για τη ναυτική τοκογλυφία των Αθηναίων. Στη Πεντάτευχο σαφώς ορίζεται: «Δεν θα λάβεις ποσώς τόκον από τον αδελφό σου». Αυτό δεν είχαν κατά νου ο Σκρούτζ, ο Σάϋλωκ, κλπ. 
Ο αποθανών, γέρων φίλος του Λάζαρου, είχε αναρτημένη πινακίδα στο φτωχικό του δωμάτιο: «Mutuum date nihil sperantes» «Να είστε ευεργετικοί στους άλλους, χωρίς ελπίδα ανταμοιβής». Εννοείται χωρίς ελπίδα επιστροφής των χρημάτων που δανείζεις. Συχνά έλεγε, πως αν ο Μωυσής το είπε εν ονόματι της φιλανθρωπίας, ο Αριστοτέλης εν ονόματι της δικαιοσύνης. Πώς τα συνδύαζε, θα ρωτήσουμε ευλόγως, ο γέρο-Λάζαρος,  την τοκογλυφία και τον μικρό να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του; Ήταν  ο θαυμασμός προς τον γέροντα ψευδοφιλόσοφο; Πάντως με τους ψιθυρισμούς, ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον, το ψι ψι ψι,  πολλοί πίστεψαν στην πόλη, όταν τα οικονομικά τους έπαιρναν τον άθλιο κατήφορο, ότι υπήρχε  ένας άνθρωπος στην πόλη που δάνειζε όχι ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά, χωρίς τον φόβο της μη επιστροφής.  Βοηθούσε τους ανθρώπους. Τα προσωπικά ποιόν ενδιαφέρουν; Κι από ανίσχυρο σε ανίσχυρο ο παρά φύση δανεισμός δεν ήταν παρά μία φάκα όπου έπεφταν οι περισσότεροι. Το 55% το προσέθετε ως τόκο και η καταβολή του πάντα στην αρχή. Φυσικά και δε φοβόταν ο τοκογλύφος, όλοι οι δανειολήπτες του ήσαν δεμένοι στο ζωνάρι του. Σ’ αυτό το ζωνάρι που έραβε και το λαθραίο συνάλλαγμα, όταν ταξίδευε. Ώσπου ο τελευταίος μικρός Λάζαρος κληρονόμησε το συσσωρευμένο χρήμα από χρήμα κι από αίμα.
Κληρονομημένη απάτη και κακή πίστη, πώς περνάς από χέρι σε χέρι! Θάνατος,  διαθήκη και Κληρονομικό Δίκαιο!
***                             
Ο όχι πια νεαρός Λάζαρος κατέθεσε ή μάλλον εκμίσθωσε όλα τα χρήματα στην Τράπεζα και πλέον μπορούσε ν’ απολαύσει, με τους τόκους που έπαιρνε, μη πειράζοντας το κεφάλαιο, μια ζωή πλούσια κι άνετη. Οι Τράπεζες άλλωστε ιδρύθηκαν  για την πάταξη της τοκογλυφίας, ιστορικά αποδεδειγμένο. Με ήσυχη συνείδηση και χρήματα, τι άλλο ήθελε ο άνθρωπος;  Ανίκανος σε πολλές εκδοχές της ζωής, ευγενικός κι αναίσθητος, κυνικός σαν τον αιώνιο γέροντα φίλο του, μην πιστεύοντας ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να  υποθέσουμε τα τυραννικά ανομήματα και πολύ περισσότερο να τα προσδιορίσουμε σε δύο δρόμους μιας πόλης, που ήταν γεμάτη ειρκτές και πύργους αίματος. Και που βρισκόμαστε στη Γαλλία της εποχής Μοντεσκιέ, ή στην Αγγλία, το Βέλγιο, Ολλανδία, πολιτισμένα κράτη, όπου πρωτοαφέθηκε ελεύθερος ο έντοκος δανεισμός. Έτσι η πείρα και η επιστήμη εγκατέλειψαν το θέμα της τοκογλυφίας, δεδομένου ότι, όσοι τοκίζουν, τοκίζουν για τις ανάγκες του αστικού βίου, εν ονόματι του οικονομικού βίου, εν ονόματι των αιμόδιψων και αιμόφθαλμων.
Από το 1857, το θέμα μετατέθηκε στις Τράπεζες. Εδώ, στην αγαπημένη πατρίδα, το κρατήσαμε λίγους παραπάνω αιώνες, παράδειγμα ο γεροφιλαράκος, και τώρα τελευταία, μετά τα οικονομικά γεγονότα, το επαναφέραμε στα ήθη υπό την πίεση των αναγκών της εξόφλησης των χρεών, πλέον προς τις Τράπεζες. Όσο για το επί τόκω δάνειο η Τράπεζα γνωρίζει και το χειρίζεται αναλόγως. Μιλάμε για όσους μπορούν ή έχουν τις γνώσεις να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ νομίμου και τοκογλυφικού δανείου. Ψιλά γράμματα. Ποιός όμως τα διαβάζει, όταν βάζει την υπογραφή του;
***                                 
Το θέμα τώρα είναι ποιός είναι ο ήρωας της ιστορίας, το πουγκί του γέρου, η ιστορία της τοκογλυφίας, ή οι περιπλανώμενοι που γυαλίζει το μυαλό τους, γυαλίζουν τα παπούτσια τους, γυαλίζει η βροχή, αστραφτερή καθώς ξετυλίγεται απ’ τα ουράνια. Μια άρια του Χέντελ θα ταίριαζε, να σπάσει τη μονοτονία των γνωστών και συνήθως, από αρχαιοτάτων χρόνων, ασυνάρτητων λέξεων, που βαριαναστενάζοντας ψιθυρίζουν μέσα τους, όσο φτάνει η ώρα της πληρωμής. Ά Κύριε! Είναι μεγάλες οι τεχνικές δυσκολίες και χρειάζονται μεγάλα αρδευτικά έργα, ώστε να γίνουν οι μικροσκέψεις κατά την αντιστροφή της γραφής τους.
Το εσωτερικό λεξιλόγιο και συντακτικό είναι σαν κάποιος να διηγείται, ενώ ταυτόχρονα μασουλά και μασουλά και μασουλά ένα κάποιο αποθησαυρισμένο παρελθόν. Το κεφάλαιο. Αυτό μασουλά. Ακόμα και χωρίς δόντια. Ώσπου, κοιμισμένοι οι ακροατές από το μουντό ομοιόμορφο άκουσμα της συμφωνίας των εκπλήξεων, τινάζονται ξαφνικά, ά  α  αα   ου  βουβουβου Μπούμ!
Αυτή η κατάσταση μεταμορφώνεται σε πειθαρχία,  πειθαρχία στον διττό αλλά όχι διφορούμενο δρόμο, που μπορεί να καταλήξει καθαρά σε εμμονή ή στην τέχνη, ή τον θάνατο. Την  τέχνη που διαρκώς απειλείται. Ο γέρο-Λάζαρος, ο τοκογλύφος, ειδικευόταν στην τεχνική της εμμονής της τοκογλυφίας, δεν ήταν καλλιτέχνης να απειλείται. Ο φιλαράκος του Λαζαράκος, με την περιουσία ασφαλισμένη στην Τράπεζα, ασχολήθηκε λίγο και με την τέχνη.  Είχε σκεφτεί ν’ αγοράζει πίνακες ζωγραφικής, θα μπορούσε και θα το ήθελε πολύ να γίνει συλλέκτης.  Ο καημένος  δεν τα κατάφερε να μπει στη συντεχνία των σημερινών συλλεκτών, όταν μάλωσε με ζωγράφο, που του ζήτησε,  άκουσον άκουσον, απόδειξη ότι αγόρασε το έργο του και ότι θα όφειλε να του δίνει λογαριασμό κάθε δύο χρόνια  πού βρίσκεται ο  πίνακας.
Ο Λάζαρος το αρνήθηκε,  προτίμησε  να γυρίζει άσκοπα και με τα χρόνια να αδυνατίζει. Να συρρικνώνεται. Αδυνάτιζε. Δεν έτρωγε καθόλου, λίγο νερό και δύο μπισκότα ήταν η καθημερινή του τροφή, και πολλοί καφέδες, πάρα πολλοί καφέδες. Τα μικρά του δόντια είχαν μαυρίσει απ’ τους καφέδες και τα πουράκια μάρκας Romeo y Julieta που κάπνιζε.
                    ***
Νύχτα Μεγάλου Σαββάτου, καθώς έβρεχε καταρρακτωδώς, άρχισε να βαδίζει προς τον κήπο με τις βιολέτες. Πασχαλιάτικες βιολέτες! Μισοζαλισμένος όπως ήταν, τον παρέλαβαν οι εικόνες από τα περασμένα,  αναρωτήθηκε αν είχε υπογραφή για την κληρονομιά που παρέλαβε, η απάντηση ήρθε από τη βροχή: «Όχι, κύριε». Απάντησε αμέσως, πως από τον πολύτιμο φίλο του παρελθόντος του, παρόλα τα κουσούρια του, δεν χρειαζόταν υπογραφή. Υπονομεύοντας τον εαυτό του και τις σκοτεινές συγκινήσεις του, τον έπιασε τρόμος. Μήπως δεν τα δικαιούταν όλα αυτά τα κληρονομημένα χρήματα; Ο αναστημένος Χριστός βρισκόταν μετά το Χριστός Ανέστη μέσα στην εκκλησία, ανακατεμένος με πιστούς και άπιστους, να αναρωτιέται και ο ίδιος: «Επικράνθη;». Επικράνθη. Και  γαρ ενεπαίχθη. Και γάρ ενεκρώθη. Ανέστη Χριστός και ουδείς  επί μνήματος.
Ο Λάζαρος δεν το άντεχε το επικράνθη, τον έπνιγε, βγήκε από την εκκλησία και, τρέχοντας, διέσχισε τον δρόμο από το κάτω ύψος της Βογατσικού έως την Αριστοτέλους. Δυο νεαροί κάτω από ένα υπόστεγο τον πισωκοίταξαν περίεργα. Θα ήθελε να τρέξει στην Τράπεζα να τραβήξει 50.000 ευρώ και να τους τα μοιράσει, να τους πει την μεθεπαύριο, όταν θα άνοιγαν οι Τράπεζες, να φέρουν κι άλλους φίλους τους, νεαρά παιδιά, να τους μοιράσει ό,τι είχε και δεν είχε. Και είχε πολλά. Ν’ αδειάσει τα βιβλιάρια καταθέσεών του, ν’ αδειάσει από ό,τι δεν ήταν δικό του. Ήταν μια εξέγερση, η επανάσταση ενός ξεμοναχιασμένου ατόμου. Προχώρησε, έφθασε στο Λιμάνι. Τα ελλιμενισμένα εμπορικά καράβια περίμεναν το επόμενο ξημέρωμα, να εκτελωνιστούν τα εμπορεύματα, να πάρουν άλλα γι’ αλλού. Φανερά κρυμμένα. Οι καμπάνες προς το μεσημέρι θα καλούσαν: Χριστός Ανέστη σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Αληθώς! Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Στο κλειστό μπαρ του λιμανιού μερικά λαμπάκια αναβόσβηναν. Ο Λάζαρος ένιωθε ρίγη να τον κατακλύζουν, έβρεχε και η βροχή ρινίσματα σιδήρου, τον ξέδερναν, τα ρούχα έλιωναν, το δέρμα του  γινόταν κομματάκια δόλωμα στα βρώμικα λαβράκια του λιμανιού. Τα μαλλιά του έπεφταν, τα ματοτσίνορα, τα φρύδια, τυφλωνόταν σιγά σιγά, ήξερε, βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, αλλά δεν την έβλεπε πια, ένα σώμα χωρίς δέρμα, χωρίς σκιά, χωρίς λόγο, χωρίς τρόμο, ένα αιμάτινο κορμί ανθρώπου, το κρανίο του ίσως να πάλευε εσωτερικά μακριά, από κει το κενό, από εκεί η υπερβολή,  είναι η ιδέα, η ιδιότητα, η αρχή;
Η υγρασία της πόλης έκαμε όλους τους ρευματοπαθείς να μην μπορούν να κινηθούν. Το Πάσχα φέτος ήρθε νωρίς. Μερικά υπόγεια είχαν πλημμυρίσει. Τον ηλικιωμένο πια Λαζαράκο βρήκε στη μέσα πλευρά του λιμανιού ένας αχθοφόρος ανάμεσα από δύο σωρούς τσουβάλια και σχοινιά. Χωρίς δέρμα, χωρίς πέτσα, χωρίς μαλλιά ή τρίχες, μοιάζει στο λαχάνιασμα του ξεψυχίσματός του να έψαχνε ένα ύφασμα, ένα σάβανο να καλυφθεί στην απόγνωση του θανάτου, κοκαλιασμένο, δεν κατάλαβαν ότι ήταν άνθρωπος. Κάτι με πριν άνθρωπος, δεν είναι άνθρωπος. Καλέσαν το 100, αυτό με τη σειρά του το ασθενοφόρο. Στο νεκροτομείο αναζήτησαν στοιχεία. Από πού; Από ένα ξεπετσωμένο, γδαρμένο κορμί∙ μάλλον ήταν άνδρας, η νεκροτομή έδειξε μερικά στοιχεία, όχι όμως όνομα κλπ. Κανένας ποτέ δε θα τον αναζητούσε, το σάβανο είχε ξεκολλήσει απ’ τη σάπια σάρκα, και, τι να το κάνουν, το πέταξαν.                                                                  
Η Τράπεζα δεν μπόρεσε να βρει κληρονόμους, να τους ειδοποιήσει για τις καταθέσεις, το νομικό της τμήμα ενήργησε δεόντως μετά  το ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν οι λογαριασμοί καταθέσεων ουδόλως κινούνται.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: